Further tags

Βασικά, σημαίνει γαμάω –αλλά το λέω έτσι για να το φέρω πιο γλυκά, να μη το κάνουμε θέμα τέλος πάντων. Στην εκδοχή μας τον ακουμπήσανε, θέλει να πει μας τον κάτσανε. Με έναν πιο μουλωχτό ή πιο κομψό ίσως τρόπο, αλλά η ουσία είναι ότι, στο φινάλε, μας τον φορέσανε.

  1. - Αχ βρε Νώντα μου, δεν μπορώ απόψε, έχω λίγο πονοκέφαλο. - Έλα μανίτσα μου, τίποτα δεν είναι, να λίγο έτσι να στον ακουμπήσω, τίποτα δεν θα κάνεις εσύ, ένα τσιμπουκάκι στην αρχή αν ευκολύνεσαι... και μετά αράζεις...

  2. - Καλό το ρεστοράν, Θύμιο; Ακριβό;
    - Έ, όσο νά 'ναι... εξήντα ευρώ το άτομο βγήκε...
    - Α, εντάξει... Σας τον ακουμπήσανε κανονικά...

Χμ, όντως... (από vikar, 10/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερβίρω το όργανο μου, το δίνω με όμορφο τρόπο. Το κάνω να φαίνεται ελκυστικό, ενίοτε το σερβίρω στο κεφάλι της/του παρτενέρ ή στα μαγουλάκια.

Ήζουρας: Και για πες ρε Τζον τι κάνατε χτές με την ινδιάνα;
Σπέτς: Ε, ξέρεις μωρέ, φασωθήκαμε λίγο και δεν άργησα να της τον δώσω λουκάνικο... τρελάθηκε!
Ήζουρας: Ζαγοραίοοος ο Τζον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το πρόγραμμα που προσφέρεται στα μπουρδέλα, γνωστό και ως τσιμπούκι-πισωκολλητό, αποδίδοντας, έτσι το ανεπιθύμητο της κατάστασης για το άτομο στο οποίο αναφέρεται.

Τι βατά θέματα και μαλακίες. Πίπα-κώλο μας πήγε ο %$@#@#$ πρωϊνιάτικο...

(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να αναφέρεται κυρίως σε δεσμό, αλλά καμιά φορά μπορεί να σημαίνει και «τα έχω βαλει» με κάποιον. Δηλαδή είμαι μαλωμένος.

-Ο Μήτσος μου είπε να σε ρωτήσω γιατί όποτε τον βλέπεις στο δρόμο γυρίζεις από την άλλη και κάνεις ότι δεν τον είδες.
-Ε τα έχω μαζί του ρε... θα πηγαίναμε γήπεδο και ξαφνικά το ακύρωσε και καλά γιατί ήταν άρρωστος, και τελικά πήγε με τον Μάκη... δε θέλω πολλά-πολλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα έχω φτιαγμένα με κάποιον, δηλαδή έχω δεσμό.

- Με ποιαν τα έχει ο Μήτσος τώρα, ξέρεις;
- Ναι, με τη Λίτσα.
- Τη Λίτσα; Τι της βρήκε;
- Ε τον τύλιξε μωρέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τα ακούω, την ακούω

Δέχομαι παρατήρηση, σε κάπως αυστηρό τόνο.

Χτες την άκουσα κανονικά από τον καθηγητή, για την κοπάνα που έκανα χθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, δυσκολεύομαι.

- Πως πήγε η βόλτα;
- Τα είδα όλα ρε, δεν έχει ιδέα από οδήγηση και έτρεχε σαν παλαβός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω έρωτα σε κάποιον/κάποια. Το υποκείμενο είναι πάντα ανδρικού γένους και η αντωνυμία τον υπονοεί το ανδρικό μόριο. Μεταφορικά, χρησιμοποιείται με υποτιμητική σημασία.

  1. - Ήρθε από το σπίτι μου το Μαράκι χθες βράδυ...
    - Και τι έγινε; Της τον εσφύριξες;

  2. Σας τον σφυρίξαμε την Κυριακή... Πέντε γκολάκια φάγατε ρε καραγκιόζηδες!

(από jesus, 21/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.

Το έριξε στο σορολόπ.

Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).

Ένα, δυο, τρία, ωπ! (από poniroskylo, 14/12/09)(από dryhammer, 26/05/14)

Δες και σορολόπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρήκαμε τον μπελά μας, μας πήρανε χαμπάρι και εκτεθήκαμε.

Δεν μπορούσες να κρυφτείς να μη σε δει; Τη βάψαμε τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified