Στου χαντάκ είναι η απλή νεοελληνική λύση σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, το οποίο θα έκανε τον κάθε κουτόφραγκο να βασανίζεται για ώρες. Είναι η δική μας απάντηση στο παρώ «αβγό του Κολόμβου» και αποτελεί σίκουελ της αρχαιοβλαχουρόλυσης του Γόρδιου Δεσμού.

Προέρχεται από το γνωστό ανέκδοτο όπου ένας κλασικής μόρφωσης τροχομπάτσος καλείται να συμπληρώσει το δελτίο συμβάντος ενός θανατηφόρου δυστυχήματος σε κάποιον εθνικό κατσικόδρομο: - Το μοτοσακό είναι τούμπα στου χαντάκ.
- Τα ποδάρια του νεκρού είναι παραπέρα, μέσα στου χαντάκ.
- Το κεφάλι του είναι {στην αφσαλ... (μουτζούρα) αλφσασ... (μουτζούρα) αλφσα... (μουτζούρα) ασφλα... (μουτζούρα, γρήγορη ματιά γύρω, κλωτσιά)...} στου χαντάκ.

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος βαριέται ή δεν μπορεί να πολυψάξει ένα θέμα και εφόσον είναι σίγουρος ότι κανείς δεν θα του ζητήσει ευθύνες, το γράφει εκεί που πιάνει μόνο κραγιόν.

Στο συνεργείο:
Φτου ρε γαμώτο! Με το κωλοκατσάβιδο έσκισα κατά λάθος τη φούσκα του ακρόμπαρου. Τώρα για να την αλλάξω πρέπει να βγάλω αμορτισέρ, μουαγέν, δισκόφρενο, τιμόνι, κάθισμα, ντεπόζιτο.
Γαμώ τα Σιντροέν!
Να πάει να γαμηθεί!
Στου χαντάκ!

(από baznr, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος κάνει λάθος, αλλά έχει σκεφτεί με αποκλίνοντα, διεστραμμένο ή σλανγκικό τρόπο που μας ευχαριστεί.

Τον πειράζουμε έτσι για την διαστροφή, απόκλιση ή σλανγκοπάθειά του στα πλαίσια μιας χαριτωμενιάς.

Πρόκειται για ατάκα αυτονομημένη από ανέκδοτο, για το οποίο βλέπε το παράδειγμα.

Ήταν ο Τοτός στην 4η Δημοτικού μέσα στο μάθημα της αριθμητικής. Κάποια στιγμή η δασκάλα ρωτάει τους μαθητές, αν κάθονται τρία πουλάκια πάνω σε ένα δέντρο και ένας κακός κυνηγός σκοτώσει το ένα πόσα θα μείνουν πάνω στο δέντρο;

Με, όπως πάντα, υπερβολικό ζήλο σηκώνει το χέρι της η μικρή Ελενίτσα φωνάζοντας, «κυρία, κυρία, κυρία...»! Δίνει λοιπόν, η δασκάλα, τον λόγο στην Ελενίτσα, η οποία με θάρρος απάντα πως θα μείνουν δύο πουλάκια πάνω στο δέντρο. «Μπράβο», λέει η δασκάλα στην Ελενίτσα, «Πολύ σωστή σκέψη!».

Ο Τοτός όμως, που είχε τσαντιστεί με όλη αυτή την σκηνή επίδειξης γνώσεων της Ελενίτσας, σηκώνει το χέρι του και λέει στην δασκάλα, «Εγώ κυρία νομίζω πως δεν θα μείνει κανένα πουλάκι πάνω στο δέντρο αφού και τα υπόλοιπα δύο θα τρομάξουν και θα φύγουν». Η δασκάλα απαντά, «Τοτό, εδώ κάνουμε απλή αριθμητική αλλά μου αρέσει ο τρόπος που σκέπτεσαι».

Κάθεται λοιπόν ο Τοτός για λίγη ώρα σκεπτικός και φανερά προσβεβλημένος, μέχρι που ξανασηκώνει το χέρι του:
- Κυρία, να σας κάνω μία ερώτηση; - Και βέβαια Τοτό, απαντά η δασκάλα. - Κάθονται τρεις γυναίκες σε ένα πάρκο και τρώνε παγωτό χωνάκι. Η πρώτη το γλύφει, η δεύτερη το δαγκώνει και η τρίτη το χώνει όλο βαθιά μέσα στο στόμα, ποια από τις τρεις είναι παντρεμένη; - (Μετά από λίγη σκέψη) Υποθέτω αυτή που το χώνει όλο μέσα στο στόμα της. - Λάθος, απαντάει ο Τοτός, είναι αυτή που φοράει βέρα, αλλά μου αρέσει ο τρόπος που σκέπτεστε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του Αϊζεν(χ)άουερ, δηλαδή είναι, όπως λέει κι ο Χαλικούτης, το Αλτσχάιμερ στην ιδιόλεκτο των ειδικών - των ίδιων των πασχόντων... Προήλθε από ανέκδοτο, βλ. παράδειγμα.

- Καλημέρα σας, θα μου βάλετε σας παρακαλώ μισό κιλό από το τυρί Αλτσχάιμερ;
- Το ποιο;
- Το τυρί Αλτσχάιμερ.
- Ε; Είστε σίγουρος ότι υπάρχει τέτοιο τυρί;
- Να σας πω την αλήθεια, όχι, γιατί ο γιατρός μου είπε ότι πάσχω από Έμενταλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση φού και φού συναντάται αρχικά σε ανέκδοτο όπως φαίνεται ξεκάθαρα και στο παράδειγμα.

Παραπέμπει στην έκφραση «πού και πού», η οποία σημαίνει «κάποιες φορές», επισημαίνοντας την όχι και τόσο συχνή επανάληψη κάποιας πράξης και η οποία έκφραση γίνεται «φού και φού» όταν εκφέρεται από κάποιον γηραιό/γραία ιδίως φαφούτη/α, οπότε και τα χειλικά κοφτά «Π», γίνονται δασέα «Φ».

Το ανέκδοτο: Ήταν δύο γριές φαφούτες και λέει η πρώτη στην δεύτερη: «μωρή κάνεις καμιά φίφα;» Και η δεύτερη της απαντάει: «φού και φού!»

η αναφορά και από τον Γεωργίου Γιώργο (από Malinowsky, 08/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βλ. μην τον είδατε τον Παναή. Η υπεράνω πάσης υποψίας θεογκόμενα που αποδεικνύεται τρανσέξουαλ ή, κόψε κάτι, τραβεστί, κι όταν ζητάμε το ονοματάκι της, μας λέει «Αναΐς». «Από πού;», ζητάμε να μάθουμε την προέλευση του ξενικού ονόματος. «Από το Παναής», παλιό ανέκδοτο. Αντίστροφα, ο υπεράνω πάσης υποψίας άντρακλας, που τελικά αποδεικνύεται ότι το πάει το ταξίδι με το «happy traveller». Αν πάντως είναι μπετατζής, όπως στο ομώνυμο άσμα (βλ. παράδειγμα), πρέπει να σημειώσουμε «την μπετονιέρα μην κατηγοράς!».

  2. Στην μυθολογία, Αναΐς ήταν η σύζυγος του Βάαλ. Ο Βάαλ ήταν ο πιο μεγάλος θεός των Φοινίκων και των Χαναναίων. Τον θεωρούσαν προστάτη της γονιμότητας και της γεωργίας. Τον παρίσταναν άλλοτε με κέρατα βοδιού κι άλλοτε σαν γυναίκα με μεγάλους μαστούς και κρατώντας στο χέρι περιστέρι. Οι Βαβυλώνιοι του είχαν χτίσει πανύψηλους ναούς και τον έλεγαν Μολώχ. Οι Χαναναίοι τον λάτρευαν σαν κυρίαρχο της χώρας τους και η Παλαιά Διαθήκη αναφέρει απειλές για τους Ιουδαίους που αλλαξοπίστησαν και προτροπές, για να ξαναγυρίσουν στη θρησκεία των πατέρων τους. Οι αλλαξοπιστήσαντες αναφέρονταν στην Παλαιά Διαθήκη ως «η νεότης ήτις έκυψε γόνυ τωι Βάαλ», δηλαδή τον προσκύνησε.
    Πηγή: Live-Pedia. Assist: Mes.

Παραμένουν ανοικτά σλανγκικά ερωτήματα: Ποια η σχέση μεταξύ του Βάαλ και της Ρωμαίας αυτοκράτειρας Valeria Messalina; (Παρεπίπταμπλυ, από τα καλά, -αν και controversial-, λήμματα του μακαρίτη, Θεός σχωρέστον- με την καλή έννοια). Ποια η σχέση της Αναΐδος με τα κέρατα του Βάαλ; Ποια η σχέση του Βάαλ με τον Παναή; (Αν κρίνουμε από το δισυπόστατόν του).

Αναΐς (Μετάληρα)

Πού να πήγε, παιδιά ο Πανάης;
Πού να πήγε, παιδιά ο Πανάης;
Πού να πήγε, παιδιά ο Πανάης;
Πολύ πρέπει να ψάξεις,
αν θέλεις να τον βρεις.

Τ' όνομά του ήτανε Παναής,
στις οικοδομές τον γνωρίζαν όλοι,
στην δουλειά του ήτανε μερακλής,
θα πω μια ιστορία, για να καταλάβουν όλοι!

Χειμώνα βράδυ στην Συγγρού,
και ξαφνικά βλέπω μια γκόμενα δυο μέτρα,
φόραγε φόρεμα σι-θρου,
κι οι ρώγες της φαινόνταν, είχαν γίνει πέτρα!

Και μου ζητάει φωτιά,
ρωτάω το όνομά της,
μου λέει «Αναΐς»,
και πιάνει τα βυζιά της.

Πού να το φανταστείς!
Μπροστά σου να το δεις!
Χαϊδεύεται η Αναΐς.
Κι η ώρα πήγε τρεις.
Ο φίλος μου που ήταν μαζί,
την ρώτησε αν κρυώνει γιατί είχε κρύο,
και τον αρπάζει απ' το καυλί,
του απαντάει πως είναι καιρό για τρίο.

Μα κάτι θυμίζει η φωνή,
ήταν σαν του Πανάγου,
που ήτανε μπετατζής,
κι έμενε στου Παπάγου.

Ήταν ο Παναής,
που έγινε Αναΐς,
ήταν ο Παναής,
πού να το φανταστείς!

Έχω δει στον δρόμο μου τραβέλια και τραβέλια,
μα σαν κι αυτήν κανείς!
Θυμάμαι που κουβάλαγε στην πλάτη τα βαρέλια
ώσπου να πάει τρεις.
Μετά το μεροκάματο πηγαίναμε για ούζα,
μέχρι να πάει εφτά.
Και τώρα με τον φίλο μου,
μου λέει για παρτούζα,
για τα μισά λεφτά.

Μόνο οι τραβεστές δουλεύουν τέτοια ώρα,
μέσα στην παγωνιά,
το κρύο θέλει αρχίδια.
Ήταν ο Παναής,
που έγινε Αναΐς (τρις)
Ήταν ο Παναής,
και φεύγει για Paris.

Η ποιήτρια Αναΐς Νιν (από allivegp, 09/08/09)

βλ. και Κέλλυ από το «Βαγγέλη»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν κάνεις κάτι όχι επειδή δεν μπορείς ή δεν θέλεις αλλά επειδή δεν έχεις το υλικό για να το κάνεις, τα μέσα για να το κάνεις.

Το γνωστό ανέκδοτο:

Κάποιος πάει σε ένα σεξογιατρό, ο γιατρός τον ρωτάει «ποιο είναι το πρόβλημα σας;» «Δεν γαμώ... δεν γαμώ». «Καλά καλά, πάρτε αυτό το χαπάκι και θα δείτε αποτέλεσμα». Την άλλη μέρα πάλι «δεν γαμώ... δεν γαμώ...», δύο χαπάκια. Την τρίτη μέρα πάλι «δεν γαμώ... δεν γαμώ» τρία χαπάκια ο γιατρός. Την τέταρτη απηύδησε πια και είπε στην γραμματέα του να κλειστεί στο δωμάτιο με τον ασθενή, ο ασθενής τής έδωσε και κατάλαβε, ο γιατρός απορημένος ρώτησε «Ρε φίλε εσύ δεν μας έλεγες ότι δεν γαμάς;» «Άμα βρω... γαμώ... γαμώ».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από ανέκδοτο παιδικής ηλικίας, μάλλον δημοτικό (όχι ρεμπέτικο). Υπήρχε και άλλο ανέκδοτο με ορόφους και αράπηδες, με μάγους, δεν ξέρω γιατί ήντουνε μόδα τότε.
Πα να πει «πλέον δεν παίζουμε», «τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα» και άλλα τέτοια.

Το ανέκδοτο:
Ένας τύπος πάει σε ένα ινστιτούτο αδυνατίσματος για να ρίξει τις πατσές. Του κάνουν πρόγραμμα με πολύ τρέξιμο για φου-κού: μπαίνει σε μια αίθουσα στον πρώτο όροφο, κλείνει η πόρτα και ο αράπης που είναι μέσα λέει «τρέχω, τρέχεις, κυνηγώ, αν σε πιάσω σε γαμώ. όταν χτυπήσει το κουδουνάκι σταματάμε». Ξεκινάει το κυνήγι, τρέχουν, τρέχουν, και με το που πάει να τον ακουμπήσει ο αράπης, ντλιν η σωτηρία. Κάθεται κάποιες μέρες στον ίδιο όροφο, καλυτερεύει η φου-κού, ανεβαίνει στον επόμενο όροφο. Πάλι αράπης, πιο νταβραντισμένος και πιο γρήγορος όμως, πάλι «τρέχω, τρέχεις, κυνηγώ, αν σε πιάσω σε γαμώ. όταν χτυπήσει το κουδουνάκι σταματάμε», αλλά τώρα του κουδουνάκι αργεί και το σασπένς ανεβαίνει. Ανεβαίνει κάμποσους ορόφους και φτάνει στον τελευταίο, στον οποίο ο αράπης είναι εξαιρετικά μοχθηρός και λέει «τρέχω, τρέχεις, κυνηγώ, αν σε πιάσω σε γαμώ. κουδουνάκια και μαλακίες δεν έχει».

Παράδειγμα:
- Αύριο μπαίνω φαντάρος, στο Μεγάλο Πεύκο. Ξέρεις, εκεί που ήτανε κι ο γιος του Πλεύρη.
- Εκεί, αγόρι μου, κουδουνάκια και μαλακίες δεν έχει.

"Θανούλης Πλεύρης - Ο μη φλώρος (Ράδιο Αρβύλα)" (από patsis, 21/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί μετεξέλιξη της γνωστής παροιμίας «ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τον εβγάλαμε» και χρησιμοποιείται όταν κάποιος καταλήγει σε εντελώς πρόωρα συμπεράσματα βάσει καθαρά θεωρητικών και επινοημένων σεναρίων. Η έκφραση προέρχεται από παλιό ανέκδοτο που ακολουθεί.

(Δύο άγνωστοι πιάνουν κουβέντα σε παγκάκι στον Εθνικό Κήπο).

- Καλημέρα κοπελιά, με λένε Θανάση! - Γεια σου Θανάση, είμαι η Λίλιαν. Ήρθες και συ να ταΐσεις τις πάπιες;

(Από την αρχή υπήρξε αμοιβαία συμπάθεια και η συζήτηση γρήγορα στράφηκε σε προσωπικά θέματα).

- Ο Περικλής ήταν δυο χρόνια μικρότερος από τον πατέρα μου... Πηρά την δύναμη να τον χωρίσω, έχοντας διαβάσει Γιαλόμ που γράφει για τις σχέσεις ότι...

(Η χημεία μεταξύ των δύο ήταν εκρηκτική και γρήγορα άρχισαν να ονειροπολούν…)

- Θανάση, ούτε ένα τέταρτο δεν μιλάμε, αλλά αισθάνομαι ότι γνωριζόμαστε μια αιωνιότητα...
- Λίλιαν το ίδιο αισθάνομαι και εγώ. Νιώθω πιο κοντά μαζί σου απ΄ ότι αισθάνθηκα ποτέ για οποιαδήποτε άλλη…
- Είναι κισμέτ! Θα μπορούσα να μιλάω μαζί σου για όλη μου την ζωή…

(Πιάνουν χεράκια…)

- Φαντάσου Λίλιαν, εάν έβρισκα τελικά δουλειά, θα μπορούσαμε να ζήσουμε στο όμορφο διαμέρισμα, την φωλίτσα μας… - Αχ, εσύ θα γύριζες κατάκοπος από το γραφείο, θα σου έκανα σιάτσου με σουτζουκάκια…
- Και μόλις πάρω bonus θα μετακομίσουμε στη μονοκατοικία των ονείρων μας στην Εκάλη. Θα αγοράσω ένα Doberman, τον Φρίξο, να μας προστατεύει...
- Να κάνουμε και ένα παιδάκι;
- Ναι αγάπη μου, είναι αγόρι! Πώς θα το βγάλουμε;
- Γιαννάκη.
- Τι όμορφο κουκλί ο Γιαννάκης!
- Σου μοιάζει αγάπη μου, έχει τα «τούτα σου».
- Γούτσου-γούτσου-γούτσου ο Γιαννάκης μας!
- Ωχ Θεέ μου, λες να μας πάθει κάτι το παιδί μας;
- Την ώρα που τον πηγαίνει βόλτα με το καροτσάκι, η γιαγιά παθαίνει εγκεφαλικό ..
- Και το καροτσάκι τσουλάει προς την Κηφισίας...
- Ααααααααα! Μια τριαξονική νταλίκα!!!
- Το ΠΑΤΗΣΕ!!!!! - Ουυυ-ουυυυυ-ουυυυυυ (κλάμα και οι δύο)
- Αδικοχαμένε Γιαννάκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ξεπήδησε από ανέκδοτο (βλ. περιοχή παραδειγμάτων) και αυτονομήθηκε.

Η φράση υποδηλώνει πως αφού, λόγω της ανοργανωσιάς και του αποσυντονισμού που επικρατεί γενικά στις ελληνικές εταιρείες, δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματικά η δουλειά, οι υπάλληλοι, προσαρμοζόμενοι στην κατάσταση, ζουν μέσω «κολάσεως» (υπαρκτή απαίτηση για δουλειά που πρέπει να γίνει), «οάσεις παραδείσου» (περίοδοι υπολειτουργίας στη δουλειά, λόγω ανεπάρκειας υλικών πόρων).

Τα πράγματα είναι κατά πολύ εμφανέστερα στο ελληνικό δημόσιο, λόγω της μεγαλύτερης αποδιοργάνωσης, του δυσκίνητου χαρακτήρα του, της δυσκαμψίας των διαδικασιών, της τελμάτωσης που επικρατεί, της απουσίας δημιουργικότητας, της τάσης των υπαλλήλων για βόλεμα, της τάσης τους για προσαρμογή στη συγκεκριμένη κατάσταση, της απώλειας του ενδιαφέροντος τους για το κλείσιμο εργασιών, της αντιπαραγωγικότητας, κ.λπ.

Σημείωση:
1. Η φράση δίνεται ως απάντηση για την παραγωγικότητα ενός τμήματος. Πολλές φορές η φράση δίνεται με λίγο διαφορετικό τρόπο, χωρίς όμως να χάνεται η σημασία του όρου, π.χ.: τα βαρέλια τα ’χουμε, τα σκατά δεν μας ήρθαν ακόμα, κ.λπ.

  1. Στις παύσεις (…) γίνεται συνήθως κούνημα του κεφαλιού υποδηλώνοντας τη γνωστή τελματωμένη κατάσταση.

  2. Η φράση σχετίζεται με την επέκταση της σημασίας της φράσης «το λαδάκι, να βγαίνει... η ντοματούλα... καμιά ελίτσα», σε εταιρικό επίπεδο (τελματωμένη κατάσταση εταιρείας και προσαρμογή των υπαλλήλων στη ρουτίνα της καθημερινότητας).

  1. Σε βιομηχανία του δημοσίου δυο φίλοι από διαφορετικά τμήματα συζητούν:
    - Τι έγινε ρε; Έχει δουλειά στο τμήμα σου;
    - Ε, όπως και στο τμήμα σου υποθέτω. Πότε δεν έχουμε βαρέλια… πότε μας λείπουν τα σκατά… πότε χαλάνε τα μαστίγια... ε… ό,τι μπορούμε κάνουμε. Το λαδάκι να βγαίνει... η ντοματούλα… καμιά ελίτσα...

  2. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
    Ακολουθεί το ανέκδοτο απ' όπου ξεπήδησε ο όρος:

Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης και ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι, επειδή είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών - μελών.

Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική. Οργανωμένη χώρα σου λέει, τόσα χρόνια στην Ελλάδα τί κατάλαβα, μου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τί σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση.

Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κολάσεως. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.

- Να δω, του απαντά εκείνος, πώς είναι.

- Ούτε να το σκέφτεστε, του απαντά ο υπάλληλος! Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουνε σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!! Φρίκη! Φρίκη!

Όπου φύγει - φύγει ο ρωμιός... Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι, απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση!

Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ φυσικά δεν ανάβουν. Έτσι η επιγραφή γράφει: -Ο-ΑΣΗ.

- Ελληνική ανοργανωσιά... μουρμουρίζει...

Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους... Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κ.λπ. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, εντελώς φέσι και τον ρωτά τι θέλει.

- Ήρθα να δω πώς είναι, του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα...

Τραπέζια, κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια, τσιφτετέλια, νταούλια... Γενικώς, μπάχαλο.

Τρελαίνεται ο τύπος... Τί γίνεται εδώ; ρωτά.

- Άσε φίλε, χάλια του λέει ο μεθυσμένος. Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.

- Πλάκα μου κάνεις, ρωτά ο πεθαμένος. Εδώ πίνετε και γλεντάτε...

- Εεε, ξέρεις πώς είναι εδώ στην Ελλάδα. Πότε δεν έχουμε βαρέλια… πότε μας λείπουν τα σκατά… πότε χαλάνε τα μαστίγια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυποποιημένη φράση και χρήση του «λέγειν μαλακίες», η οποία έχει απίστευτη διάδοση, μιας και εντάσσεται στο διαχρονικό ελληνικό όνειρο (έστω, στην ολιγαρκή εκδοχή του) «να 'χαμε τι να 'χαμε μια μπυρίτσα να 'χαμε», «να 'χαμε δυο τσιγάρα και δυο για μετά», και να λέμε και καμιά μαλακία να περνάει η ώρα... Με άλλα λόγια, φράση που περιγράφει την ελαφρά συζήτηση a la grecque, η οποία δε δεσμεύει κανέναν και για τίποτα... (βλ. και φράση «πείτε ρε καμιά μαλακία να περάσει η ώρα»).
Σημείωση: η φράση λέγεται πάντα (ή μάλλον, το ορθό είναι) στο 1ο πληθυντικό, ανεξαρτήτως πλήθους του φυσικού υποκειμένου. Αν χρησιμοποιηθεί από ένα άτομο, τότε σημαίνει ότι και το είπα, ξείπα, την παρόλα μου την χέζω, με την κεφαλαιώδη διαφορά όμως ότι το «είπα, ξείπα» (προϋπο)θέτει τον χρήστη σε θέση εξουσίας έναντι του συνομιλητή, ενώ το «λέμε και καμιά μαλακία» έχει απολογητική διάθεση και παραπέμπει σε χεζμεντέν καταστάσεις.

Η φράση είναι τόσο αγαπητή ώστε εντάχθηκε μάλλον σε πασίγνωστο ανέκδοτο, παρά αυτονομήθηκε.

αντιγράφω το πασίγνωστο ανέκδοτο από κάποιον που το έγραψε κάπως μερακλίδικα.

Ήταν τώρα σε ένα δάσος ένας λαγός πολύ PUNK (ξέρετε με σκουλαρίκια με μηχανή με γυαλιά κ.α)
και καθόταν κάτω από ένα δέντρο. Περνάει ο αετός :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το φίδι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά το ποντίκι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά η χελώνα :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
Περνά ο γάιδαρος :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου ρίχνουμε και καμιά πούτσα στο λιοντάρι!
- Τι; (του λέει) Πούτσα στο λιοντάρι;
- Ναι γιατί;
- Να πάω να του το πω;
- Και δεν πας ;
Μετά από λίγη ώρα περνά το λοντάρι :
- Γεια σου λαγέ! Τι κάνεις ;
- Εδώ μωρέ, καφεδούμπα, φραπεδούμπα, ηλιούμπα, κάπου κάπου λέμε και καμία μαλακία για να περνάει η ώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified