Further tags

Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.

Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.

(από xalikoutis, 04/10/08)Μπορείς και να τρως τζαμπέισον. (από Galadriel, 02/04/09)

Σχετικά: τράκα, τζαμπαντάν. Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιστί: half past late.

Τουρίστας: - When will our flight leave?
- Half past late...

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική αγγλιά. Από το αγγλικό in, σημαίνει κυρίως της μοδός. Χρησιμοποιείται σε και καλούα διαλέκτους, όπως η τρεντογλωσσούζ, αλλά είναι ελαφρώς παρωχημένο, υπερβολικά κλασικό. Να μην συγχέεται με το ελληνοπρεπές μέσα, που έχει ελαφρώς άλλη σημασία.

Πηγή: Βικάριος.

Είναι προχώ να λες «προχώ», αλλά πολύ φοβούμαι ότι δεν είναι πλέον ιν, να λες «ιν».

Σχετικό: engreek

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας διαφορετικός τρόπος να περιγράψεις πρόσωπα και καταστάσεις. Έχει 3 βαθμίδες:

1) Ανκούλ (uncool),
2) Σεμικούλ (semicool),
3) Κουλ.

Λόγω εξτρεμιστικών καταστάσεων που βιώνουμε η δεύτερη επιλογή δεν χρησιμοποιείται σχεδόν ποτέ. Οπότε κάποιος/κάτι είναι είτε κουλ, είτε ανκούλ.

- Πάμε για καφέ το απογευματάκι;
- Κουλ (αντί για ναι, θέλοντας να δείξεις το θαυμασμό σου ότι πας για καφέ).

- Παίχτηκε μαλακία χτες.
- Το θυμάμαι, ανκούλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όμορφα, συμμαζέψου, κόψε τις μαλακίες, μας βλέπει κόσμος...Τέτοια.

Πρώτη φορά το άκουσα σε ένα άσμα του Δάντη αλλά έχω την εντύπωση ότι το είχε εισάγει ο Σεφερλής πολύ πιο πριν.

Για να δοθεί περισσότερη έμφαση το λέμε συλλαβιστά και εκφέρουμε πιο αργά το ουλ.

Έρχεται από τη φιλόξενη Αγγλία.

Λίλιαν: «Θα βάλω αυτό το σεμνό κόκκινο φουστάνι με το σκίσιμο στον κώλο στην κηδεία της μαμάς σου, αγάπη».
Βαγγέλας: «ΜΠΙΟΥ-ΤΙ-ΦΟΥΛ».

Το άσμα του Δάντη που αναφέρει η Μαριάχ (από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To επίρρημα «προφανώς» γκρηκλιστί, κατά το «παρεμπίπταμπλυ». Γενικώς, υπάρχει μια τάση να γκρηκλίζουμε εύκολα τα συνδετικά επιρρήματα. Επειδή, όμως «profane» είναι στα αγγλικά το «βέβηλο» ο σλανγκισμός θα μπορούσε να παρετυμολογηθεί κι από εκεί, ιδίως στο κατεξοχήν βέβηλο σάιτ.

Πηγή: acg.

H γιαγιά ζήτησε με εξαιρετικό ενδιαφέρον τους «Financial Times». Προφάνουσλυ, πήγαινε για χέσιμο. (Παλιό ανέκδοτο).

Το λήμμα «πες μου πότε έχεις περίοδο να 'ρθω να μεταλάβω» είναι προφάνουσλυ ένα από τα καλύτερα και πιο ακραία του σάιτ.

Βλ. και σχετικό λήμμα προφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμπιπτόντως με την αγγλική επιρρηματική κατάληξη -ly, χρησιμοποιούμενο σ' ένα αν πασάν αφ' ενός μεν για να δείξουμε τον άριστο χειρισμό της αγγλικής και αφ' ετέρου για να δούμε αν ο συνομιλητής μας προσέχει ή τον πήρε για κανά τεταρτάκι.

- Α, και παρεμπίπταμπλυ, πού είναι εκείνα τα 300 ευρώπουλα που μου χρωστάς και θα μου έδινες πέρσι τα Χριστούγεννα;
- Παρεμπ... τι; Πώς το είπες αυτό το αγγλικό ρε γίγαντα; Μ' έστειλες μεγάλε. Τι γλωσσομάθεια! Τι εύρος γνώσεων! Τι-
- Ναι, ΟΚ, πέφτε τα 300 τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλιά. Στα αγγλικά σημαίνει κυρίως το επιδόρπιο (< επί + δόρπον = απογευματινό φαγητό στα αρχαία). Οπότε μπορεί να εννοηθεί ως υπονοούμενο και το ό,τι ήθελε προκύψει, το γαμήσι μετά το καλό γεύμα. Γενικότερα, οποιαδήποτε δραστηριότητα γίνεται «μετά».

Πάω Μέγαρο και άφτερ στα μπουζούκια.

Πάω κλαμπ και άφτερ για φραπέ.

Πάω για πρωινό φραπέ και άφτερ στην δουλειά.

(από Khan, 12/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα. Σημαίνει «σίγουρα». (Για ειρωνική χρήση βλ. εδώ) Συνώνυμο: γκαραντί.

Χρησιμοποιείται πολύ στο στρατό. Όχι για κάποιον ειδικό λόγο, απλώς γιατί στο στρατό κυκλοφορούν μονίμως τόσες φήμες ώστε είναι πάντοτε ανάγκη να τις επιβεβαιώνεις όσο μπορείς. Πέραν αυτού, χρησιμοποιείται και στην κοινωνία.

Προέρχεται μάλλον από όρο των αλογομούρηδων και λοιπών στοιχηματζήδων.

  1. - Τελικά Δευτέρα βγαίνουν οι μεταθέσεις;
    - Όχι ρε, ποια Δευτέρα; Από βδομάδα και αν.
    - Στάνταρ;
    - Ε τώρα, τι στάνταρ... Έτσι λένε.

  2. - Τριημεράκι τι θα κάνεις;
    - Μα θα παίξει τελικά τριήμερο;
    - Ναι ρε, στάνταρ!
    - Ξέρω 'γώ, άμα παίξει τελικά θα δω.
    - Καλά, είσαι χαζός; Δευτέρα είναι του Αγίου Πνεύματος, πού ακούστηκε να μας τη φάνε;

(από rigo21, 24/05/09)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα γκρηκλιστικά επιρρήματα νέας κοπής, πρβλ προφάνουσλυ, πρεζούμαμπλυ, παρεμπίπταμπλυ κ.ά. Ασφάλουσλυ, σημαίνει «ασφαλώς».

- Τελικά Τάκης είναι το Ντέρτι, ή Νίτσα;
- Ασφάλουσλυ και είναι Τάκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified