Αποτελεί μετεξέλιξη της γνωστής παροιμίας «ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τον εβγάλαμε» και χρησιμοποιείται όταν κάποιος καταλήγει σε εντελώς πρόωρα συμπεράσματα βάσει καθαρά θεωρητικών και επινοημένων σεναρίων. Η έκφραση προέρχεται από παλιό ανέκδοτο που ακολουθεί.

(Δύο άγνωστοι πιάνουν κουβέντα σε παγκάκι στον Εθνικό Κήπο).

- Καλημέρα κοπελιά, με λένε Θανάση! - Γεια σου Θανάση, είμαι η Λίλιαν. Ήρθες και συ να ταΐσεις τις πάπιες;

(Από την αρχή υπήρξε αμοιβαία συμπάθεια και η συζήτηση γρήγορα στράφηκε σε προσωπικά θέματα).

- Ο Περικλής ήταν δυο χρόνια μικρότερος από τον πατέρα μου... Πηρά την δύναμη να τον χωρίσω, έχοντας διαβάσει Γιαλόμ που γράφει για τις σχέσεις ότι...

(Η χημεία μεταξύ των δύο ήταν εκρηκτική και γρήγορα άρχισαν να ονειροπολούν…)

- Θανάση, ούτε ένα τέταρτο δεν μιλάμε, αλλά αισθάνομαι ότι γνωριζόμαστε μια αιωνιότητα...
- Λίλιαν το ίδιο αισθάνομαι και εγώ. Νιώθω πιο κοντά μαζί σου απ΄ ότι αισθάνθηκα ποτέ για οποιαδήποτε άλλη…
- Είναι κισμέτ! Θα μπορούσα να μιλάω μαζί σου για όλη μου την ζωή…

(Πιάνουν χεράκια…)

- Φαντάσου Λίλιαν, εάν έβρισκα τελικά δουλειά, θα μπορούσαμε να ζήσουμε στο όμορφο διαμέρισμα, την φωλίτσα μας… - Αχ, εσύ θα γύριζες κατάκοπος από το γραφείο, θα σου έκανα σιάτσου με σουτζουκάκια…
- Και μόλις πάρω bonus θα μετακομίσουμε στη μονοκατοικία των ονείρων μας στην Εκάλη. Θα αγοράσω ένα Doberman, τον Φρίξο, να μας προστατεύει...
- Να κάνουμε και ένα παιδάκι;
- Ναι αγάπη μου, είναι αγόρι! Πώς θα το βγάλουμε;
- Γιαννάκη.
- Τι όμορφο κουκλί ο Γιαννάκης!
- Σου μοιάζει αγάπη μου, έχει τα «τούτα σου».
- Γούτσου-γούτσου-γούτσου ο Γιαννάκης μας!
- Ωχ Θεέ μου, λες να μας πάθει κάτι το παιδί μας;
- Την ώρα που τον πηγαίνει βόλτα με το καροτσάκι, η γιαγιά παθαίνει εγκεφαλικό ..
- Και το καροτσάκι τσουλάει προς την Κηφισίας...
- Ααααααααα! Μια τριαξονική νταλίκα!!!
- Το ΠΑΤΗΣΕ!!!!! - Ουυυ-ουυυυυ-ουυυυυυ (κλάμα και οι δύο)
- Αδικοχαμένε Γιαννάκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα παλιού και πασίγνωστου ανεκδότου, η οποία πλέον αυτονομήθηκε σύμφωνα με το πνεύμα των καιρών και υφίσταται ως ξεχωριστή και επίσημα αναγνωρισμένη οντότητα, χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει μία κατάσταση όπου το υποκείμενο κουρντίζεται και φτιάχνεται μόνο του για κάτι χωρίς να υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι αυτό που τον καίει θα στραβώσει.

Για όσους έζησαν τα προηγούμενα χρόνια σε μία γυάλα και δεν γνωρίζουν το ανέκδοτο, τύπος μένει από λάστιχο μέσα στο δάσος μαύρα μεσάνυχτα και δεν έχει γρύλο για να σηκώσει το αυτοκίνητο. Βλέπει ένα αγροτόσπιτο στα 500 μέτρα και ξεκινάει.

Όσο περπατάει σκέφτεται και μονολογεί: «Αγροτόσπιτο είναι, σίγουρα θα έχει εργαλεία. Δε μπορεί, ένα γρύλο θα έχει. Για φαντάσου να έχει γρύλο και να μη τον δίνει. Εγώ να το δανειστώ για μισή ώρα θέλω, δεν θα του τον πάρω. Ρε τον πούστη, τον αρχιτσιγκούναρο. Σιγά ρε μπαγλαμά μη σου φάω το γρύλο. Αλλά πρέπει να πέσεις εσύ στην ανάγκη μου να σου σιάξω εγώ τη γραβάτα. Μα τι μάρκα μαλάκας είναι αυτός; Βραδιάτικα να μη βοηθάει, που κανονικά θα 'πρεπε αυτός να έρθει και να αλλάξει το λάστιχο, ο μαλάκας. Αλλά φταίω εγώ που κάθομαι και παρακαλάω».

Χτυπάει την πόρτα και μόλις ανοίγει ο χωρικός, του λέει «ρε άι σιχτίρ κι εσύ κι ο γρύλος σου».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που βγήκε από παλιό ανέκδοτο (βλ. παράδειγμα 1) και η οποία τονίζει την απλή έκφραση «αρχίδια». Είναι διπλής σημασίας. Αφενός δηλώνει ένδειξη υποτίμησης προς τον συνομιλητή μας, αφετέρου σημαίνει ότι γνωρίζουμε το ανέκδοτο άρα και το πόσο μαλακία είναι να ειρωνευόμαστε τον συνομιλητή μας αυτόν αφού κατά βάθος συνειδητοποιούμε ότι μας λέει κάτι το σωστό.

  1. Μια κυρία ψάχνει να βρει ένα σκυλάκι για το σπίτι το οποίο να έχει κάτι το ξεχωριστό. Της δείχνουν από δω κι από κει πολλά. Το ένα ξέρει να διαβάζει, το άλλο να κάνει ζαπ στα κανάλια, το τρίτο να κάνει τούμπες στον αέρα, κανένα δεν της κάνει. Τελικά της φέρνουν ένα πολύ μικρούλι.
    - Και τι να το κάνω αυτό εδώ;
    - Α, κυρία μου, της λέει ο μαγαζάτορας, όλα κι όλα. Το σκυλάκι αυτό ξέρει πολεμικές τέχνες. Δεν έχετε παρά να του πείτε τη λέξη «καράτε» μαζί με το αντικείμενο που θέλετε να σπάσει. Να: «Τραπεζάκι καράτε!» -και το σκυλάκι σπάει στα δύο ένα τραπεζάκι... «Κρεβάτι καράτε!» και κόβει στα δύο ένα ολόκληρο κρεβάτι...
    Η κυρία ενθουσιάστηκε.
    - Προσέξτε μόνο πότε θα λέτε αυτή τη λέξη! της λέει ο τύπος.
    Πήρε λοιπόν το σκυλάκι η κυρία και το έφερε σπίτι. Μόλις το είδε ο σύζυγός της, έβαλε τα γέλια.
    - Τι περίληψη σκύλου είναι αυτή που έφερες!
    - Ναι, αλλά ξέρει πολεμικές τέχνες.
    - Μπα;
    - Ναι, ξέρει καράτε.
    - Καράτε;! Κααλά! Αρχίδια καράτε...

  2. - Μαλάκα, μην μπεις πιωμένος στα κύματα, θα σε μαζεύουμε όπως τους τουρίστες, κανόνισε!
    - Αρχίδια καράτε ρε μεγάλε, σιγά τι ήπια και σιγά και το κύμα...
    (η συνέχεια στα επείγοντα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που προέρχεται από ολ-τάιμ-κλάσικ ανέκδοτο, τόσο πετυχημένη ώστε η ευρεία διάδοση και χρήση της με την πάροδο του χρόνου να την μετατρέψει σε γνωμικό που χρησιμοποιείται εδώ και πολλά χρόνια πια ανεξάρτητα του αρχικού ανεκδότου.

Σαν γνωμικό πλέον έχει πάρει καυστική χροιά και λέγεται σκωπτικά και με μπόλικη δόση κακεντρέχειας, κοροϊδεύοντας στην ουσία τον άλλον που βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας είτε να γαμήσει κυριολεκτικά ή να πράξει κάτι που επιθυμεί με τον τσαμπουκά του, σε στυλ «αφού ρε loser δεν είσαι άξιος να... (γαμήσεις ή ό,τι άλλο), άντε τράβα για απόσυρση».

Θυμίζει στο υφάκι το πιο φρέσκο αλλά εξίσου απαξιωτικό «get a life».

το ανέκδοτο περ σε:

Πάει κάποιος σε ένα πολυκατάστημα να ζητήσει δουλειά σαν πωλητής, βρίσκει το διευθυντή, του λέει ότι θέλει δουλειά και εκείνος του απαντάει πώς είναι φουλ και ότι δεν χρειάζεται πωλητή.

Ο τύπος επιμένει, ο διευθυντής του επαναλαμβάνει το ίδιο και ετοιμάζεται να τον διώξει, οπότε ο τύπος απελπισμένος του λέει πως θα δουλέψει χωρίς μισθό για ένα μήνα και αν δεν του κάνει τότε να τον διώξει.

Συμφωνεί ο διευθυντής και ο τύπος πιάνει δουλειά.

Μετά από 15 μέρες οι πωλήσεις του πάνε στα ύψη, ο διευθυντής παθαίνει πλάκα και αποφασίζει να τον παρακολουθήσει για να δει πως τα καταφέρνει και πουλάει τις κάλτσες του σε κάθε πελάτη που αναλαμβάνει να εξυπηρετήσει.

Τον βλέπει λοιπόν εκείνη τη στιγμή να κουβεντιάζει με ένα πελάτη και στήνοντας αυτί γίνεται μάρτυρας του παρακάτω διαλόγου:

πωλητής: - Για το ψάρεμα χρειάζεστε πετονιά, καλάμι, αγκίστρι και δόλωμα.
πελάτης: - Οκ, θα τα πάρω.
πωλητής: - Ναι, αλλά τα μεγάλα ψάρια όμως είναι βαθιά όποτε πρέπει να πάρετε μια βάρκα με μια δυνατή μηχανή και όλο τον εξοπλισμό της.
πελάτης: - Να την πάρω κι αυτή.
πωλητής: - Για να μεταφέρετε όμως τη βάρκα πρέπει να πάρετε και ένα τρέιλερ και φυσικά και ένα τζιπ για να πηγαίνετε όπου σας αρέσει.
πελάτης: - Θα τα πάρω κι αυτά και βάλτε και ό,τι άλλο χρειάζομαι.
Κλείνει την παραγγελία και φεύγει ο πελάτης.

Ο διευθυντής πλησιάζει τον πωλητή σαστισμένος και του λέει:
- Καλά βρε συ, δεν πιάνεσαι με τίποτα, πώς τα κατάφερες ρε θηρίο να σου 'ρθει ο άλλος για μια πετονιά και να φύγει με χίλια είδη; - Δεν ήρθε για πετονιά κύριε διευθυντά, σερβιέτες ήρθε να πάρει για τη γυναίκα του και του είπα «δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;»

πηγή: Ελληνική Λίστα Ανεκδότων

(από salina, 01/11/12)ντοτ κόμ... (από MXΣ, 07/11/12)(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να έχεις ενυδρείο στο σπίτι σου σημαίνει να είσαι πολύ άντρακλας, να χέζεις στο δάσος. Η έκφραση προέκυψε από κλασικό ανέκδοτο, βλ. παράδειγμα.

- Τι κάνεις ρε Νικολό;
- Καλά ρε Γιάννο, να μόλις γύρισα απ' το Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ, όπου σπούδασα Λογική.
- Και τι σημαίνει αυτό;
- Ασχολήθηκα με τους συνειρμούς.
- Δηλαδή;
- Θα σου πω ένα παράδειγμα: Έχεις ενυδρείο στο σπίτι σου;
- Ναι.
- Αυτό σημαίνει ότι σου αρέσουν τα ψάρια.
- Ασφαλώς.
- Αυτό σημαίνει ότι σου αρέσουν κι όλα τα πλάσματα του Θεού, η φύση, τα ζώα.
- Δεν έχεις κι άδικο!
- Αυτό σημαίνει ότι σου αρέσουν κι οι γυναίκες.
- Αυτό να λέγεται!
- Άρα είσαι άντρακλας!
- Έλα ρε συ! Λοιπόν, είναι σοφοί αυτοί εκεί στο Πούτσεστερ!

(Την επόμενη ο Γιάννος βρίσκει τον Αντώνη, άλλο φίλο).
- Είδα χτες τον φίλο μας το Νικολό, διέπρεψε στο Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ, όπου έκανε Λογική!
- Τι είναι αυτό;
- Θα σου πω: Έχεις ενυδρείο στο σπίτι σου;
- Όχι!
- Ρε μπας και είσαι πούστης;;;

(Λέγεται και στην βερσιόν: Άρα είσαι πούστης!)

Σερβετάς σε ρεσιτάλ (Δεν υπάρχει κανένας Κανάκης να τον διακόπτει για να το παίξει μάγκας, απολάυστε άφοβα) (από knasos, 24/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από παλιό ανέκδοτο (βλ. παρ. 1) η οποία χρησιμοποιείται πια αυτόνομα όταν θέλουμε να πούμε ότι από την επόμενη χρονιά που έρχεται μας περιμένει πάντα κάτι χειρότερο (λογοπαίγνιο με το «κάθε πέρυσι και καλύτερα»).

Κλασική μοιρολατρική και κλαψομουνέ στάση αυτού που σαν το σκουλήκι κάθε φτέρνα όπου τον έβρει τον πατεί (Βάρναλης).

  1. Το ανέκδοτο:
    Ήταν δυο τύποι και κάθονταν σ ένα παγκάκι. Ξαφνικά περνάει από μπροστά τους ένας Πέρσης με πατίνι.
    Οπότε λεει ο ένας:
    - Κοίτα! Ένας Πέρσης με πατίνι!
    Μετά από λίγο περνάει ένας Πέρσης με Μερσεντές.
    - Κοίτα ρε φίλε! λέει ο άλλος. Κάθε Πέρσης και καλύτερα!!!

  2. - Και του χρόνου!
    - Μπα, δεν το βλέπω... κάθε Πέρσης και καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από σύντομο ανέκδοτο που έχει περάσει στην καθομιλούμενη, είτε σαν χοντράδα από αποτυχημένα καμάκια, είτε ως αστεϊσμός ιδίως σε ανδροπαρέα για ασαράντιστους.

Συνήθως δε, προσθέτουμε ενδιάμεσα και κάτι ακόμη πιο σαχλό για να δέσει το γλυκό, όπως «πιες ένα ποτό» ή «δες την συλλογή γραμματοσήμων μου». To «πάμε σπίτι μου», που θα έπρεπε να προηγείται, παραλείπεται ή υπονοείται.

  1. (σκηνή από Greek καφετέρια. Αυτή πιπίνι τριζάτο, αυτός βερμουδιάρης χλέμπουρας)
    - Μωρό, πάμε για ένα ποτάκι μετά...;
    - Α μπα*, έχω να διαβάσω για εξετάσεις…(μαζεύει τα τσαμασίρια της)
    - Έλα μωρέ μωράκι, ένα ποτάκι θα πιούμε, δεν θα σε δαγκώσω.
    - Δεν μπορώ σου λέω, με περιμένουν οι φίλες μου… (έτοιμη να φύγει)
    - Κοίτα, έλα, πίνεις ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις! - Α, να χαθείς, γελοίε! (φεύγει τρέχοντας…)
    - Πάλι μόνος σήμερα, γαμώτο… Τι να φταίει άραγες;

  2. (συνάδελφοι, Παρασκευή βράδυ μετά το γραφείο…)
    - Πάμε για μιά μπυρωίνη με τα παιδιά να κουλάρουμε, θα ‘ρθεις μεγάλε ;
    - Α μπα*, πάω σπίτι, με περιμένει η γυνή, το πυρ (γιος) και η θάλασσα (κορούλα)…
    - Έλα μωρέ για καμιά ώρα, θα έχουμε μπυροκατάσταση, δεν θ 'αργήσουμε!
    - Όχι σου λέω, είναι μπερδεγουέη η φάση (και θα ξενυχτήσω και στο slang.gr…)
    - Έλα ρε συ, πιες ένα ποτό, κι άμα δε σ' αρέσει ντύνεσαι και φεύγεις!
    - (το σκέφτεται, και για να μην τον περάσουν και για μάπα…) Καλά τότε, για ένα ποτάκι μόνο, ε ;

*@ φίλε Gatz ούτε εδώ υπάρχει αναφορά στους ΑΒΒΑ…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση προερχόμενη από ανέκδοτο, το οποίο δυστυχώς απαιτεί οπτικοακουστική διήγηση. Χρησιμοποιείται με ελαφρά διάθεση ειρωνείας ως αντίδραση στη θέα νέων ρούχων, ιδίως αν αυτά χλιδοφέρνουν και λίγο.

Συναντάται και σε παραλλαγές (δεν εννοώ «παραλλαγή ο ανάπηρος»).

  1. (το ανέκδοτο)
    Κάποιος που έχει ράψει κουστούμι μεραγκλαντάν πάει στον ράφτη να το παραλάβει. Το φοράει:
    - Με στενεύει λίγο στη δεξιά ωμοπλάτη, κύριε.
    - Έτσι είναι τα καλά κουστούμια, κύριε... κάντε λίγο έτσι (του δείχνει να καμπουριάσει κάπως στραβά και περίεργα) και θα σας κάτσει καλά.
    - Ναι, αλλά και το παντελόνι, στραβά μου κάθεται.
    - Ε, κύριέ μου, αν δεν ξέρετε από ρούχα, τι έρχεστε εδώ... θα περπατάτε έτσι (ένα βήμα κουτσό και στραβό) και όσοι ξέρουν από ευρωπαϊκή μόδα θα καταλάβουν.
    Βγαίνει ο τύπος στο δρόμο, και ο πρώτος περαστικός που τον βλέπει λέει:
    - Κουστουμιά ο ανάπηρος!!!

  2. - Καινούργια μπλουζίτσα, θείο;
    - Γιεπ! Τι σου λέει;
    - Κουστουμιά ο ανάπηρος!

(από nick, 02/09/08)Joseph Merrick, o original άμθρωπος - ελέφαντας. (από Vrastaman, 02/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυποποιημένη φράση και χρήση του «λέγειν μαλακίες», η οποία έχει απίστευτη διάδοση, μιας και εντάσσεται στο διαχρονικό ελληνικό όνειρο (έστω, στην ολιγαρκή εκδοχή του) «να 'χαμε τι να 'χαμε μια μπυρίτσα να 'χαμε», «να 'χαμε δυο τσιγάρα και δυο για μετά», και να λέμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα... Με άλλα λόγια, φράση που περιγράφει την ελαφρά συζήτηση a la grecque, η οποία δε δεσμεύει κανέναν και για τίποτα... (βλ. και φράση «πείτε ρε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα»).
Σημείωση: η φράση λέγεται πάντα (ή μάλλον, το ορθό είναι) στο 1ο πληθυντικό, ανεξαρτήτως πλήθους του φυσικού υποκειμένου. Αν χρησιμοποιηθεί από ένα άτομο, τότε σημαίνει ότι και το είπα, ξείπα, την παρόλα μου την χέζω, με την κεφαλαιώδη διαφορά όμως ότι το «είπα, ξείπα» (προϋπο)θέτει τον χρήστη σε θέση εξουσίας έναντι του συνομιλητή, ενώ το «λέμε και καμιά μαλακία» έχει απολογητική διάθεση και παραπέμπει σε χεζμεντέν καταστάσεις.

Η φράση είναι τόσο αγαπητή ώστε εντάχθηκε μάλλον σε πασίγνωστο ανέκδοτο, παρά αυτονομήθηκε.

αντιγράφω το πασίγνωστο ανέκδοτο από κάποιον που το έγραψε κάπως μερακλίδικα.

Ήταν τώρα σε ένα δάσος ένας λαγός πολύ PUNK (ξέρετε με σκουλαρίκια με μηχανή με γυαλιά κ.α)
και καθόταν κάτω από ένα δέντρο. Περνάει ο αετός :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το φίδι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το ποντίκι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά η χελώνα :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά ο γάιδαρος :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
- Τι; (του λέει) Πούτσα στο λιοντάρι;
- Ναι γιατί;
- Να πάω να του το πω;
- Και δεν πας ;
Μετά από λίγη ώρα περνά το λοντάρι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου λέμε και καμία μαλακία για να περνάει η ώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έλκουσα τις ρίζες της από το σύμπαν των τυριών του ούμπερμάρκετ και σε σύμπνοια με το εκεί νόημά της, εκφράζει απορία ως προς το επαρκές μιας ποσότητας που θεωρείται εκ των προτέρων λαρτζ και πάρε νά 'χεις να σου βρίσκονται. Δείχνει την ικανοποίηση, το καμάρι για την επιτευχθήσα επίδοση, ποσοτικώς μιλώντας.

Η σύμπνοια, βέβαια, δεν είναι απόλυτος, καθώς στην εκτός τυριού χρήση υπονοείται το «ή θες κι άλλο», ενώ στην τυρική αυτής χρήση το «ή μήπως είναι πολύ;».

Τυπικός διάλογος στο ούμπερμάρκετ είναι οι τρεις πρώτες γραμμές του πρώτου παραδείγματος, και σετάκι με το υπόλοιπο κάνουν το περίφημο ανέκδοτο με το μισό κιλό φέτα. Όπως γίνεται προφανές, ο υπάλληλος βάζει πάντα παραπάνω και με τη φράση αυτή ρωτάει εάν είναι οκέυ, παρ' όλο που είναι παραπάνω από αυτό που ζητήθηκε (σημείωση για τον ιστορικό του μέλλοντος αυτό).

  1. - Μισό κιλό φέτα παρακαλώ.
    (κόβει ένα γκουμούτσι)
    - Είναι εφτακόσια πενήντα. Να τ' αφήσω;
    - Ναι, άσ' το, και βάλε μου μισό κιλό φέτα.

  2. Διακόσα τριανταπέντε άλογα στο δυναμόμετρο το εργαλείο μετά το φτιάξιμο. Να τ' αφήσω;

  3. - Είσαι απίστευτος! Μ' έκανες να νιώσω γυναίκα. Μα οχτώ φορές μέσα σ' ένα βράδυ;
    - Να τ' αφήσω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified