Στα καλιαρντά είναι το τεκνό που είναι ψηλό και ευθυτενές σαν κυπαρίσσι.

Καλέ τι κυπαρισσότεκνο που είναι αυτό το κρεμαλότεκνο! Μας άναψε χορχόρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιμπιντιάρικο κοκομπλόκο μετά καρδιακού μιλφ σέηκ που κυριεύει τον μιλφάκια στην θέα μιας υπερτουμπανιαίας "μιλφομάνας αναφοράς".

Εκ των μιλφ και μουνόπλακα.

- Ειδα και το μιλφ και επαθα μιλφοπλακα! Απιθανο μιλφακι!(εδώ)

- Πω πω μιλφόπλακα έπαθα!!! (εκεί)

Πίνουμε νεράκι στην υγειά τση κας Ρόμπινσον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα-υπερτούμπανο (βλ. παρ. 1, 2), ή οποιοδήποτε άλλο τουμπανιζέ υποκείμενο ή αντικείμενο (βλ. παρ. 3).

Εκ του τούμπανο και του γαμοσλανγκοκατάληξης -άϊζερ (βλ. πιχί καραφλάιζερ, ουκρανάιζερ, φραπεδάιζερ).

1.
Γιατί οι άντρες τρελλαίνονται για τα... γυναικεία στήθη...ΤΟΥΜΠΑΝΑΙΖΕΡ Η ΚΥΡΙΑ!!!!!!!!!

2.
- Η Σταματίνα Τσιμτσιλή είναι … τούμπανο !! - τουμπαναιζερ!!

3.
- Nero D'inferno ... ξερει κανεις κατι για το συγκεκριμενο μελανι;
- το εχω :-) δε το χω δοκιμασει αποσο ξερω ειναι πολυ δυνατο και τουμπαναηζερ φαση ειναι βερνικι βασικα και ξεβαφει δυσκολα νομιζω εχει και πινελακι :-)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεόμουνο, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος. Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Βλ. επίσης: -μούνα.

«Ωωωωωχ!... Άααααχ!...» έκαμνε συνεχώς και ο θαυμαστής της, τρίβων αδιακόπως την ψωλήν του επί του σφύζοντος προ αυτού ανοικτού μουνέττου, λέγων μεταξύ των στοναχών του γλυκασμού που εδοκίμαζε: «Μουνίτσα μου!... Μικρή μου Μίς:... Αγγελομούνα μου!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μουνάγγελε!... Ψωλέττα μου! Ψωλήνα!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 38)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμώ, ουάου, γαμάουα, ούμπερ, σούπερ, τοπ. Που παίρνει δέκα άριστα στη βαθμολογία. Όχι βέβαια ο σπασίκλας ή το φυτό στο σχολείο, αλλά αυτός που το αξίζει πραγματικά.

Αφορά τα πάντα, κάθε φύλο και γένος, άψυχα και έμψυχα, οποιαδήποτε ικανότητα, ιδιότητα, αλλά κυρίως χρησιμοποιείται όταν πρόκειται να αξιολογήσουμε -και κατόπιν να χαρακτηρίσουμε- το άλλο φύλο ως προς την εμφάνιση.

  1. - Ωραίος;
    - Δεκάρι σου λέω!

  2. Αυτό ήταν το δεκάρι μωρή; Σκέτη χουντόφατσα είναι!

(αγορασμένα, που λέει και ο σσττφφννσσ)

απο την "ομώνυμη" ταινία  (από anchelito, 29/11/10)

βλ. και δέκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το Κορμί (με κεφαλαίο) αποτελεί απαύγασμα όλων των εξιδανικευμένων προδιαγραφών που καθιστούν ένα αμαρτωλό επιθυμητό στο τριχεπώνυμο και μη ανδρικό πλήθος.

(Αεριωθούμενη λεβεντομούνα ρωτάει τεχνοφοβικό Ελληνάρα πώς να συνδέσει το κινητό της με τον φορητό της υπολογιστή...)

... Α, δεν είναι τίποτα ... συνδέεις τα ψιψιψίνια με τα κοκοκόψαρα και οδήγα...

(Ντροπιασμένος, αλλάζει θέση και κλαίγεται σε αδιάφορο Ασιάτη συνεπιβάτη...)

.... To χάσαμε το Κορμί πατριώτηηηη...!!!!

(Διαφήμιση ΓΕΡΜΑΝΟΥ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified