Selected tags

Further tags

Το μούτρο, η μούρη.

- Θα βγούμε απόψε μωρό μου;
- Μπά θα βγώ με τα μουτσούνια...

- Πού'σαι μούτρο;
- Πού'στε μουτσούνια;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τριχωτός στο σώμα.

Μας λένε καραφλούς, μα είμαστε πιθήκια...

(από ironick, 23/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ άσχημη γυναίκα.

-Μαλάκα, πέρασε πριν μια φούρκα κόντεψα να ξεράσω.

Η μάγισσα Φούρκα (από poniroskylo, 05/12/10)Φούρκα - κλασική (από poniroskylo, 05/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.

-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ζουμπά. Ο κοντός.

-Ρε κοίτα που το ζούμπατο κάνει μαγκιές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός.

Να και ο ζουμπάς, δεν πήρε ακόμα πόντο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοράει γυαλιά και συνήθως είναι φλώρος.

Κοίτα τον γυαλαμπούκα, πάλι ξύλο τρώει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κοντός, γυαλαμπούκας, αλλά κάνει μαγκιές και τρώει πάντα ξύλο.

- Ο ντολμάς ο Χρήστος πάλι πουλάει μαγκιά.
- Σε δυο λεπτά θα έρθει εδώ με ματωμένη μύτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που φλερτάρει με την αισθητική των φρικιών, χωρίς να την υιοθετεί πλήρως.

  1. — Πάμε ν' αράξουμε Ναβαρίνου;
    — Τί λέ' ρε; Να κολλήσουμε καμιά υποφρικίαση;

  2. — Τί λέει η καινούργια γκόμενα του Μάκη;
    — Ανώδυνο πίρσινγκ στη μύτη, σχισμένο παντελόνι αγορασμένο απο Ζάρα και μαλλί επιμελώς... Κι' όταν σκάσαμε τον μπάφο την έκανε μ' ελαφρά... Υποφρικιό της χειρίστης μιλάμε.

  3. Μοϊκάνα με ζελέ; Υποφρικιό πήδηξες ρε βλάκα;
    — Λές να την πηδούσα ρε άμα βρόμαγε αβγουλίλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στο ιταλικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, ωστόσο αναφέρεται σε μια παρέα από γκόμενες που είναι μπάζα, οι λεγόμενες κάμπιες.

- Πήγαμε για καφέ και η Μαρία κουβάλησε και το καμπιονάτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified