Εν αρχή ην το ανέκδοτο:
Ένας Χριστιανός, ένας Μουσουλμάνος κι ένας Εβραίος προσπαθούν να πείσουν ότι ο Θεός που πιστεύει ο καθένας είναι ο καλύτερος.
Λέει ο πρώτος: "Ξεκίνησα να πάω κάπου με την βαρκούλα μου και με έπιασε μια καταιγίδα, έπεσα με την μία, έκανα προσευχή και έγινε θαύμα, γύρω-γύρω φουρτούνα, στη μέση που ήμουν εγώ η θάλασσα ήρεμη και ωραία.
"Ε, εντάξει" λένε οι άλλοι.
Πάει ο δεύτερος και λέει: "Εγώ ήμουν στην έρημο, το μεσημέρι με πιάνει μια αμμοθύελλα, πέφτω λέω Αλλάχ, Αλλάχ, Αλλάχ. Στο τρίτο Αλλάχ έγινε θαύμα, γύρω-γύρω αμμοθύελλα, στη μέση που ήμουν εγώ μόνο άσφαλτο που δεν μας έστρωσε".
"Ε, εντάξει" λένε οι άλλοι.
Πάει ο τρίτος και λέει: "Σάββατο πήγαινα στην συναγωγή, όπως πάω να κάτσω να πάρω μια ανάσα σε ένα παγκάκι, έρχεται μια γκομενάρα δίπλα μου και θέλει να την πηδήξω, σκέφτομαι είναι Σάββατο, αχ Σάββατο δεν επιτρέπεται να κάνω ούτε σεξ, ε πέφτω κάνω μια προσευχή και γίνεται θαύμα, γύρω-γύρω Σάββατο και στη μέση, που πήδαγα εγώ, Κυριακή". (α χα καλό, ε;)

Το εν λόγω ανέκδοτο, δραματοποιημένο εντέχνως.


Γύρω γύρω Σάββατο (και στη μέση Κυριακή). Χρησιμοποιείται για να εκφράσει:

  • Την ελπίδα: Όταν όλα γύρω φαίνονται μαύρα, δυσάρεστα, αδιέξοδα, τα σκιάζει η φοβέρα και τα πλακώνει η σκλαβιά, υπάρχει τόπος φωτεινός, αισιόδοξος κι ελπιδοφόρος, δε χάθηκαν όλα, γίνονται και θαύματα, το καλό θα νικήσει.
    Γύρω γύρω Σάββατο, στη μέση Κυριακή - ο τίτλος στην ανάρτηση του φωτογράφου
  • Την πουστιά: Κατάσταση κατά την οποία σε αντίξοο περιβάλλον δημιουργείται βολικός και προστατευμένος θύλακας εξυπηρέτησης συμφερόντων, με στρέβλωση των κανόνων που θα έπρεπε να ισχύουν για όλους, χρησιμοποιώντας μια αληθοφανή έως εξωφρενική δικαιολογία.

  • Την κοσμάρα: Ενίοτε, δημιουργία μιας νέας πλαστής πραγματικότητας ινσέψιο, ώστε να μπορούμε να χτενιζόμαστε με την ησυχία μας, ενώ γύρω γύρω ο κόσμος καίγεται.

Μετά την καθιέρωση του λήμματος, χρησιμοποιείται και στο πιο χαλαρό, "γύρω γύρω" (ο χαμός) "και στη μέση" (ό,τι να 'ναι).

Σχετικά: θαύμα-θαύμα!

Γύρω γύρω Σάββατο αλλά για μας είναι Κυριακή. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κατακλυστεί από την πρόσκληση για μεγάλα συλλαλητήρια σε όλες τις πλατείες της χώρας [...] Εν τούτοις, η ΠΟΣΠΕΡΤ [...] ανακοίνωσε στην Αθήνα, άλλη συγκέντρωση, την ίδια σχεδόν ώρα (στις 5.30) στο Ραδιομέγαρο της Αγίας Παρασκευής [...] (σχόλιο εδώ)

ΔΝΤ: Γύρω-γύρω Σάββατο και στη μέση Κυριακή. (τίτλος εφημερίδος, εδώ) [...] η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται διπλάσια από αυτήν της Γερμανίας, ενώ για την Γαλλία αναμένεται ανάπτυξη 1% και για την Ιταλία παραμονή σε ύφεση.

Θαύμα!!!! Γύρω – γύρω Σάββατο και στη μέση Κυριακή!!! Πλειστηριασμοί παντού… εκτός από το Mega (κι άλλο πολιτικό σχόλιο εδώ)

Γύρω γύρω το αλαλούμ με τις μετεγγραφές και τα κενά στα σχολεία …και στη μέση οι παιδόφιλοι! (σε πιο ελεύθερη χρήση - εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από ανέκδοτο η οποία, όπως και πολλές άλλες (π.χ. βλέπε εδώ), έχει αυτονομηθεί. Λέγεται εύστοχα για να δείξουμε ότι κανένα νόημα δεν έχει να μπαίνουμε σε κόπο για κάτι το οποίο είναι ούτως ή άλλως χαμένο από χέρι - αλλά και να μην ήταν, βαριόμαστε τόσο πάρα πολύ που πάλι δεν θα κάναμε τίποτε.

Τέσπα, το αρχικό ανέκδοτο πάει κάπως έτσι - Δυο τραβεστί συζητούν το μέγα θέμα αν ομοφυλόφιλος γίνεσαι ή γεννιέσαι. Και λέει η πρώτη:
- Καλέ, Στάσα μου, γεννιέσαι, γεννιέσαι. Είναι βέβαιον. Διότι εγώ, ξέρεις, από αυστηρή οικογένεια κι αυτά, αλλά από τριων χρονών παιδί πού μ' έχανες πού μ' έβρισκες, στα συρτάρια της μαμάς να προβάρω τις κομπινεζόν και τα πασουμάκια με τα τακούνια και να καμαρώνω με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη. Τι ήξερα μικρό παιδί; Μέσα μου το είχα - έμφυτο.
- Εγώ πάλι, Σούλα μου, τι να σου πω; Νομίζω ότι δεν γεννιέσαι, έρχονται έτσι τα πράγματα, κάτι αλλάζει και γίνεσαι. Πάρε μένα - μέχρι τα δώδεκα τίποτα δεν ήξερα, του κατηχητικού, χαμπάρι δεν είχα από τέτοια ...
- Έ, και στα δώδεκα τι έγινε;
- Έ, στα δώδεκα πήγα το καλοκαίρι στο χωριό και βγαίνω στα χωράφια να μαζέψω λουλουδάκια ... να κουράστηκα, ξάπλωσα στο χορτάρι, και κει που μ' έπαιρνε ο ύπνος έρχεται ένα παιδί απ' το χωριό - αααχχχ, ένα ωρρρραίο παιδί - ε, κι έρχεται έτσι από πίσω ... ε, και να μη στα πολυλογώ, τό 'μαθα και καλόμαθα ... γίνεσαι, Σούλα μου, γίνεσαι ...
- Καλά, μωρή, δώδεκα χρονώ ήσουνα κι έρχεται ο άλλος να στη μοστράρει και δεν κάνεις τίποτα ... γιατί δεν σηκώθηκες να τρέξεις, να φύγεις;
- Έ, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ...

- Μας περιμένουν οπωσδήποτε απόψε στο Φολί, Γιάννη μου, άντε κουνήσου, κάνε ένα μπάνιο να πάμε.
- Άσε ρε Θώμη, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ... Μια απ' τα ίδια θα είναι ... Κι έχει και μπάσκετ στην τηλεόραση ... Άραξε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυποποιημένη φράση και χρήση του «λέγειν μαλακίες», η οποία έχει απίστευτη διάδοση, μιας και εντάσσεται στο διαχρονικό ελληνικό όνειρο (έστω, στην ολιγαρκή εκδοχή του) «να 'χαμε τι να 'χαμε μια μπυρίτσα να 'χαμε», «να 'χαμε δυο τσιγάρα και δυο για μετά», και να λέμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα... Με άλλα λόγια, φράση που περιγράφει την ελαφρά συζήτηση a la grecque, η οποία δε δεσμεύει κανέναν και για τίποτα... (βλ. και φράση «πείτε ρε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα»).
Σημείωση: η φράση λέγεται πάντα (ή μάλλον, το ορθό είναι) στο 1ο πληθυντικό, ανεξαρτήτως πλήθους του φυσικού υποκειμένου. Αν χρησιμοποιηθεί από ένα άτομο, τότε σημαίνει ότι και το είπα, ξείπα, την παρόλα μου την χέζω, με την κεφαλαιώδη διαφορά όμως ότι το «είπα, ξείπα» (προϋπο)θέτει τον χρήστη σε θέση εξουσίας έναντι του συνομιλητή, ενώ το «λέμε και καμιά μαλακία» έχει απολογητική διάθεση και παραπέμπει σε χεζμεντέν καταστάσεις.

Η φράση είναι τόσο αγαπητή ώστε εντάχθηκε μάλλον σε πασίγνωστο ανέκδοτο, παρά αυτονομήθηκε.

αντιγράφω το πασίγνωστο ανέκδοτο από κάποιον που το έγραψε κάπως μερακλίδικα.

Ήταν τώρα σε ένα δάσος ένας λαγός πολύ PUNK (ξέρετε με σκουλαρίκια με μηχανή με γυαλιά κ.α)
και καθόταν κάτω από ένα δέντρο. Περνάει ο αετός :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το φίδι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το ποντίκι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά η χελώνα :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά ο γάιδαρος :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
- Τι; (του λέει) Πούτσα στο λιοντάρι;
- Ναι γιατί;
- Να πάω να του το πω;
- Και δεν πας ;
Μετά από λίγη ώρα περνά το λοντάρι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου λέμε και καμία μαλακία για να περνάει η ώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ξεπήδησε από ανέκδοτο (βλ. περιοχή παραδειγμάτων) και αυτονομήθηκε.

Η φράση υποδηλώνει πως αφού, λόγω της ανοργανωσιάς και του αποσυντονισμού που επικρατεί γενικά στις ελληνικές εταιρείες, δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματικά η δουλειά, οι υπάλληλοι, προσαρμοζόμενοι στην κατάσταση, ζουν μέσω «κολάσεως» (υπαρκτή απαίτηση για δουλειά που πρέπει να γίνει), «οάσεις παραδείσου» (περίοδοι υπολειτουργίας στη δουλειά, λόγω ανεπάρκειας υλικών πόρων).

Τα πράγματα είναι κατά πολύ εμφανέστερα στο ελληνικό δημόσιο, λόγω της μεγαλύτερης αποδιοργάνωσης, του δυσκίνητου χαρακτήρα του, της δυσκαμψίας των διαδικασιών, της τελμάτωσης που επικρατεί, της απουσίας δημιουργικότητας, της τάσης των υπαλλήλων για βόλεμα, της τάσης τους για προσαρμογή στη συγκεκριμένη κατάσταση, της απώλειας του ενδιαφέροντος τους για το κλείσιμο εργασιών, της αντιπαραγωγικότητας, κ.λπ.

Σημείωση:
1. Η φράση δίνεται ως απάντηση για την παραγωγικότητα ενός τμήματος. Πολλές φορές η φράση δίνεται με λίγο διαφορετικό τρόπο, χωρίς όμως να χάνεται η σημασία του όρου, π.χ.: τα βαρέλια τα ’χουμε, τα σκατά δεν μας ήρθαν ακόμα, κ.λπ.

  1. Στις παύσεις (…) γίνεται συνήθως κούνημα του κεφαλιού υποδηλώνοντας τη γνωστή τελματωμένη κατάσταση.

  2. Η φράση σχετίζεται με την επέκταση της σημασίας της φράσης «το λαδάκι, να βγαίνει... η ντοματούλα... καμιά ελίτσα», σε εταιρικό επίπεδο (τελματωμένη κατάσταση εταιρείας και προσαρμογή των υπαλλήλων στη ρουτίνα της καθημερινότητας).

  1. Σε βιομηχανία του δημοσίου δυο φίλοι από διαφορετικά τμήματα συζητούν:
    - Τι έγινε ρε; Έχει δουλειά στο τμήμα σου;
    - Ε, όπως και στο τμήμα σου υποθέτω. Πότε δεν έχουμε βαρέλια… πότε μας λείπουν τα σκατά… πότε χαλάνε τα μαστίγια... ε… ό,τι μπορούμε κάνουμε. Το λαδάκι να βγαίνει... η ντοματούλα… καμιά ελίτσα...

  2. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
    Ακολουθεί το ανέκδοτο απ' όπου ξεπήδησε ο όρος:

Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης και ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι, επειδή είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών - μελών.

Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική. Οργανωμένη χώρα σου λέει, τόσα χρόνια στην Ελλάδα τί κατάλαβα, μου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τί σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση.

Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κολάσεως. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.

- Να δω, του απαντά εκείνος, πώς είναι.

- Ούτε να το σκέφτεστε, του απαντά ο υπάλληλος! Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουνε σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!! Φρίκη! Φρίκη!

Όπου φύγει - φύγει ο ρωμιός... Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι, απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση!

Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ φυσικά δεν ανάβουν. Έτσι η επιγραφή γράφει: -Ο-ΑΣΗ.

- Ελληνική ανοργανωσιά... μουρμουρίζει...

Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους... Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κ.λπ. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, εντελώς φέσι και τον ρωτά τι θέλει.

- Ήρθα να δω πώς είναι, του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα...

Τραπέζια, κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια, τσιφτετέλια, νταούλια... Γενικώς, μπάχαλο.

Τρελαίνεται ο τύπος... Τί γίνεται εδώ; ρωτά.

- Άσε φίλε, χάλια του λέει ο μεθυσμένος. Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.

- Πλάκα μου κάνεις, ρωτά ο πεθαμένος. Εδώ πίνετε και γλεντάτε...

- Εεε, ξέρεις πώς είναι εδώ στην Ελλάδα. Πότε δεν έχουμε βαρέλια… πότε μας λείπουν τα σκατά… πότε χαλάνε τα μαστίγια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν κάνεις κάτι όχι επειδή δεν μπορείς ή δεν θέλεις αλλά επειδή δεν έχεις το υλικό για να το κάνεις, τα μέσα για να το κάνεις.

Το γνωστό ανέκδοτο:

Κάποιος πάει σε ένα σεξογιατρό, ο γιατρός τον ρωτάει «ποιο είναι το πρόβλημα σας;» «Δεν γαμώ... δεν γαμώ». «Καλά καλά, πάρτε αυτό το χαπάκι και θα δείτε αποτέλεσμα». Την άλλη μέρα πάλι «δεν γαμώ... δεν γαμώ...», δύο χαπάκια. Την τρίτη μέρα πάλι «δεν γαμώ... δεν γαμώ» τρία χαπάκια ο γιατρός. Την τέταρτη απηύδησε πια και είπε στην γραμματέα του να κλειστεί στο δωμάτιο με τον ασθενή, ο ασθενής τής έδωσε και κατάλαβε, ο γιατρός απορημένος ρώτησε «Ρε φίλε εσύ δεν μας έλεγες ότι δεν γαμάς;» «Άμα βρω... γαμώ... γαμώ».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πλήρης φράση είναι: πίσω αδέρφια, πέσαμε σε τσιμπούκι.

Προέρχεται από το κλασικό παλαιό ανέκδοτο με τα σπερματοζωάρια. (Για όσους δεν το ξέρουν το παραθέτω στο τέλος).

Χρησιμοποιείται για να δείξει πως ενώ είμαστε σίγουροι για το αποτέλεσμα των προσπαθειών μας ή των ενέργειών μας ή μιας εν εξελίξει υπόθεσης μας, κάτι συμβαίνει και πάνε όλα κατά διαβόλου.

All time classic:

Τα σπερματοζωάρια περιμένουν στα αρχίδια ενός τύπου να ανάψει πράσινο για να τρέξουν να γονιμοποιήσουν το ωάριο. Όσο περιμένουν έχουν πέσει με τα μούτρα στη γυμναστική. Κάθε ένα από αυτά θέλει να είναι αυτό που θα γονιμοποιήσει το ωάριο. Μεταξύ τους όμως ξεχωρίζει ένα σπερματοζωάριο, ο Μήτσος, το οποίο είναι μακράν το πιο γυμνασμένο και φορμαρισμένο από όλα. Ξαφνικά εκεί που γυμνάζονται πυρετωδώς, σημαίνει συναγερμός και το πράσινο φως αρχίζει να αναβοσβήνει. Ο ιδιοκτήτης τους είναι έτοιμος να εκσπερματώσει. Τα σπερματοζωάρια μπαίνουν αμέσως στη γραμμή και όταν δίνεται το σήμα ξεκινούν τρέχοντας ποδοπατώντας το ένα το άλλο. Όμως ο Μήτσος τα προσπερναέι όλα σαν σταματημένα και σε μηδέν χρόνο εξαφανίζεται από μπροστά τους, τρέχοντας σαν τον άνεμο. Τα υπόλοιπα παρόλο που ξέρουν ότι ο Μήτσος θα είναι σίγουρα πρώτος δε σταματούν τον αγώνα και συνεχίζουν να τρέχουν προς την έξοδο. Ξαφνικά και ενώ φτάνουν στην έξοδο, βλέπουν το Μήτσο να τρέχει πανικόβλητος προς τα μέσα, αντίθετα στο ρεύμα. Περνώντας δίπλα τους, κάποιο του φώναξε: «Ρε Μήτσο που πας ρε αντίθετα στο μονόδρομο;» Και ο Μήτσος: «ΠΙΣΩ ΑΔΕΛΦΙΑΑΑΑ ΠΕΣΑΜΕ ΣΕ ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΙΙΙΙΙ»

  1. - Τι έγινε ρε εχθές; Έφαγες χυλόπιτα από την Ελένη;
    - Όχι αλλά άκου τι έπαθα: Όσο καθότανε στη μπάρα το σκεφτόμουνα. Κάποια στιγμή το αποφασίζω και σηκώνομαι να πάω να της μιλήσω. Αλλά μόλις φτάνω 2 μέτρα πριν, βλέπω ένα χέρι και της πιάνει τον κώλο. Όπα !!! Πίσω αδέλφια, πέσαμε σε τσιμπούκι. Κάνω μεταβολή και ξανακάθομαι στο τραπέζι μου. Δεν είχα πάρει χαμπάρι ρε πως ήτανε με τον τύπο που καθότανε δίπλα της. Ένα κτήνος 2 μέτρα φίλε.

  2. Αφεντικό: «Γιώργο σφίξε άλλο λίγο τι βίδα και τελειώσαμε»
    Γιώργος (Αφού την παραέσφιξε και έσπασε): «Πίσω αδέλφια. Την κάτσαμε τη βάρκα. Έσπασε.».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από ανέκδοτο παιδικής ηλικίας, μάλλον δημοτικό (όχι ρεμπέτικο). Υπήρχε και άλλο ανέκδοτο με ορόφους και αράπηδες, με μάγους, δεν ξέρω γιατί ήντουνε μόδα τότε.
Πα να πει «πλέον δεν παίζουμε», «τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα» και άλλα τέτοια.

Το ανέκδοτο:
Ένας τύπος πάει σε ένα ινστιτούτο αδυνατίσματος για να ρίξει τις πατσές. Του κάνουν πρόγραμμα με πολύ τρέξιμο για φου-κού: μπαίνει σε μια αίθουσα στον πρώτο όροφο, κλείνει η πόρτα και ο αράπης που είναι μέσα λέει «τρέχω, τρέχεις, κυνηγώ, αν σε πιάσω σε γαμώ. όταν χτυπήσει το κουδουνάκι σταματάμε». Ξεκινάει το κυνήγι, τρέχουν, τρέχουν, και με το που πάει να τον ακουμπήσει ο αράπης, ντλιν η σωτηρία. Κάθεται κάποιες μέρες στον ίδιο όροφο, καλυτερεύει η φου-κού, ανεβαίνει στον επόμενο όροφο. Πάλι αράπης, πιο νταβραντισμένος και πιο γρήγορος όμως, πάλι «τρέχω, τρέχεις, κυνηγώ, αν σε πιάσω σε γαμώ. όταν χτυπήσει το κουδουνάκι σταματάμε», αλλά τώρα του κουδουνάκι αργεί και το σασπένς ανεβαίνει. Ανεβαίνει κάμποσους ορόφους και φτάνει στον τελευταίο, στον οποίο ο αράπης είναι εξαιρετικά μοχθηρός και λέει «τρέχω, τρέχεις, κυνηγώ, αν σε πιάσω σε γαμώ. κουδουνάκια και μαλακίες δεν έχει».

Παράδειγμα:
- Αύριο μπαίνω φαντάρος, στο Μεγάλο Πεύκο. Ξέρεις, εκεί που ήτανε κι ο γιος του Πλεύρη.
- Εκεί, αγόρι μου, κουδουνάκια και μαλακίες δεν έχει.

"Θανούλης Πλεύρης - Ο μη φλώρος (Ράδιο Αρβύλα)" (από patsis, 21/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του Αϊζεν(χ)άουερ, δηλαδή είναι, όπως λέει κι ο Χαλικούτης, το Αλτσχάιμερ στην ιδιόλεκτο των ειδικών - των ίδιων των πασχόντων... Προήλθε από ανέκδοτο, βλ. παράδειγμα.

- Καλημέρα σας, θα μου βάλετε σας παρακαλώ μισό κιλό από το τυρί Αλτσχάιμερ;
- Το ποιο;
- Το τυρί Αλτσχάιμερ.
- Ε; Είστε σίγουρος ότι υπάρχει τέτοιο τυρί;
- Να σας πω την αλήθεια, όχι, γιατί ο γιατρός μου είπε ότι πάσχω από Έμενταλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος κάνει λάθος, αλλά έχει σκεφτεί με αποκλίνοντα, διεστραμμένο ή σλανγκικό τρόπο που μας ευχαριστεί.

Τον πειράζουμε έτσι για την διαστροφή, απόκλιση ή σλανγκοπάθειά του στα πλαίσια μιας χαριτωμενιάς.

Πρόκειται για ατάκα αυτονομημένη από ανέκδοτο, για το οποίο βλέπε το παράδειγμα.

Ήταν ο Τοτός στην 4η Δημοτικού μέσα στο μάθημα της αριθμητικής. Κάποια στιγμή η δασκάλα ρωτάει τους μαθητές, αν κάθονται τρία πουλάκια πάνω σε ένα δέντρο και ένας κακός κυνηγός σκοτώσει το ένα πόσα θα μείνουν πάνω στο δέντρο;

Με, όπως πάντα, υπερβολικό ζήλο σηκώνει το χέρι της η μικρή Ελενίτσα φωνάζοντας, «κυρία, κυρία, κυρία...»! Δίνει λοιπόν, η δασκάλα, τον λόγο στην Ελενίτσα, η οποία με θάρρος απάντα πως θα μείνουν δύο πουλάκια πάνω στο δέντρο. «Μπράβο», λέει η δασκάλα στην Ελενίτσα, «Πολύ σωστή σκέψη!».

Ο Τοτός όμως, που είχε τσαντιστεί με όλη αυτή την σκηνή επίδειξης γνώσεων της Ελενίτσας, σηκώνει το χέρι του και λέει στην δασκάλα, «Εγώ κυρία νομίζω πως δεν θα μείνει κανένα πουλάκι πάνω στο δέντρο αφού και τα υπόλοιπα δύο θα τρομάξουν και θα φύγουν». Η δασκάλα απαντά, «Τοτό, εδώ κάνουμε απλή αριθμητική αλλά μου αρέσει ο τρόπος που σκέπτεσαι».

Κάθεται λοιπόν ο Τοτός για λίγη ώρα σκεπτικός και φανερά προσβεβλημένος, μέχρι που ξανασηκώνει το χέρι του:
- Κυρία, να σας κάνω μία ερώτηση; - Και βέβαια Τοτό, απαντά η δασκάλα. - Κάθονται τρεις γυναίκες σε ένα πάρκο και τρώνε παγωτό χωνάκι. Η πρώτη το γλύφει, η δεύτερη το δαγκώνει και η τρίτη το χώνει όλο βαθιά μέσα στο στόμα, ποια από τις τρεις είναι παντρεμένη; - (Μετά από λίγη σκέψη) Υποθέτω αυτή που το χώνει όλο μέσα στο στόμα της. - Λάθος, απαντάει ο Τοτός, είναι αυτή που φοράει βέρα, αλλά μου αρέσει ο τρόπος που σκέπτεστε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στου χαντάκ είναι η απλή νεοελληνική λύση σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, το οποίο θα έκανε τον κάθε κουτόφραγκο να βασανίζεται για ώρες. Είναι η δική μας απάντηση στο παρώ «αβγό του Κολόμβου» και αποτελεί σίκουελ της αρχαιοβλαχουρόλυσης του Γόρδιου Δεσμού.

Προέρχεται από το γνωστό ανέκδοτο όπου ένας κλασικής μόρφωσης τροχομπάτσος καλείται να συμπληρώσει το δελτίο συμβάντος ενός θανατηφόρου δυστυχήματος σε κάποιον εθνικό κατσικόδρομο: - Το μοτοσακό είναι τούμπα στου χαντάκ.
- Τα ποδάρια του νεκρού είναι παραπέρα, μέσα στου χαντάκ.
- Το κεφάλι του είναι {στην αφσαλ... (μουτζούρα) αλφσασ... (μουτζούρα) αλφσα... (μουτζούρα) ασφλα... (μουτζούρα, γρήγορη ματιά γύρω, κλωτσιά)...} στου χαντάκ.

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος βαριέται ή δεν μπορεί να πολυψάξει ένα θέμα και εφόσον είναι σίγουρος ότι κανείς δεν θα του ζητήσει ευθύνες, το γράφει εκεί που πιάνει μόνο κραγιόν.

Στο συνεργείο:
Φτου ρε γαμώτο! Με το κωλοκατσάβιδο έσκισα κατά λάθος τη φούσκα του ακρόμπαρου. Τώρα για να την αλλάξω πρέπει να βγάλω αμορτισέρ, μουαγέν, δισκόφρενο, τιμόνι, κάθισμα, ντεπόζιτο.
Γαμώ τα Σιντροέν!
Να πάει να γαμηθεί!
Στου χαντάκ!

(από baznr, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified