Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από άτομα που έχουν κάνει χρήση ουσιών. Επίσης χρησιμοποιείται και όταν κάποιος πλήττει από βαρεμάρα.

- Μάγκα μου πολύ πρηξαρχίδω η καινούρια καθηγήτρια. Δυο ώρες μιλάει συνεχόμενα.
- Άσ' τα, την έχω ακούσει.

(από Khan, 30/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σίγουρη η αίσια έκβαση του εγχειρήματος. Το κατέχεις σε πολύ μεγάλο βαθμό. Είσαι μεγάλος. Είσαι κάστορας και στα τσιμπούκια μάστορας. Θα πετύχεις το σκοπό για τον οποίο σε αβαντάρουμε.

Φράση μάλλον μπασκετική, που πέρασε και στην καθημερινότητα. Οι εκφωνητές αναφέρονταν στο αν θα ευστοχήσει ο παίκτης ή όχι, βάση των στατιστικών του. Χαρακτηριστική φράση ήταν για παράδειγμα «από αυτή την απόσταση το έχει το σουτ», που σήμαινε ότι συνήθως δεν αστοχεί από τη συγκεκριμένη απόσταση.

Στο πρώτο πρόσωπο χρησιμοποιείται για να δώσουμε σιγουριά στον συνομιλητή (ο οποίος, για κάποιο λόγο, την χρειάζεται), ότι είμαστε εξπέρ σε κάποιο τομέα. Σε δεύτερο πρόσωπο το λέμε συνήθως για να πωρώσουμε κάποιον, που πάσχει από έλλειψη αυτοπεποίθησης, ενώ δεν θα έπρεπε.

Η σλανγκιά πέραν της χρήσης της έκφρασης, έχει να κάνει με τον πλεονασμό (στην σύνταξη), δηλαδή βάζουμε την αντικατάσταση, αλλά μετά βάζουμε και το αντικείμενο που αντικαταστήσαμε. Ένας πλεονασμός που δένει νοηματικά με τη σιγουριά και την πώρωση που αναφέρθηκαν παραπάνω.

  1. - Ρε μαλάκα, αυτή απέναντι με κοζάρει ώρα τώρα. Είναι Γαλλίδα. Προηγουμένως πέρασα από εκεί και την άκουσα.
    - Ωραία φαίνεται. Τον έχει τον ευρωπαϊκό αέρα της. Γιατί δεν πας να της μιλήσεις, να εξασκήσεις και τα s'il vous plaît;
    - Κωλώνω λιγάκι.
    - Έλα μωρέ, αφού το έχεις το γαλλικό! Τράβα να τιμήσεις τη φήμη του έθνους! Την έχεις τη γκόμενα που σου λέω. Κοντεύει να στραβολιγκιάσει η κοπέλα, όση ώρα μιλάμε. Τώρα το πρόσεξα κι εγώ.

  2. - Σκέφτομαι να αρχίσω να πουλάω πράγματα μέσω διαδικτύου. Αλλά πρέπει να βρω κάποιον που να ξέρει.
    - Με προσβάλλεις... Τι κάνουμε εμείς; Κριτσίνια σπάμε;
    - Δεν μου είχες πει ότι ασχολείσαι. Και ξέρεις καλά;
    - Στηρίξου πάνω μου. Το έχω σου λέω. Τελειώνω τώρα το σάϊτ ενός φίλου και μετά πιάνω εσένα.

  3. - Μαστρο Ντίνο, ποιος θα ανέβει στο στύλο της ΔΕΗ;
    - Ο Σαράντος.
    - Το έχει;
    - Σπάιντερμαν τον λέμε. Κάτσε να δεις. Ρεεε Θύμιο, φώναξε μου τον σπάιντερμαν σε παρακαλώ.

(από electron, 22/09/09)

βλ. και λήμμα τό 'χω περασμένο για την σημασία που δίνεται προς το τέλος του ορισμού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Προορισμός νυχτερινής εξόδου. Συναντάται κυρίως ως ερώτηση «για πού την έχεις;»

Πέραν την αποκοπής της τελευταίας συλλαβής και κυρίως ο τονισμός της εναπομείνασας προ/παροξύτονης, που ακούγεται σαν γαλλικά (π.χ. η κληρού στο ναυτικό, καλημέ στα τσακώνικα, βλ. και εφτά νομά σ’ ένα δωμά, πώς να μπορέ να κλείσω μά κλπ, ενώ μετάφρα / η απόφα στα κουτσαβάκικα κλπ), το οποίον υφίσταται και στην ισπανοϊταλική (π.χ. profe στα ιταλικά αντί professore, porfa στα ισπανικά αντί porfavor, όπως και por αντί porque) ή των πρώτων συλλαβών (αναΐς < Παναής, λέας < εισαγγελέας κλπ), πλείστες εκφράσεις της ελληνικής αναφέρονται σε κάποιο θηλυκού γένους αντικείμενο-κατηγορούμενο, το οποίον συνήθως ελλείπει ή τρέπουν σε θηλυκό ένα αρσενικό ουσιαστικό ή επίθετο (π.χ. η προεδράρα / την κορόιδα μου κάνεις; / Πρωτάρα είσαι; κλπ). Π.χ.

  • Την έχω γαμήσει / βάψει
  • την έχω κάτσει (εδώ εννοείται μάλλον η βάρκα)
  • την έχω δει, την είδα
  • την άκουσα
  • την κάνω
  • είμαι στην ψαχτική (ψάχνομαι)
  • τηλεφωνική (χρησιμοποιείται με τα ρήματα ξηγιέμαι / σκάω / πέφτει κλπ), κ.ο.κ.

    Συνήθως αυτές οι εκφράσεις συμπληρώνονται νοηματικά κάπως αόριστα με τις λέξεις φάση / κατάσταση / ιστορία κλπ, όπως και οι λίγες ελλειπτικές σε ουδέτερο (βλ. το’ χεις ξεφτιλίσει, το γαμήσαμε και ψόφησε, το συζητάμε, να το τραγουδήσουμε, ζωγράφισέ το κλπ) με τις λέξεις θέμα / παραμύθι / κέρατο / πράγμα κλπ.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το ίδιο γίνεται και στις ελλειπτικές εκφράσεις της ιταλικής και ισπανικής, π.χ.

  • La has cagao (ισπανικά = τη γάμησες)
  • Te la comes (ισπανικά = τον ήπιες -εδώ εννοείται ο πούτσος σε θηλυκό δηλ. την έφαγες την ψωλιά).
  • Me la facio (ιταλικά = την κάνω), κλπ.

    Τώρα, περί ποίας γυναικός ο λόγος, απορία μουεζίνου βήξ...

Τέλος, χρησιμοποιούνται ειδικά στην ιδιαίτερα ειρωνική κι επιθετική πατρινιά αργκό (π.χ. η έκφραση «τί έχουμε;» με ταυτόχρονη ημιπεριστροφή του καρπού με προτεταμένο αντίχειρα και δείκτη, ακολουθούμενη σχεδόν πάντα από κλωτσομπουνίδι), εκτός από την εκτεταμένη χρήση του θηλυκού αντικειμένου-κατηγορουμένου ή ουσιαστικοποιημένου επιθέτου και οι μεμονωμένες λέξεις-προσφύματα «για» / «σε» / «ότι», σε ελλειπτικές αργκοτικές προτάσεις. Π.χ.

  • Σοβαρή; / σε σοβαρή; (Αντί «σοβαρά;»)
  • Σε δεκάλεπτη (αντί «σε περιμένω σε ένα δεκάλεπτο»)
  • Σε πολλά γέλια
  • Σε σχέδια (=κάνω παιχνίδι)
  • Ότι μάγκας κι έτσι (ειρωνικά)
  • Ότι τί; (επιθετικά)
  • Ότι; (τί μου λες τώρα;)
  • Ότι ας πούμε; Ότι τέλος πάντων; Ότι ξέρω ‘γω; (ειρωνικά για τον και καλά)
  • Για κλωτσές (λέγεται και αλλού)
  • Για κατακέφαλα (όπως λένε), κλπ.

    Υπάρχει και ρεμπέτικο τραγούδι, που περιλαμβάνει την ελλειπτικότατη πρόταση «...για να μαύρο...», παραλείποντας αυτήν τη φορά το ίδιο το ρήμα (=για να πιώ), που δημιουργεί ευτράπελους συνειρμούς κλίσης του ρήματος (εγώ μαύρω, εσύ μαύρεις κλπ), όπως Κολοκοτρώνω, Κολοκοτρώνεις, Κολοκοτρώνει κλπ (βλ. «Πολίτικη κουζίνα»)!

Όλα τούτα βέβαια, είναι ένα γλωσσικό παιχνίδι λιτότητας-ελλειπτικού λόγου, όπου τα ευκόλως εννοούμενα (για τους μεμυημένους) παραλείπονται. Δεν είναι πάντα έτσι όμως. Ο αμερικάνος στο Μιλγουώκι, είχε φάει τέτοιο σκάλωμα με μια Wendy, που χτύπησε ταττού τ’ όνομά της στον πούτσο του. Όταν σε κάποιο δημόσιο ουρητήριο όμως, πήρε το μάτι του την ψωλή ενός νέγρου, που κατουρούσε παραδίπλα κι είχε ένα W στην αρχή κι ένα Y στο τέλος, θόλωσε απ’ τη ζήλια του, αφού νόμισε πως η γκόμενά του τον απατούσε (πόσες Γουέντες έχει στο Μιλγουώκι;) και ζήτησε απ’ τον τύπο να καθαρίσει τη θέση του. Ο μαύρος τότε αμίλητος, τσίτωσε την ζαρωμένη επιδερμίδα της τσαπούς του, που έγραφε «Welcome to the Bahamas-have a nice holidaY»!

- Άλα της! Τί παλτουδιά μου’ σαξες αγορίνα μου; Για πού την έχεις;
- Είμαι για πάρτυ στης Βέας, έρχεσαι; Είναι ανοιχτό!
- Σε παρτάκι; Μέσα!

Το συγκρότημα Yo la tengo (=την έχω. Λέγεται ότι προέκειψε από σχετική αναφώνηση παίχτη baseball που πήγαινε να πιάσει μπαλιά) (από Jonas, 19/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο, όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάποιος το έχει παρακάνει, εξ ου και το γαμήσι μέχρι θανάτου που είναι υπερβολή. Κανείς δεν γαμάει μέχρι να πεθάνει η/ο παρτενέρ του.

Ενίοτε το λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι έχουμε μπλέξει . Το να γαμάς μέχρι να πεθάνει είναι πρόβλημα. Τι θα κάνεις μετά;

Παράδειγμα 1:
- Ρε Γιάννη τι θα γίνει; Όποτε θα φέρνεις γκόμενα στο σπίτι μου θα το κάνεις πουτάνα; Έλεος! - Εντάξει μωρέ, για το βούτυρο στα σεντόνια λες; - Ναι ρε μαλάκα, άδειασες όλο το βιτάμ στο κρεβάτι, φτάνει, το γαμήσαμε και ψόφησε

Παράδειγμα 2:
- Μαλάκα γράφουμε μαθηματικά την επόμενη ώρα! - Τώρα μάλιστα, το γαμήσαμε και ψόφησε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα νταιμένσιον 2 σε 1. Πώς λέμε εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ, τέτοιο πράμα.

Το ρήμα «πιάνω» είναι ούτως ή άλλως πολυδιάστατο, αφού μπορεί να αναφέρεται σε κάτι απτό (πιάνω το πουλί μου) ή σε κάτι αφηρημένο (πιάνω το νόημα). Όταν λέμε, «τα πιάσαμε», ανάλογα με το αν ακολουθεί κάτι ή όχι, αλλάζει η σημασία:

α. «Τα πιάσαμε»: πήραμε μίζα, όχι απαραίτητα από την Miesens. Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές.

β. «Τα πιάσαμε τα λεφτά μας»: Ρεφάραμε και καλά, αλλά με σαρκαστική διάθεση. Μας συνέβη κάτι που ολοκλήρωσε την ήδη αρνητική πορεία μίας κατάστασης. Απαντάται και στη μορφή τα βρήκαμε τα λεφτά μας.

  1. - Καλά, είστε εντελώς άμπαλοι ρε πούστη μου. Γιατί δεν το κλείνετε το μαγαζί;
    - Τι άμπαλοι ρε άσχετε; Αν δεν τα είχε πιάσει ο μαλάκας ο λάιτσμαν που μας φλόμωσε στο οφσάιτ και καλά, θα σας είχαμε πετάξει τρία μπαλάκια για πλάκα.
    - Καλά, τραγούδα...

  2. - Πού χάθηκες ρε δικέ μου; Σου συνέβη τίποτα;
    - Όλα διαλύονται γύρω μου... Γι' αρχή, μ' έστειλε η ακατανόμαστη, το ξέρεις. Προχθές με φώναξε ο διευθυντής μου και μου 'πε ότι αν δεν βγάλω τους στόχους μέχρι το τέλος του χρόνου, παίρνω το μπούλο. Και σα να μην έφταναν αυτά, με πήραν από το ιατρικό προχθές τηλέφωνο και μου λένε «μπορείτε να περάσετε από εδώ παρακαλώ;» και λέω γω «ωχ, τα πιάσαμε τα λεφτά μας - για να μη μου λένε απ' το τηλέφωνο θα είναι σοβαρό». Πάω και μου λένε ότι πάσχω λέει από κάτι πολύ σπάνιο, ούτε που ξέρω πώς λέγεται. Γάμησέ τα σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον ήπια: Την έκατσα, μου 'ρθαν ανάποδα, μεγάλο κακό με βρήκε. Το τι ακριβώς ήπιε το δυστυχές υποκείμενο τελεί υπό διερεύνηση, αλλά έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι ο ποιητής μιλάει για τον πικρό καφέ της παρηγοριάς, το οποίο έχει και μία δόση λογικής οφείλω να ομολογήσω.

  1. Ωχ, κατέβασε βασική Παλτόγλου και Χατζημπουζουκοβλασάρογλου; Τον ήπιαμε. Πάμε για τρία μπαλάκια μίνιμουμ.

  2. Υπογεγραμμένη άδεια με οδοιπορικά κι έσκασε επιθεώρηση από τον ΓΕΠΣ και τον ήπιαμε. Άμα σου λέω με πάει πίπα-κώλο-εμπλοκή...

(από panos1962, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που φανερώνει ικανότητα, επιδεξιότητα και γνώση του εκφέροντα για ένα θέμα η μία πράξη.

Η κτητικότητα που αποπνέει η έκφραση δημιουργεί μια αίσθηση βεβαιότητας και σιγουριάς να πλανάται στην ατμόσφαιρα, ειδικά αν εκφέρεται σε δύσκολες καταστάσεις, χωρίς το αποτέλεσμα να επιβεβαιώνει πάντα την αίσθηση αυτή.

Εκφέρεται σε στιγμές ξερολιάς / μπορολιάς, επιδειξιομανίας ή απλής επιθυμίας για αληθινή προσφορά στο σύνολο και στο γενικότερο καλό.

1.-Εδώ! Πάσα!
-Τόχω!
-Πάσα ρε!
-Τόχω τόχω!
-ΠΑΣΑ ΡΕΕΕΕ!
-ΤΟΧΩ ΤΟΧΩ ΤΟΧΩΩΟΟοοόχι ρε πούστη μου (άουτ)...

2.[ψιθυριστά]
-(ποιο απ' τα δύο καλωδιάκια να κόψω τελικά; το κόκκινο ή το μπλε;)
-(με το κόκκινο θα γίνει έκρηξη!)
-(όχι, με το μπλε θα γίνει!)
-(φιλαράκι, το έχω! δώσε το πενσάκι εδώ)
[κλακ]
[μπαμ!]

(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Προκαλώ σε καβγά. Πληρέστερα «την ανοίγω (σε κάποιον) σε τσαμπουκά».

Προσφιλής αργκοτική έκφραση των Πατρινών, που αναφέρεται στο εξ ίσου προσφιλές τοπικώς εξασκούμενο σπορ της κλωτσοπατινάδας.

Το έργο έχει ως εξής:

  1. Κάποιος κάνει κάτι (π.χ. οδηγεί, πίνει το ποτό του κλπ) ή δεν κάνει τίποτα –απλά υπάρχει μέσα σ’ ένα χώρο ή έξω στο δρόμο. Δεν ενοχλεί κατ’ ανάγκην.
  2. Ένας ή περισσότεροι Πατρινοί δε γουστάρουν (για δικούς τους λόγους).
  3. Οι Πατρινοί αποφασίζουν να του την πέσουν.
  4. Βρίσκουν μιαν εξευτελιστικά ευθηνή πρόφαση, για ν’ αρχίσει το πατιρντί (=«του την ανοίγουν»), συνήθως πετάνε ένα έμμεσο «σφόλι» όπως στη φυλακή (π.χ. όσοι φοράνε κασκόλ γαμιέται η μάνα τους, όλο μαλάκες κυκλοφορούνε εδώ μέσα, κοίτα κάτι πουστάκια ρε κλπ) ή και ευθέως (π.χ. Τί κοιτά ρε μαλάκα; Ψψψτ! Ε, εσύ! Ψάχνεις τίποτα; Έχουμε τίποτα ρε; / τί έχουμε; κλπ) ή φθάνουν μέχρι και του σημείου να προκαλέσουν οι ίδιοι αναίτια το θύμα (Σ.Σ. όχι απαραίτητα αφού μπορεί ν’ αποδειχθεί και αρκουδόμαγκας) σαν agent provocateur π.χ. με την δήθεν αθώα ερώτηση «Φίλε, έχεις ώρα;», όπου ο άλλος απαντά ανυποψίαστος και το επόμενο βήμα είναι «Σε ρώτησα ρε αρχίδα
  5. Η συνέχεια είναι προδιαγεγραμμένη: Βρωμόξυλο μέχρι τελικής πτώσεως είτε ένας με έναν, είτε πολλοί με έναν (όπως στην Κρήτη).

Η πρόκληση μπορεί και να γίνει με εντελώς έμμεσο τρόπο, μέσω τρίτου π.χ. Εκεί που παίζεις αμέριμνα μπάσκετ, κάποιο βαλτό δεκάχρονο μαλακιστήρι έρχεται και σου χαλάει το παιχνίδι υπό τα διακριτικά όμματα του agent provocateur (λ.χ. σου διώχνει τη μπάλα, εμποδίζει μπαίνοντας στη μέση κλπ), οπότε αφού το διώξεις επανειλημμένως και σου κάνει το κουφό, για να μην του ρίξεις καμιά σφολιάτα «σκαλώνεις» τη μπάλα του μ’ ένα σουτ στο διάολο. Τότε είναι που παρεμβαίνει ο ατζέντης μας λέγοντας το στερεότυπο (πια) «Εσύ ρε πείραξες τον αδερφό μου;», ενώ μετά βεβαιότητας δεν έχει ξαναματαδεί μπροστά του το μειράκιο. Όμοια κάνουν οι Ναπολιτάνοι αλλά κι οι γυφταίοι, όταν θέλουν να προκαλέσουν μέσω κάποιου πιτσιρικά (και καταφθάνουν στο πι-και-φι δέκα ντάτσουν με νταβραντισμένους ρομά). Ακολουθεί η υπό 5 περίπτωση...

Παρόμοιες προκλήσεις ήταν (είναι;) το κακόβουλο «ρίξιμο ψιλών» (μερικώς ταυτίζεται με τη σημερινή εσκεμμένη ρίψη ακύρου) με «λυμένο το ζωνάρι» π.χ. Στέκεται κάποιος δίπλα και λέει ένας από την παρέα «Φίλε, να σου πω λίγο;», γυρίζει ο τύπος προκειμένου ν’ ακούσει και ο λέγων γυρίζει την πλάτη του και καμώνεται ότι μιλούσε στην παρέα του, λέγοντας δυνατά το χαρακτηριστικό «ψιλλλλλλή ήτανε» και χαζογελάνε με το κορόιδο. Αν στραβώσει ο τύπος, πάμε πάλι παράγραφο 5...

Βέβαια αυτό μπορεί και να καταλήξει σε φιάσκο, π.χ. μια φορά ένας φώναξε «Ταξί-ταξί!», κάποιος ταρίφας σταμάτησε, η παρέα τραγούδησε γελώντας «τα ξημερώματα» χα-χα κλπ, ο ταρίφας κατέβηκε εν ριπή και χόρτασε τον μηναριτζίκο μπουκέτο πριν προλάβουν καν οι άλλοι να κουνηθούν. Μάλιστα είπε φεύγοντας «Σφαλιάρα ήτανε»!

Ενώ εν Πάτραις υφίσταται μεγάλη γκάμα βαρύτατου και χυδαιότατου υβρεολογίου, το οποίον ανεβαίνει κρεσέντο σε μια διένεξη και θα περίμενε κανείς να εκτονώνεται η ιστορία στα λόγια (η λεκτική βία έστω δείγμα πολιτισμού ενώπιον της φυσικής), παρ’ όλα αυτά το στειλιάρι πίπτει ανηλεώς και κανείς δεν χαρίζεται σε κανέναν («δεν έχει μάνα σου-πατέρα σου», όπως λένε οι Πατρινοί).

Αντίστοιχη απρόκλητη (δηλ. κακώς εννοούμενη) τσαμπουκαλήδικη νοοτροπία στην Ελλάδα, μπορεί να βρει κανείς μόνον στα λαϊκά περίχωρα του Πειραιά, αν και τα Πειραιωτάκια ξέρουν που να σταματήσουν και σέβονται κάποια θεμελιώδη πράγματα (π.χ. ηλικία, ιδιότητα, διαφορά εντοπιότητας, περιστάσεις, αναγνώριση σφάλματος κλπ), ίσως διότι ο Πειραιάς είναι λιμάνι με ανατολικό προσανατολισμό. Οι Πατρινοί δεν χαμπαριάζουν από τέτοια.

Η βία και η επιθετικότητα (έστω και λεκτική), απαντάται ευρέως στα πληρώματα των Σωμάτων Ασφαλείας και ιδίως στο Πολεμικό Ναυτικό και στην Αστυνομία (π.χ. ξερά: Τί είσαι συ ρε; / Άδεια και δίπλωμα κλπ), όπου οι Αρβανίτες δεν σπανίζουν (όπως άλλωστε και στην Αχαΐα και στον Πειραιά)...

Όμως, η αδιακρισία της μπατσίστικης νοοτροπίας (σε κόβω με το μάτι - «σου παίρνω τον αέρα» - σ’ τη λέω - σ’ εκφοβίζω) δεν ταυτίζεται με το παλαιϊκό «χωροφυλακίστικο» ανθυποστύλ του Τσαρουχόπροκα (προτεταμένο κεφάλι με κυρτό λαιμό και πλάτες σαν γύπας σε εφόρμηση, περπάτημα μ’ ανοιχτά τα πόδια, καμαρωτός σαν φουσκωμένος διάνος, ελέγχοντας πονηρο-αυστηρά το χώρο με τα χέρια πίσω με όπτιοναλ κομπολόι ή κλειδιά αυτοκινήτου -μόνο στην επαρχία επιβιώνει πλέον), πλην όμως δεν είναι σήμερα ορατή η διαφορά δια γυμνού οφθαλμού προϊούσης της συγχώνευσης Αστυνομίας Πόλεων (μόνο σε Αθήνα-Πειραιά-Πάτρα-Κέρκυρα, ενώ στη Θεσσαλονίκη δεν ιδρύθηκε γιατί τσίνησε η Χωροφυλακή μη και της πάρουν τα πρωτεία) και Ελληνικής (τέως Βασιλικής) Χωροφυλακής το 1984.

Όπως διακρίνει κι ο Τζιμάκος: «Παλιά δεν ήξερες τί έχεις πίσω σου μην είναι μπάτσος - μην είναι χωροφυλακή; Σήμερα δεν είναι ο δεξιός ο τσαλακωμένος ο χωροφύλακας που ντρεπόσουνα, τώρα είναι αριστερός, έχει το τσεκλενάκι του, έχει ωραίους τρόπους, γράφει ΕΛ.ΑΣ πάνω στο πηλήκιο-που έχει μιαν άλλη συγκίνηση κλπ...»

Το Ζαβλάνι, τα Προσφυγικά, τα Ζαρουχλέικα, η Ανθούπολη, η Αγιασοφία, η Αγιαβαρβάρα, του Βούδ(η), παλιότερα ο Άγιος Διονύσιος, τα Ταμπάχανα και ολόκληρη η Κάτω Αχαγιά, είναι σημειωμένες με κόκκινο περιοχές των ευρύτερων Πατρών ως προς την προέλευση των επιδόξων νταήδων. Μάλιστα «περί τιμή» του αδερφού, λέγονταν μέχρι πριν καμιά 20αριά χρόνια για τις κοπέλες από Ζαρουχλέικο: «Την κοίταξες = την πήρες»...

Καίτοι τέτοιου είδους καφριλίκια συμβαίνουν μεταξύ εφήβων κατά το πλέον ή ήττον παντού στα σχολεία της Ελλάδας (π.χ. κλασσικές σχολικές διαμάχες στην Αγία Παρασκευή Αττικής, στη Γκράβα κλπ)μ αλλά και όλων των πόλεων του κόσμου, ειδικά οι Πατρινοί δείχνουν μιαν ιδιάζουσα κωλοπαιδεία που αποκρυσταλλώνεται στην επιθετική ετοιμότητα ανεξαρτήτως ηλικίας, ίσως διότι δεν ξεπέρασαν ποτέ την εφηβεία (με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό)...

Η σκληρότατη γνωστή φάρσα (με την οποίαν ωστόσο όλοι γελάσαμε), είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα των ανωτέρω περιγραφομένων. Τέλος!

Περισσότερα για την σχετική ιδιωματική χρήση του θηλυκού «την», καθώς και των «για» / «σε» / «ότι» κλπ, βλ. λήμμα την έχω.

Σ.Σ. Δυστυχώς για την μερίδα των πολιτισμένων κατοίκων Πατρών, όλα τα παραπάνω παραδείγματα είναι πέρα για πέρα αληθινά.

(Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων):

- Ψψψτ! Τι μάρκα μαλάκας είσαι συ ρε;
- Είπες τίποτα;
- Ναι ρε, σ’ εσένα το λέω!
- Ότι μου την ανοίγεις κι έτσι;
- Βλέπεις καναν άλλο μαλάκα εδώ γύρω;

(Άρθρο 5)...

(από HODJAS, 18/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πολύ γνωστή φράση σε όλους μας, η οποία θεωρείται κοινότοπη και απλοϊκή. Λίγοι γνωρίζουν το εξαιρετικά ενδιαφέρον παρελθόν της και τον θησαυρό που κρύβει η οντότητά της.

Η φράση έχει προέλθει από την εφαρμογή του πρωκτικού σεξ. Όταν, μετά το πέρας της πράξης, το αντρικό μόριο έβγαινε καθαρό από την πίσω οπή (χωρίς υπολείμματα δηλαδή), τότε η πράξη θεωρούταν ότι δεν είχε παράπλευρες απώλειες.

Έτσι η φράση άρχισε να χρησιμοποιείται και με πιο ευρεία έννοια, τόσο, που στις μέρες μας αγνοείται η αρχική της προέλευση.

Ποιος να το περίμενε ε;

  1. Μπορεί να έκανα βλακεία, αλλά τουλάχιστον την έβγαλα καθαρή.

  2. Έτσι όπως οδηγάς, άγιο θα έχουμε αν τη βγάλουμε καθαρή στο τέλος.

(από patsis, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συνουσιάζομαι (ενεργητικά). Συνώνυμα: πηδάω, γαμάω.
  2. Νικώ, κερδίζω (παιχνίδι, αντίπαλο).
  3. τα παίρνω (στο κρανίο), βλέπε αντίστοιχο λήμμα
  4. με παίρνει (ενν.: να κάνω κάτι) (απρόσωπο): εμπίπτει στις δυνατότητές μου, μπορώ να κάνω κάτι, αν κάνω κάτι δεν θα έχω συνέπειες.
  1. Τι τσουλάρα η Φιφή ρε σύ... Την παίρναμε επί τρεις ώρες χθες με τον Φίφη ώσπου κλατάραμε, και μετά ήθελε κι' άλλο!

  2. Άσε, δεν γουστάρω πάλι τάβλι. Έχω να σου πάρω παιχνίδι από του αγίου πούτσου.

  3. Φούλα, άσ' τις γκρίνιες και κάτσε φρόνιμα μην τα πάρω καμιά ώρα!

  4. — Σε κοζάρει άσχημα, μαλάκα. Γιατί δεν της τα ρίχνεις;
    — Δεν με παίρνει ρε... Δεν βλέπεις που την περιτριγυρίζουν οι σωματοφύλακες;

Δες και δε με παίρνει, όσο με παίρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified