Selected tags

Further tags

Πουκάμισο συνήθως χαβανέζικο, αμφιβόλου αισθητικής το οποίο συνηθίζει να φοράει ο συμπαθής ηθοποιός με τα νεύρα τσατάλια. Το λέμε για να τονίσουμε την κακογουστιά.
Το πουκάμισο «Γιώργος Κωνσταντίνου» φοριέται μονάχα άμα πας διακοπές στην Καραϊβική, Μπαχάμες, Χαουάη κ.λπ.
Οπουδήποτε αλλού σε κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη σου.

- Ρε Ερρίκος να το πάρω;
- Καλά είσαι μαλάκας ρε Φώντα; Πουκάμισο «Γιώργος Κωνσταντίνου» θα πάρεις;;; Δεν βλέπεις ότι φούξια ανανάδες με κίτρινες φοινικιές σε ροζ φόντο δεν παλεύεται με τίποτα; Απαπαπα. Καλύτερα να κυκλοφορείς γυμνός.

Το φόρεσε και ο Αdrianno Celentano (από allivegp, 12/08/11)Το φόρεσε και ο Αdrianno Celentano (από allivegp, 12/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καθωσπρέπει κυράτσα. Αυτή η οποία προσέχει την εμφάνισή της.

- Όμορφη είσαι σήμερα Καίτη μου!
- Ε αφού ξέρεις Θωμαή! Είμαι κοκέτα!

Λυσιστράτη. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς, Τ. Αποστολίδη και Γ. Ακοκαλίδη. (από patsis, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καλοσχηματισμένα και σχετικά ευμεγέθη γυναικεία οπίσθια.

- Πωωωω! Κοίτα μια κωλάθρα που ανέβηκε στο στεπ!
- Πςςςςς! Πάνε κι έρχονται τα κωλομάγουλα!
- Ωραίο πράμα το γυμναστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή και ως φώκια, μπαζούκας, αστροπελέκι ή οξαποδώ, η γυναίκα αυτή προκαλεί σάλο και σάλιο στο πέρασμά της. Όποιος έχει βιώσει αυτό το συναίσθημα καταλαβαίνει πως η κατάσταση δεν είναι για γέλια.

Η λέξη προέρχεται από τα γνωστά σε όλους μας dwarfs, αλλά και τα αγαπημένα μας ξωτικά (elves). Ένα ουσιαστικό που δηλώνει πως αυτό το σπάνιο είδος γυναίκας (πάλι καλά) μέσα σε όλα τα προτερήματα που το χαρακτηρίζουν είναι και ένα κι ένα milko, ψωμωμένη, με σπυράκια και μυτερό αυτί, σαν τον Ντάνι Ντεβίτο στη συγκλονιστική ερμηνεία του «Πιγκουίνου» στο Μπάτμαν.

Ετυμολογία λεξης:
dwarf + elf => Dwelf => Ντουέλφ (μεταφρασμένο σε γαμάτα ελληνικά)

Έκτορας: - Πωπω φίλε... αυτή η Μαρία-Χριστίνα δεν βλέπεται...
Γιώργος: - Πραγματικά... σωστό ντουέλφ είναι τρομάρα της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λατινογενής λέξη που απαντάται στην αγγλική γλώσσα ως creature.

Γυναικοειδές που με την εμφάνισή του και μόνο σε κάνει να αμφιβάλλεις για το εάν υπάρχει δικαιοσύνη σ' αυτόν τον κόσμο. Τερατώδες και συνάμα απαράδεκτο αυτό το «θαύμα» της φύσεως απαντάται δυστυχώς παντού και κινείται συνήθως σε αγέλες, τις κριτσουρίες.

Κοινό χαρακτηριστικό: η ασχήμια.

Λεοπόλδος: -Πω ρε φίλεεεε... τι μπαντόφλα είναι αυτή... Δεν βλέπεται η κοπελιά... Σκέτο κρίτσουρ.

Ιωακείμ: -Πού να κουβαλήσει μαζί της και τη λοιπή κριτσουρία..

Got a better definition? Add it!

Published

Το κατώτερο ζωικό είδος Χαζογκόμενους Ξάνθους Ξάνθους, συγγενές με την αμοιβάδα, που απαντάται σε πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές και που αναπαράγεται σαν κουνέλι, δυστυχώς όμως δεν είναι εξίσου νόστιμο. Το κυνήγι του ζώου αυτού επιτρέπεται όλο το χρόνο επειδή ο πληθυσμός του έχει αυξηθεί υπερβολικά και απειλεί την καλλιέργεια του τόπου (την πνευματική).

-Ε ρε φίλε, γέμισε η τηλεόραση ξούρλα.
-Μόνο η τηλεόραση;; Όλος ο κόσμος ρε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξανθό στο μαλλί των μελαχρινών, είτε ως ανταύγεια είτε ως βαφή, το οποίο στο συγκεκριμένο τύπο γυναίκας δεν ταιριάζει «ούτε με ενέσεις». Κλασσικό παράδειγμα «γουστέλλειψης». Απαντάται σπανίως και σε άνδρες.

- Περίμενα κι εγώ τη Θεά που θα'ρχόταν μαζί με τον Μπάμπη.. Κι σκάει μια μ'ένα μαλλί ξανθεμετί... δράμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν το πολυφορεμένο ρούχο έχει αρχίσει να αλλάζει δραματικά χρώμα και να φωνάζει: «Θέλω πλυντήριο! Θέλω πλυντήριο!» Συγγενές του «βρωμυλί».

Ρε Γιάννη, πλύν'το καμμιά φορά αυτό το πουκάμισο. Μπλε ήταν και πλυντηρί κατάντησε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατσούμπαλος και συνάμα υπέρβαρος άνθρωπος (ασχέτου φύλου), που σου πατάει το πόδι στις πιο άκαιρες στιγμές. Στο λεωφορείο, στο τρόλλεϋ, στην ουρά μιας υπηρεσίας κ.α.

Κι ενώ χάζευα τη μικρούλα στη διπλανή θέση, μου ρίχνει μια πατημασιά ένας ποδοστρωτήρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρωπόμορφο ον ενδεδυμένο με γούνα ζώου, που ανεξήγητα κατοικεί στο άστυ αντί για τις βουνοπλαγιές της Πίνδου. Συνήθως απαντάται σε θηλυκό...

- Τι τά' θελα εγώ τα μέγαρα μουσικής;; Ίσα με 50 γουνίσιες είχε εκεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified