Selected tags

Further tags

Η μη εμφανίσιμη κοπέλα. Το μπάζο, η πατσαβούρα, η παντζούρω.

- Πάμε να φύγουμε από 'δω, όλο σαύρες κυκλοφορούν, ούτε μια ωραία δεν έχω δεί.

Βλ. και λίζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και σφιχτερμάνος, κατά το πολισμάνος. Ο σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, φουσκωτός. Ο πολύ γυμνασμένος και συνήθως με λίγο μυαλό. Δουλεύει πόρτα στο μαγαζί της γειτονιάς για να πληρώνει τις κρεατίνες του.

Της την πέφτω και μετά από λίγο σκάει ο γκόμενός της, ένας σφίχτερμαν, και την κάνω με ελαφρά...

Βλ. και μπρατσορακέτας, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού mullet. Η μακριά πίσω και κατά προτίμηση κοντή μπροστά κόμη, η χαίτη. Χαρακτηριστικό των ανδρών στα 80s, των hillbillys και των μεταλλάδων.

Χαχα! Πού πας ρε με το μουλέτι; Σε πάγο σε είχανε;;!

Σεβασμός!... (από vikar, 10/12/08)(από jesus, 24/10/11)

Σύγκρινε με μοϊκάνα.

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό, δες και χαιταίος

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταλλάδικη / βλαχοαμερικάνικη / 80's χαίτη, το μουλέτι.

Κοίτα ένα χαιτικό ο τύπος! Κλάνει μαλλί στην κυριολεξία!

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό, δες και χαιταίος

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων έναν τον όρχι.

- Κι εκεί που έπαιζε μπάσκετ, του στρίβει το ένα αρχίδι, και τελικά του το κόψανε με εγχείρηση...
- Τι λε ρε παιδί μου... μονάρχης δηλαδή ε...

Monarch (από Vrastaman, 30/07/08)Μονάρχης και ο Steve του Sex & the City. Μ\' ένα αρχίδι την γκάστρωσε τη Μιράντα ο πούστης! (από Hank, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χοντρός, κοιλαράς, πλαδαρός, χοντρολίπαρος.

- Σταμάτα να τρως επιτέλους, έχεις γίνει μπουχέσας!

O μπουχέσας του Texas (από jesus, 11/07/08)

Βλ. και πεπόνιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσχημη γκόμενα, η πατσαβούρα. Λέμε και υπερμπάζο αλλά και τρίμπαζο.

- Καλά είναι σοβαρός ο Μιχάλης; Τα έφτιαξε με την Σούλα, το υπερμπάζο;

Μην τα πετάτε τα μπάζα στην είσοδο. Είπα. (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος, ειδικά όταν είναι μεγάλου μεγέθους.

- Σου λέω διαγραφόταν καθαρά η κρεατόβεργά του, χρυσή μου!

Βέργα (από GATZMAN, 03/02/09)Γυναίκα πάει να ευνουχήσει τσοχανταραίο που της αρπαξε την κόρη της για παστάκι (από GATZMAN, 03/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χειρότερη. Απο το «χάλι» και «καλλίτερη».

Πολύ χάλι η γκόμενα -- η χαλίτερη του μαγαζιού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απομάκρυνση, με απαρατήρητο τρόπο, συνήθως έπειτα από κάποιο γεγονός που μας φέρνει σε δύσκολη θέση.

Όταν αρχίζουν να σφίγγουν οι κώλοι, ο Μάκης πάντα την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια.

(από patsis, 16/01/12)

Βλ. και έγινα φιδίσιος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified