Selected tags

Further tags

Οι τσάντες Vouis Luitton (Βοή Λουδητών κατά κάποιους) και γενικά το οιοδήποτε παρελκόμενο έχει γίνει σούπα, π.χ. το κινητό, τα ipod, τα Burberrys, τα Ray-Ban κτλ.

Ο χαρακτηρισμός κάποιου αντικειμένου ως Μ71 απαιτεί την πλήρωση δύο όρων:

  1. Ενώ αρχικά ο/η κατέχων/ουσα πωλούσε όψιν, άμα τη αποκτήσει του αντικειμένου και υπό της Μαρίας Κ. (άτομο με κινησιακά προβλήματα), η, όποια, αίγλη μετεβλήθη σε λεπτό αέρα,

  2. Καίτοι το αντικείμενο έχει απωλέσει πλέον την καινοτομική του χροιά, τείνει να επιβληθεί ως απαραίτητο για την κοινωνικά αποδεκτή εμφάνιση του/της φέροντος/φέρουσας.

Ο όρος προέρχεται από το ατομικό σακκίδιο εκστρατείες υποδείγματος αρ. 71 (Μ71 κατά την αμερικάνικη ονοματοδοσία), το οποίο φέρει ο Έλλην οπλίτης στην πλάτη του, εκδράμων να υπερασπιστεί την πατρίδα από τις επιβουλές των εχθρών αυτής. Είναι κάτι που το έχουν όλοι, το φέρουν υποχρεωτικά, περιέχει πάντα τα ίδια είδη (χειρόκτια, ποδόκτια, περισκελίς, σαπωνοθήκη μετά σάπωνος, συλλογή ξυριστικών, συλλογή στοματικής υγιεινής, είδη εστίασης κτλ. ξεχάσαμε κάτι;).

Μπορεί κανείς να φανταστεί κάποιον να πουλά μούρη επειδή έχει Μ71;

- Ήταν καλά στο Social;
- Στην αρχή ναι, αλλά μετά αποβιβάσθηκε ένας ουλαμός μύγες με Μ71 και την κάναμε για Διαγώνιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ προσβλητικός χαρακτηρισμός για κάποιον ο οποίος είναι επιεικώς αξύριστος. Το πώς βγήκε η έκφραση είναι εύκολο να το μαντέψει κάποιος, αν σκεφτούμε ότι οι καλόγριες δεν κάνουν και πολύ συχνά αποτρίχωση σε αυτό το σημείο. Αλλά πάλι δεν έχω γαμήσει ποτέ καλόγρια, οπότε προσωπικά δεν ξέρω.

- Με παραδέχεσαι Γιώργη; Δεν είμαι και γαμώ ντυμένος για interview;
- Και γαμώ τον κώλο σου είσαι. Άντε ξυρίσου ρε μαλάκα που είσαι σαν το μουνί της καλόγριας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σχισμή ανάμεσα στα δύο κωλομέρια. Πραγματικά, νομίζω δεν υπάρχει επίσημος ορισμός για την εν λόγω περιοχή. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις λέγεται και κωλοχαράδρα.

  1. Πώ, ρε μαλάκα, έσκυψε και φάνηκε η κωλοχωρίστρα!

  2. Το βρακί χώθηκε όλο στην κωλοχωρίστρα κι ούτε που δίνει σημασία, η καριόλα.

  3. Τα είδες τα καινούρια στρινγκ-στέκα; Καλά, τι φοράνε, ρε, οι πουτάνες;

(από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση (μπαμπαδισμός πλέον), που περιγράφει ποιητικώς (ριμάροντας) εξαιρετικά κοντή μίνι φούστα, που με τη σειρά της επίσης περιγράφει ένα έμπειρο κωλαράκι.

Η αναφορά στο εναπομείναν ύφασμα, το οποίο μετά βίας μπορεί να συγκρατήσει τις εξέχουσες καμπύλες της φέρουσας.

Βέβαια, οι ημιπαρθένες το τραβολογούν νευρικά όσο και μάταια, κάθε φορά που κανας λιγούρης χαζεύει τις αγριομπουτάρες τους (κι όχι μόνο) σε στυλ «το φοράς-δεν το φοράς...»

Ο Φωτόπουλος, στο «Θόδωρο και το δίκαννο» (1962), μαλώνοντας με τη Νίτσα Τσαγανέα για το αν θα πάει η μοναχοκόρη τους (Σμαρούλα Γιούλη) στο πάρτυ ή όχι, λόγω του αποκαλυπτικού φορέματός της, διετύπωσε το α-Μίμη-το:

(Τσαγανέα): - Η δική μου κόρη θα πάει!
(Φωτόπουλος): - Η δική μου δεν θα πάει!
(Τσαγανέα): - Θα πάει-θα πάει-θα πάει!
(Φωτόπουλος): - Ε, τότε θα πάει η μισή. Η δική μου κόρη, από τη μέση και κάτω, δεν θα πάει!

29 κατασκευαστές φορεμάτων συνιστούν σταυροπόδι κατά το πρότυπο της Σάρον. Αυτοί, ξέρουν...

Συνώνυμα: Ξώμουνο, απολειφάδι, φαρδιά ζώνη κ.α.

-Την είδες τη μικρή με το μίνι;
-Αυτό ρε δεν είναι μίνι, είναι ό,τι έχει απομείνει!
-Ξεκωλάκια...

(από allivegp, 20/11/09)Κώλαση! (από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σημάδι από τα γυαλιά ηλίου στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να φαίνομαι σαν κουκουβάγια, το γύρω από τα μάτια άσπρο (στο σχήμα των γυαλιών μου πάντα), η δε μύτη, το μέτωπο και τα μάγουλα, ροζουλί, κόκκινα ή καφετί.

Μάνα στην κόρη:
- Τι έγινε, δεν θα βγεις απόψε τελικά;
Κόρη:
- Τσου.
- Και γιατί;;;
- Γιατί έτσι.
- Δεν έχει τέτοια, θα μου πεις γιατί.
- Όχι, δεν σου λέω.
- Αααα, κοίταξε να σου πω, ώς εδώ με τα πείσματά σου. Θα μου πεις τι τρέχει αλλιώς θα σου κρύψω το κινητό.
- Παράτα μας ρε μάνα, τι θεεες, μπουχουχου...
- Μα τι έγινε επιτέλους;!
- Μπουχου... ε να, (σνιφ), χθες που καθόμουνα στην καφετέρια με πήρε ο ήλιος και έκανα γυαλιά και θα με δει ο Λάκης απόψε και θα γελάειιιιι, δεν πάω, δεν πάω, δεν πάω!!! Μπουχουχου...

Got a better definition? Add it!

Published

Μπορεί να μη χωράνε δύο καρπούζια σε μία μασχάλη, αλλά από ένα σε κάθε μία για μερικούς, χωράει και περισσεύει. Χωρίς να έχει σχέση με την προαναφερόμενη λαϊκή σοφία, η συγκεκριμένη φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου: του ψευτόμαγκα.

Προκύπτει από την στάση με την οποία συνήθως προχωράει, με ανοιχτά τα χέρια (θέλοντας να τονίσει προφανώς τις πλάτες του), σα να φέρει τα συγκεκριμένα ζαρζαβατικά υπό μάλης. Το γεγονός ότι, σε πολλές περιπτώσεις, ανήκει στη κατηγορία φτερού, δεν έχει καμία, μα καμία σημασία γι αυτόν.

Η φράση βρίσκει εφαρμογή και στη (συμπαθή κατά τα άλλα) συνομοταξία των μεταλλάδων. Απαραίτητα συνοδευτικά αξεσουάρ των καρπουζιών: χαίτη, καρφιά στα χέρια, μπλουζάκι με ανάλογο περιεχόμενο, μενταγιόν σε σχήμα πέλεκυ κ.α.

- Για έλα εδώ νέος... Πού νομίζεις ότι βρίσκεσαι και βολτάρεις με τα καρπούζια στις μασχάλες; Άιντε μη σε στείλω να σκοτώσεις το δράκο πρωινιάτικα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σήμερα σημαίνει υποτιμητικά, τον βουτυρομπεμπέ κουραδόμαγκα.

Παρ’ όλα αυτά, η λέξη έχει υποστεί σημασιολογική φθορά λόγω παρετυμολόγησης, αφού αρχικώς είχε τη σημασία εξαιρετικά βίαιου τραμπούκου, που ανήκε σε μια δράκα μαγκουροφόρων του Κωλέττη (!)

Είναι κουφάλα η γλώσσα μας (που λέει κι ο Μπαμπινιώτης) κι οι κακοτοπιές πολλές...

Πράγματι, ο Στέφανος Κουμανούδης δίνει την εξής διευκρίνιση για τη λέξη:

[i]«Μοσχομάγκα (η) / μοσχομάγκας (ο) / μοσχομαγκίτης / μοσχομαγκιτικός / μοσχομαγκιτισμός:

Προσωνυμίαι ταύτα των εν Ελλάδι τη νεωτέρα πολιτικώς Γαλλοφρονούντων, δοθείσαι αυτοίς ως εκ τινος μάγκα (αρσ.) δηλ. αρχηγού μάγκα (θηλ.) συγκειμένης εκ 10 συμμοριτών, όστις εκαλείτο Μόσχος τω ιδίω ονόματι και ήτο φανατικός οπαδός του Ιω. Κωλέττη. Ίδε και Επ. Κ. Κυριακίδου Ιστορίαν του συγχρόνου Ελληνισμού τόμ. α΄. σελ. 188».

(Στέφανος Κουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Προλεγόμενα Κ. Θ. Δημαράς, Αθήνα, Ερμής, 1998 [α΄ έκδ. 1900], σ. 673).[/i]

Δηλαδή, καμία σχέση με αρώματα ή μεγαλοαστικές καταβολές (π.χ. μοσχομυρίζω / μόσχος και κανέλα / μοσχαναθρεμμένος κλπ).

- Τί κοιτά’ ρε χλιμίτζουρα την κοπελιά μου; Τραβάς κανα ζόρι;
- Ίσα βρε μοσχόμαγκα, μη σε τσαλακώσω...

O ανδριάντας του φουστανελλά Κωλέττη στη Νομαρχία Ιωαννίνων (από allivegp, 26/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός έκφυλης, τρυφηλής γυναίκας. Γυναίκα, έρμαιο του σεξουαλικού πάθους, δέσμια της μανίας της για ερωτικές απολαύσεις και ξεσκίσματα γενικότερα. Πουτάνα, όχι κατ' επάγγελμα.

  1. - Την είδες την καινούρια; Τι μουνί, Θεέ μου!
    - Αυτή είναι ζήτω ο πούτσος. Θα μας φάει.

  2. Ήρθε μια το πρωί να πληρώσει, ζήτω ο πούτσος! Ακόμη τον παίζω

Ζήτω ο πούτσος! (από panos1962, 29/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύκωλοι αποκαλούνται με νόημα όσοι διαθέτουν κώλο αναφοράς.

Εκ των εὖ και κῶλος.

Πλάστηκε από τον Cunning Linguist σε διάλογό του με τον διακεκριμένο πλαθολόγο και ακτιβιστή Λύο Καλοβυρνά στο περιθώριο εαρινής συνάντας του σλανγκρρ (βλ. παράδειγμα).

Ασιστ: patsis, ironick. Δ.Π.: Khan.

Λύο: - Ψάχνω ρε παιδιά μια λέξη για τον άντρα που έχει ωραίο κώλο.
Ironick: - Χμμμ...
Cunning Linguist: - Εεε... [χαϊδεύει το μούσι - θυσία στον Ε.Σ. κι αυτό τεσπά...]
Patsis: - Κοίτα... Εεεε...
[και μετά του λέει ο] Cunning Linguist: - ΕΥΚΩΛΟΣ! [και μας έστειλε όλους!]

(Βλ. Πρακτικά Συνάντας Σλανγκρρ, Μάιος 2009)

Η Βραζιλιάνα Melanie Nunes Fronckowiak πρόσφατα ψηφίστηκε η πιο «Εύκωλη Γυναίκα του Κόσμου». (από Vrastaman, 01/12/09)Εύκωλοι, όπως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι! ("Τὸ δὲ εὔψυχον τὸ εὔκωλον κρίναντες"). (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λιμοκοντόρος, ο ψευτοδανδής, ο γυφτοπρόξενος. Το λέμε για άνθρωπο που είτε καμαρώνει ως μπαστούνι ενώ δεν θα έπρεπε, είτε για βλάχο (με την καλή έννοια του τσέλιγκα, του βουκόλου, του ανθρώπου της υπαίθρου γενικότερα) που, όμως, εννοεί να συμπεριφέρεται ως δανδής, χαρακτηριστικό του οποίου αποτελούσε, τα παλιότερα χρόνια, το μπαστουνάκι με ακριβή λαβή, κατά προτίμηση από ακριβό υλικό (ασήμι, χρυσό, ελεφαντόδοντο κλπ).

Χαρακτηριστικά παραδείγματα από το χώρο της πολιτικής αποτελούν οι γόνοι της δυναστείας Καραμανλή που διετέλεσαν πρωθυπουργοί (Α και Β), ο γείτονας Ταΐπ Ερντογάν και παλιότερα ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος ενώ ήταν κατά βάση τυρέμπορας και κρασέμπορας, προσπαθούσε να παρουσιάσει μια εικόνα αριστοκράτη και μάλιστα ο συγκεκριμένος λανσάριζε και το σχετικό μπαστουνάκι, το οποίο εναλλασσόταν με την ποιμενική γκλίτσα. Άλλη τέτοια περίπτωση αποτελεί ο Βύρων Πολύδωρας, ο οποίος πιστεύει ότι βρίσκεται στον ίδιο αστερισμό με τον Κώστα Αξελό, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Χρήστο Γιανναρά και άλλους αριστοκράτες του πνεύματος, αλλά κατ' ουσίαν παραμένει καράβλαχος.

Δ.Π.: Αυτοκτονημένος

  1. Στη συνδιάσκεψη των Βρυξελών ξεχώριζαν ο Καραμανλής και ο Ερντογάν ως μπαστουνόβλαχοι.

  2. - Τον είδες το Μήτσο; Τι φοράει, ρε μαλάκα, το άτομο; Γιλέκο χωρίς γραβάτα!
    - Μπαστουνόβλαχος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified