Further tags

Παλιά λέξη που δηλώνει πολύ άσχημη γυναίκα. Από την φόλα, το δηλητήριο.

- Τι φόλα αυτή η καινούργια!
- Έλα μωρέ, καλή κοπέλα είναι, τι να κάνουμε, δεν μπορεί να είναι όλες μουνάρες..
- Μπα, τι σ' έπιασε εσένα τώρα ; Δε νομίζω να την γουστάρεις;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο παρωχημένη λέξη για την πολύ ωραία γυναίκα.

- Φοβερή μουνάρα η Γεωργία!
- Ναι, καλό μουνί!

Shakira, Shakira! (από Vrastaman, 26/08/08):) (από mariahomorfi, 27/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων ό,τι λέει η λέξη.

Πολύ κομπλεξάρας ρε παιδιά ο τύπος. Μόνο άνδρες πήγαμε στην ερημική παραλία, όλοι πέσαμε γυμνοί στη θάλασσα, κι αυτός ντρεπόταν να βγάλει το σώβρακο. Λες να 'ναι κοντοτσούτσουνος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη τούρκικη, σημαίνει τη γυναίκα με επιτηδευμένη εμφάνιση, που κάνει αισθητή την ελευθερία των ηθών της.

Έρχεται στο μάθημα, με τις τακούνες, βάψιμο σαν τσίρκο και κραγιόν που κάνει μπαμ, πρόκειται για κλασική καλτάκα της σχολής.

Got a better definition? Add it!

Published

Το τρέντουλο.

Ο Κώστας επέμενε να βγούμε στο Γκάζι.

«Δεν μ' αρέσει εκεί» είπα, «μέσα στα στενά. Έχει ταραντούλες».

Ταραντούλες στην αργκό μας είναι οι τρέντουλες, όσοι ζούν σύμφωνα με τη Βίβλο των τρέντι περιοδικών μ' αφιερώματα όπως «Τα είκοσι καλύτερα ζευγάρια βυζιών της δεκαετίας» ή «Δέκα τρόποι για να του φτάσει μέχρι τ' αφτιά».

(Γ. Παλαβός, «Πέμπτη βράδυ»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρες και γυναίκες που συνδυάζουν τουλάστιχον δύο από τις παρακάτω ιδιότητες:

  1. Άνδρες και γυναίκες που συχνάζουν τα καλοκαιρινά τριήμερα σε νησιά και επαρχιακές πόλεις φορώντας λευκά ρούχα.

  2. Άνδρες και γυναίκες που θα πλήρωναν για να αρμέξουν κατσίκες θεωρώντάς το «επαφή με τη φύση».

  3. Άνδρες και γυναίκες που απαντούν στο τηλέφωνο με τη φράση Έλα μου.

- Ρε συ, το νησί γέμισε φαντάσματα με πέδιλο.
- Όχι ρε μαλάκα, Αθηναίοι είναι.

Βλ. και Αθηνέζος, -α

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκομενάκι που, στη σχετική κλίμακα, κυμαίνεται από θεόμουνο έως γαμήσιμο με εμφάνιση που αντιστοιχεί σε εργαζόμενη ή θαμώνα νυχτερινών κέντρων διασκέδασης της κατηγορίας: μπουζούκια.

Βασικά γνωρίσματα:

  • Ένα τουλάχιστον προκλητικό μέρος του σώματος (ντεκολτέ, πλάτη, πόδια, ώμοι, κοιλιές, σπάλα, κιλότο, ποντίκι κλπ.) γυμνό.
  • Επίσημο υπόδημα τύπου γόβας (μυτερή ή κυρτή), πέδιλου (ανοιχτό ή μιουλ) ή μπότας (σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και καουμπόικη αλλά με βγαλμένα τα σπιρούνια).
  • Κόμμωση (κούρεμα, χτένισμα ή φορμάρισμα) από χέρια ειδικού (μέ όνομα όπως «Λέλος Κανέλλος» κ.λπ.) και απαραιτήτως με τον επιθυμητό όγκο και γυαλάδα.
  • Εντυπωσιακό μέικ-απ με ανεκτές έως εκθαμβωτικές ποσότητες στρας.
  • Προσεγμένο μανικιούρ (συμβατικό ή γαλλικό) με βαφή νυχιών σε χρώματα από τα βασικά έως και «σάπιο μήλο».

Ένα μέρος όπου απαντάται συχνά:

Σε μεγάλες οδικές αρτηρίες, ενώ περιμένει ταξί τουρτουρίζοντας με τα χέρια σταυρωμένα, αφού το ζακετάκι (ή το μπολερό) που πήγαινε με το φόρεμα και τα παπούτσια δεν πήγαινε καθόλου με τον καιρό.

- Πω πω σου λέωωω! Κόψε τα ξέκωλα μπροστά στο Praktiker.
- Μπουζουκομούνια φίλε μου. Όχι σαν τα λέσια που παρακαλάμε να μας κάτσουν στο BIOS.

(από Khan, 09/07/14)

Δες και μπουζουκογκόμενα, καθώς και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με κακοφτιαγμένο σώμα, όπως λεπτή στην πλάτη, μεγάλη περιφέρεια ή γοφούς, γενικά ασύμμετρη.

- Καλά, προχθές όχι μόνο έγινες γκολ, αλλά την έπεφτες και στην ΧΧΧΧ.
- Πλάκα κάνεις; Εμ, βέβαια με τόσο πιοτί και η μπατάλω μου φαινότανε τοπ μόντελ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει μεγάλο κώλο.

-Του Κώστα του αρέσουν οι κωλαρούδες.
-Μπα, αρχίδια του αρέσουν. Τις προτιμάει γιατί δεν θα του την κάνουν εύκολα με άλλους, δεν τις θέλει κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει πλούσιο στήθος αλλά δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα.

- Ποτέ δεν μου άρεσαν οι βυζαρούδες, λες να έχω πρόβλημα;

λύση στο πρόβλημα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified