Selected tags

Further tags

Ο τύπος ο οποίος έχει το μαλλί του ράστα σηκωμένο καρφάκι, σε μέγεθος τηγανιτής πατάτας.

- Δες μαλλί ο τύπος! Σαν τηγανιτή πατάτα είναι.
- Σκέτος φριτέζας!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεκροθάφτης ή κατ' επέκτασιν αυτός που δουλεύει στον χώρο της εργολαβίας κηδειών (π.χ. ο ιδιοκτήτης γραφείου κηδειών, αυτός που τραγουδάει σε κηδείες κτλ). Προφανώς λέγεται κοράκι όχι μόνο για το μαύρο κουστούμι που απαραίτητως φοράει, αλλά και επειδή όποτε πεθαίνει κάποιος, αυτός έχει δουλειά (όπως τα κανονικά κοράκια δηλαδή).

- Φίλε ξέρεις τι λεφτά καθαρίζει ο Σωτήρης;
- Ποιος, το κοράκι;
- Ναι ρε, η πιο σίγουρη δουλειά σου λέω... Αφού με τους σεισμούς του '81 έχτισε πολυκατοικία ο Σωτηράκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτός που γελάει όλη την ώρα, ο γελαστός. Χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, αλλά και ως επίθετο.

- Πολύ γελαδερό παιδί αυτός ο Γιάννης...
- Το χαμόγελο της Colgate!

Ο γελαδερός Γιάννος με το χαμόγελο της Colgate (από allivegp, 24/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Pretty Huge Dick.

Εκτός από το γνωστό διακριτικό των διδακτορικών αποφοίτων, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι κάτοχος πολύ μεγάλου πέους.

- Ρε κοπελιά πάμε για κανένα καφεδάκι;
- Ρε συ τι λες τώρα;! Εδώ σου λέω έχω P.h.D. στα χέρια μου και θα τρέχω για πουρνάρια;

Βλ. και Ph.D.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρομοίωση που περιγράφει γλαφυρά φάτσα τύπου, χοντρού κατά προτίμηση, που τον έχει αρπάξει άσχημα ο ήλιος.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα μέρη του σώματος - π.χ. για το σβέρκο, εξ ου και οι Αμερικάνοι rednecks.

Επίσης, ενστικτώδης αντίδραση σε φάση που τύπος, επίσης χοντρός κατά προτίμηση, σκάει μύτη μπροστά μας έχοντας απροειδοποίητα ξυρίσει το μουστάκι.

  1. Στοργική μητέρα 1: - Κωστάκη, έλα δω να σου βάλω πασαλειψατέρ. Θα σε βαρέσει ο ήλιος μεσημεριάτικα, σαν της μαϊμούς τον κώλο θα γίνεις.

  2. Στοργική μητέρα 2: - Αχ, παιδάκι μου, γιατί το ξύρισες; Σαν της μαϊμούς τον κώλο έγινες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα, η οποία μόλις έχει φορέσει ένα καταπληκτικό συνολάκι πράσινου χρώματος και περιφέρεται περήφανη και έτοιμη για ό,τι προκύψει (η γκόμενα σε αυτή την περίπτωση είναι ένα μπάζο και μισό).

- Καλώς την Χριστίνα! Ρε πώς είσαι έτσι;; Τι ντύθηκες, πρασόριζο;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πανέμορφος, αλλά γεμάτος θηλυπρέπεια τύπος που στην αργκό το «ζυγίζει το λουκουμάκι»!!

- Ρε τον ντιγκιντάγκαρ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος ο οποίος έχει αφήσει αντί για μούσι ένα χαλί!! Έχει να πλυθεί κάτι βδομάδες και πάνω απ' όλα είναι μ ε τ α λ λ ά ς !!

- Πώς έγινε έτσι το μουστάκι σου; Σαν τον Μουσταφά Χαλίλ είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι επιφώνημα θαυμασμού για μια γυναίκα με τρομερές καμπύλες, και επειδή δεν μπορούμε να φωνάξουμε «ρε τι κωλάρα είσαι εσύ;;», λέμε «α ρε κωλάρα Κροφτ!»

Συμπεριλαμβάνεται βέβαια και η γνωστή ηθοποιός Angelina Jolie από την οποία πάρθηκε η λέξη αυτή.

- Ρε μαλάκες κοιτάξτε μια γκομενάρα!
- Πω ρε είναι και πολύ κωλάρα Κροφτ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τεράστιο στόμα που στο πέρασμά του καταπίνει τα πάντα. Χρήσιμο για την περιγραφή όντως μεγάλων στομάτων, αλλά και στομάτων που ανεξαρτήτως μεγέθους παίζουν Α' Εθνική από πλευράς ταχύτητας και όγκου τροφής / ποτού που καταλήγει στο οικείο στομάχι.

- Για στα ρε Φώντα. Έχεις ανοίξει την καταπιόνα και δε σταματιέσαι. Άσε και κανα κοψίδι για μας ρε απατεώνα...
- Νταξναούμ, μη βαράτε ρε μάγκες.

(από acg, 30/04/08)(από acg, 30/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified