Selected tags

Further tags

Το κατώτερο ζωικό είδος Χαζογκόμενους Ξάνθους Ξάνθους, συγγενές με την αμοιβάδα, που απαντάται σε πρωινές τηλεοπτικές εκπομπές και που αναπαράγεται σαν κουνέλι, δυστυχώς όμως δεν είναι εξίσου νόστιμο. Το κυνήγι του ζώου αυτού επιτρέπεται όλο το χρόνο επειδή ο πληθυσμός του έχει αυξηθεί υπερβολικά και απειλεί την καλλιέργεια του τόπου (την πνευματική).

-Ε ρε φίλε, γέμισε η τηλεόραση ξούρλα.
-Μόνο η τηλεόραση;; Όλος ο κόσμος ρε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λατινογενής λέξη που απαντάται στην αγγλική γλώσσα ως creature.

Γυναικοειδές που με την εμφάνισή του και μόνο σε κάνει να αμφιβάλλεις για το εάν υπάρχει δικαιοσύνη σ' αυτόν τον κόσμο. Τερατώδες και συνάμα απαράδεκτο αυτό το «θαύμα» της φύσεως απαντάται δυστυχώς παντού και κινείται συνήθως σε αγέλες, τις κριτσουρίες.

Κοινό χαρακτηριστικό: η ασχήμια.

Λεοπόλδος: -Πω ρε φίλεεεε... τι μπαντόφλα είναι αυτή... Δεν βλέπεται η κοπελιά... Σκέτο κρίτσουρ.

Ιωακείμ: -Πού να κουβαλήσει μαζί της και τη λοιπή κριτσουρία..

Got a better definition? Add it!

Published

Γνωστή και ως φώκια, μπαζούκας, αστροπελέκι ή οξαποδώ, η γυναίκα αυτή προκαλεί σάλο και σάλιο στο πέρασμά της. Όποιος έχει βιώσει αυτό το συναίσθημα καταλαβαίνει πως η κατάσταση δεν είναι για γέλια.

Η λέξη προέρχεται από τα γνωστά σε όλους μας dwarfs, αλλά και τα αγαπημένα μας ξωτικά (elves). Ένα ουσιαστικό που δηλώνει πως αυτό το σπάνιο είδος γυναίκας (πάλι καλά) μέσα σε όλα τα προτερήματα που το χαρακτηρίζουν είναι και ένα κι ένα milko, ψωμωμένη, με σπυράκια και μυτερό αυτί, σαν τον Ντάνι Ντεβίτο στη συγκλονιστική ερμηνεία του «Πιγκουίνου» στο Μπάτμαν.

Ετυμολογία λεξης:
dwarf + elf => Dwelf => Ντουέλφ (μεταφρασμένο σε γαμάτα ελληνικά)

Έκτορας: - Πωπω φίλε... αυτή η Μαρία-Χριστίνα δεν βλέπεται...
Γιώργος: - Πραγματικά... σωστό ντουέλφ είναι τρομάρα της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα καλοσχηματισμένα και σχετικά ευμεγέθη γυναικεία οπίσθια.

- Πωωωω! Κοίτα μια κωλάθρα που ανέβηκε στο στεπ!
- Πςςςςς! Πάνε κι έρχονται τα κωλομάγουλα!
- Ωραίο πράμα το γυμναστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καθωσπρέπει κυράτσα. Αυτή η οποία προσέχει την εμφάνισή της.

- Όμορφη είσαι σήμερα Καίτη μου!
- Ε αφού ξέρεις Θωμαή! Είμαι κοκέτα!

Λυσιστράτη. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς, Τ. Αποστολίδη και Γ. Ακοκαλίδη. (από patsis, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουκάμισο συνήθως χαβανέζικο, αμφιβόλου αισθητικής το οποίο συνηθίζει να φοράει ο συμπαθής ηθοποιός με τα νεύρα τσατάλια. Το λέμε για να τονίσουμε την κακογουστιά.
Το πουκάμισο «Γιώργος Κωνσταντίνου» φοριέται μονάχα άμα πας διακοπές στην Καραϊβική, Μπαχάμες, Χαουάη κ.λπ.
Οπουδήποτε αλλού σε κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη σου.

- Ρε Ερρίκος να το πάρω;
- Καλά είσαι μαλάκας ρε Φώντα; Πουκάμισο «Γιώργος Κωνσταντίνου» θα πάρεις;;; Δεν βλέπεις ότι φούξια ανανάδες με κίτρινες φοινικιές σε ροζ φόντο δεν παλεύεται με τίποτα; Απαπαπα. Καλύτερα να κυκλοφορείς γυμνός.

Το φόρεσε και ο Αdrianno Celentano (από allivegp, 12/08/11)Το φόρεσε και ο Αdrianno Celentano (από allivegp, 12/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε ότι κάποιος είναι τραγικά κοντός. Συνώνυμο του «ένα κι ένα milko», «ζουμπάς», «κοντοπίθαρος».

Η κοπέλα ήταν τραγικά κοντή. Πρέπει να βρωμάγαν ποδαρίλα τα μαλλιά της!

Got a better definition? Add it!

Published

Είδος γυναίκας το οποίο κατέχει αισθητική και ομορφιά γ' κατηγορίας και μπορεί μόνο να δουλέψει σα μανεκέν/μοντέλο για μπουζόκλειδα, βλαχοπρίονο, τηγάνι τεπανιάκι. Οτιδήποτε κιτς της ταιριάζει. Είναι επίσης ιδανική για οποιαδήποτε περίπτωση διαφήμισης για το ΠΡΙΝ παράθυρο/περίπτωση.

-Την είδες την καινούργια τύπισσα που χτύπησε ο Τάκης από το chat;
-Όχι για πες...
-Τρομερό μπουζόκλειδο, άμα παντρευτούνε ποτέ, μόνο τον Τάκη θα φιλάνε οι καλεσμένοι.

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτικός (καλαματιανός) τρόπος να αποκαλέσει κανείς την πολύ όμορφη γυναίκα μικρής σχετικά ηλικίας. Συνώνυμες λέξεις: γκομενάκι, πατουράκι, τσουλάκι.

-Πολλά τζα το μαγαζί ρε φίλε ε;
-Τσι πουτάνας γίνεται. Για πολύ γκότζα κολίτζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παντόφλα συνήθως πλαστική, που συγκρατείται από δύο λουριά σχήματος V (διχάλα), των οποίων η γωνία περνάει μεταξύ του μεγάλου δάχτυλου και του αντίστοιχου δείκτη του ποδιού, χωρίζοντας τελικά τα δάχτυλα των ποδιών σε ένα και τέσσερα. Προφέρεται «διχάλα ένα τέσσερα».

1-4

Φοριέται κυρίως στο σπίτι και την παραλία από άνδρες και γυναίκες. Τελευταία εμφανίζονται και κυριλέ μοντέλα, π.χ. από δέρμα, αποτελώντας πιο επίσημο υπόδημα. Πολλοί θεωρούν τις διχάλες 1-4 θηλυπρεπείς, κι επιμένουν στη χρήση κλασσικής παντόφλας τύπου 5-0 από άνδρες (βλ. εικόνα). Ωστόσο, η διείσδυση της 1-4 στο ανδρικό κοινό γνωρίζει μεγάλα ποσοστά, άνευ προηγουμένου.

5-0

Η «διχάλα» προκύπτει απ' το σχήμα των λουριών που δένουν στο πόδι. Το «1-4» προκύπτει απ' τον χωρισμό των δακτύλων. Ωστόσο πολλοί ειδικοί (στιλίστες, ποδίατροι, συντάκτες του STAR channel κ.λπ.) που έχουν πάρει τη δουλειά τους πιο σοβαρά απ' τον υπόλοιπο πλανήτη υποστηρίζουν πως ο όρος «1-4» δεν καλύπτει παρά ένα υποσύνολο των περιπτώσεων, και πως η φορμαλιστική ονομασία της παντόφλας θα έπρεπε να είναι:

διχάλα «1-ν», για ν = μ-1, όπου μ ο αριθμός των δακτύλων του ποδιού

καλύπτοντας έτσι θύματα ατυχημάτων, τερατογενέσεις και άλλες δυσμορφίες.

1-ν

Η διχάλα 1-4 λέγεται και εκ παραδρομής σαγιονάρα, στα ιαπωνικά Sayōnara που σημαίνει αντίο, από τίτλο κινηματογραφικής ταινίας στην οποία οι πρωταγωνιστές φορούσαν τέτοιες παντόφλες. Στα αγγλικά λέγεται flip-flop, από τον ήχο που προκαλείται περπατώντας με τέτοιες παντόφλες.

-Και γιατί φάγατε πόρτα;
-Αφού ο μαλάκας ο Λέλος έσκασε στο μεταλάδικο με διχάλα 1-4, πώς να μη φάμε; Και ξέρεις ε, στα μεταλάδικα οι γυναικωτοί δεν συγχωρούνται. Μόνο η αντρίλας και η βαρβατίλας επιτρέπονται! Αμ πως...

(από AN21, 06/01/10) (από allivegp, 29/04/10)

Βλέπε και παντόφλα στρινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified