Αγκαθωτός ξερός σπόρος ποώδους φυτού που μεταφέρεται "κολλώντας" στο τρίχωμα των ζώων.
Γέμισε τριβέλια το σκυλί και άντε να τα βγάλεις.
Αγκαθωτός ξερός σπόρος ποώδους φυτού που μεταφέρεται "κολλώντας" στο τρίχωμα των ζώων.
Γέμισε τριβέλια το σκυλί και άντε να τα βγάλεις.
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος που είναι ανήσυχος, δεν μπορεί να κάτσει σε μια θέση.
Τριβέλια έχεις στο πισινό σου και δεν μπορείς να σταθείς;
Got a better definition? Add it!
Ή αχαμνοξύστης. Ότι προτιμάτε :)
Ξύνω χαμηλά (κοινώς στα άχαμνα). Είμαι δηλαδή ξυσαρχίδας. Φυσικά, δεν χρειάζεται να είμαι ΔΥ για να τα ξύνω.
Είναι η πιο ευγενική εκδοχή, καθώς δεν περιλαμβάνει το "πρόθεμα" αρχιδ-
Οι φοροχωροφύλακες χρειάζονται ζεστό αίμα (ευρώ) για να πληρώσουν τα δανεικά στα αφεντικά τους, τα χιλιάδες ρουσφέτια, τους δεκάδες χιλιάδες αχαμνοξύστες και τις προεκλογικές σπατάλες της κάθε κυβέρνησης, αλλά μένουν με τα ντουβάρια στο χέρι (βλ. κτήρια Γαβαλά σε Κολωνάκι και Κορωπί (*))
Got a better definition? Add it!
Είμαι καταπληκτικός, άπαιχτος, ανεπανάληπτος, σπέρνω!
Το καινούργιο των Parkinsons τα σπάει, ειδικά η διασκευή Bανδή.
Got a better definition? Add it!
Τη λέω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον.
- Αφού είσαι βλακάκος...
- Μη μου την μπαίνεις έτσι τώρα ρε μαλάκα!
Got a better definition? Add it!
Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.
Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.
Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πυροβολώ.
Σκηνή από οποιαδήποτε, αστυνομική ή γκανγκστερική ταινία:
«Μην κουνηθείς, μην κουνηθείς γιατί σ' την άναψα!» (με παρατεταμένο το όπλο)
Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με κόβει η πείνα. Η πολύ μεγάλη πείνα. Με κόβει λόρδα.
Έξι ώρες ταξίδι και δεν ήθελε να σταματήσουμε να τσιμπήσουμε τίποτα. Με είχε κόψει αλλά τι να κάνω, δεν σήκωνε κουβέντα!
Got a better definition? Add it!