Further tags

Η εγκυμονούσα. Αντίστοιχα το χαβιάρι είναι η εγκυμοσύνη.

- Τι γίνεται ρε φίλε; Έμαθα ότι η Σουζάνα είναι χαβιαρωμένη. - Ναι, την είδα με μια κοιλιά να! Μπράβο ο Βασιλάκης, την έκανε πάλι την δουλειά του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοιραία ο νους στο άκουσμα της λέξης πάει στον ανώτατο διπλωματικό αντιπρόσωπο της χώρας του σε μια ξένη χώρα. Οποία τιμή!

Έλα μου ντε όμως που εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εδώ τα πράγματα δεν έχουν να κάνουν με τιμή, μα με «κατάντια». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί να αυτοαποκαλεστεί κάποιος πρέσβης, ή να αποκαλέσουμε κάποιον με μια δόση χιούμορ ή με μια δόση ελαφράς ειρωνείας έτσι, όταν αυτός είναι... πρεσβύωπας!!! Κάποιον δηλαδή που πάσχει από πρεσβυωπία!!!. Η πρεσβυωπία εκδηλώνεται συνήθως με το πέρασμα της ηλικίας.

Αν προσπαθήσουμε να βρούμε κάποια... ο Θεός να τα κάνει... κοινά σημεία, μεταξύ αυτών των δύο τύπων πρέσβη θα δούμε πως:

α) θεωρητικά τουλάστιχον έχουν κι οι δύό εμπειρία, αφού ο πρέσβης - πρεσβευτής τοποθετούμενος εκεί θα πρέπει να 'ναι σπίρτο μονάχο. Στην πράξη όμως τα κονέμετράνε. Ο δε πρέσβης - πρεσβύωψ, ένεκα που η πρεσβυωπία χτυπά τους σχετικά μεγαλύτερους στην ηλικία θα πρέπει λογικά, να μπορεί να λειτουργεί λόγω εμπειρίας ως γριά πουτάνα αφού σαράντα χρόνια... Ωστόσο υπάρχουν... και κάτι παλιμπαιδίζοντες ανώριμοι πουρέϊτζερ...

β) Ο πρέσβης - πρεσβύωπας πάλι, ενώ στα κοντά μπορεί να 'ναι γκαβαδίας ολκής, στα μακρυά αποδεικνύεται αετός. Ο πρέσβης - πρεσβευτής θα πρέπει, σε θεωρητική τουλάστιχον βάση, να βλέπει μακρυά.

γ) Και οι δύο αξιολογούνται και οι αξιολογήσεις αυτές επηρεάζονται από τις συγκυρίες (ως αιτίες ή ως αφορμές). Ο πρέσβης - πρεσβευτής αξιολογείται με όχι τόσο αξιόπιστα και έγκυρα κριτήρια λόγω κονέ και παρασκηνιακών ενεργειών (προκειμένου να προωθηθούν κάποιοι και να εκτοπιστούν κάποιοι άλλοι). Ο πρεσβύωπας αξιολογείται με αντικειμενικό τρόπο αφού η πρεσβυωπία κάποιου αποτιμάται μέσω μέτρησης των βαθμών πρεσβυωπίας (αντικειμενικά καθορισμένοι). Ωστόσο όμως και εδώ καραδοκεί η αναξιοπιστία της μέτρησης, αφού μπορεί π.χ. το όργανο να δείχνει εσφαλμένη μέτρηση (συνήθες πρόβλημα διακρίβωσης οργάνου).

  1. Δυο εξηντάρηδες πρώην συμμαθητές συζητούν:
    - Τα μαθες, ο Νώντας... ξέρεις ο παλιός μας συμμαθητής...
    - Ναι κατάλαβα. Τι συμβαίνει μ' αυτόν;
    - Έγινε πρέσβης.
    - Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα. Πρέσβης αυτός; Για να γίνεις πρέσβης πρέπει να κάνεις ειδικές σπουδές, να 'σαι γατόνι και να μιλάς κομψά. Αυτός δεν έχει τίποτα από αυτά. Αυτός έμενε πάντα στην ίδια τάξη. Με το ζόρι τελείωσε το γυμνάσιο. Το νοητικό του επίπεδο είναι χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Μέχρι πρότινος ήξερα πως δούλευε στη λαχαναγορά, μιλάει σα νταλικέρης, φοράει πάντα τα χειρότερα ρούχα, ζέχνει σα μπακαλιάρος και γενικώς τσακώνεται μ' όλο τον κόσμο. Αυτός πρέσβης; Χα χα χα. Με τι προσόντα ρε όρνιο;
    - Κι όμως έχει ένα και καλό. Έχει 2,5 βαθμούς πρεσβυωπία.
    - Ε;
    - Κλείσ' το στόμα σου μη μπει καμιά μύγα. Μιλάς τόση ώρα σαν τον κώλο του κρυωμένου και δε σκέφτηκες το αυτονόητο. Όρνιο... ε όρνιο!

  2. Δύο γέροι συζητούν:
    - Άστα Μήτσο το γήρας ου γαρ έρχεται μόνο. Το πουλί μου έχει συρρικνωθεί τόσο. Δεν το βλέπω πια.
    - Τέτοια προβλήματα είχα κι εγώ. Μέχρι που πήγα σε έναν οφθαλμοντόκτορα. Με έχρησε πρέσβη. Κι από τότε το ταπεινό γαριδάκι μου φαίνεται σαν τηνπίτα του παππού.
    - Ε... κόψε κάτι.
    - Ε...τι να σου πω. Ελπίδα σου δίνω. Έτσι κι αλλιώς αυτή πεθαίνει τελευταία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα, τα οποία γνωρίζουν τους πάντες, είναι δικτυωμένα, έχουν όλα τα κονέ και υπόσχονται ότι μπορούν να εξυπηρετήσουν οποιοδήποτε αίτημα.

Η λέξη προέρχεται από το χαρακτηριστικό των υποψηφίων της επαρχίας, όπου βασική προϋπόθεση νίκης είναι η προσωπική, εις βάθος γνωριμία με το σύνολο του εκλογικού σώματος και κυριότερα, η αποδεδειγμένη ικανότητα ικανοποίησης κάθε αιτήματος.

Χρησιμοποιείται η λέξη «-δήμαρχος», καθώς υφίσταται η εξής αλληλεπίδραση:
α. στην επαρχία υπάρχει πολύ πιο άμεση σχέση των κατοίκων με τους τοπικούς άρχοντες.
β. οι τοπικοί άρχοντες στην επαρχία έχουν πολύ μεγαλύτερη επιρροή απ' ότι στα αστικά κέντρα.

Ωσεκτουτού, ο Βλαχοδήμαρχος γνωρίζει τους πάντες και πιο σημαντικά, γνωρίζει τι χρειάζεται και ταυτόχρονα, τι μπορεί να του προσφέρει ο καθένας. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να πιέζει ή/και να εξυπηρετεί διάφορα αιτήματα και έτσι να εξασφαλίζει περαιτέρω υποστήριξη.

Στην καθομιλουμένη, η λέξη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα τα οποία έχουν έναν ευρύ κύκλο γνωριμιών και μπορούν να εξυπηρετήσουν διάφορες δουλειές, οι οποίες υπό Κ.Σ. είναι αδύνατον ή εξαιρετικά χρονοβόρο/κοστοβόρο να ολοκληρωθούν.
Ο σωστός Βλαχοδήμαρχος, δεν θα δεχτεί χρήματα για τις υπηρεσίες του, αντιθέτως θα αρνηθεί σθεναρά οποιαδήποτε προσπάθεια άμεσης αποζημίωσης. Αντ' αυτού, ο εξυπηρετούμενος εντάσσεται στη «λίστα» γνωριμιών και κάποια στιγμή, μπορεί να κληθεί να εξυπηρετήσει με τη σειρά του, κάποιο αίτημα.

Στην κατηγορία των Βλαχοδήμαρχων, εντάσσονται επίσης και άτομα τα οποία λόγω της δημοσιότητας τους (π.χ. αθλητές, ηθοποιοί, τραγουδιάρηδες, κλπ.), απολαμβάνουν ταχύτερης, καλύτερης και αποτελεσματικότερης εξυπηρέτησης στην καθημερινή τους ζωή, ειδικά σε δημόσιες υπηρεσίες. Ομοίως, αλλά σε σαφώς μικρότερη κλίμακα, λειτουργεί και η «ιδιαίτερη πατρίδα» (π.χ. οι κύκλοι γνωριμιών που δημιουργούν οι Κρητικοί εκτός Κρήτης).

Παραδόξως, ο όρος δεν χρησιμοποιείται για τους «μεγάλους» πολιτικάντηδες (βουλευτές, υπουργούς), αλλά συχνά για τους «παρά τω» αυτούς (γραμματείς και παρατρεχάμενους), οι οποίοι ως γνωστόν, αποτελούν την πραγματική ραχοκοκαλιά αυτού που ονομάζουμε «κράτος».

Παρόλο που ο χαρακτηρισμός είναι σχετικά ειρωνικός λόγω του πρώτου συνθετικού, συνήθως χρησιμοποιείται ως εκδήλωση θαυμασμού ή αξιοσύνης του φέροντα τον τίτλο.

Παρόμοια έκφραση είναι και ο Γυφτοπρόξενος.

- Τι πράγμα είναι αυτός ο Κώστας;
- Γιατί τι έκανε;
- Δύο μήνες τραβιόμουνα στη Νομαρχία και την Πολεοδομία με κείνες τις άδειες και δεν έβγαζα άκρη. Το είπα στον Κώστα, έκανε μερικά τηλέφωνα, μου έδωσε δύο ονόματα και μέσα σε δύο ημέρες τα κανόνισα όλα.
- Αφού είναι μεγάλος Βλαχοδήμαρχος ρε συ...

(από Desperado, 29/12/08)Βλαχοδήμαρχος Δημητσάνας Αναστάσιος Βλάχος. Κύριο μέλημά του η αποδόμηση του έργου του προκατόχου του. (από Vrastaman, 29/12/08)(από MXΣ, 06/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σλανγκικώς και ως μετάφραση του αγγλικού «master». Λ.χ. για τον κάτοχο μεταπτυχιακού τίτλου Μάστερ. Ή για τον webmaster.
(Όπως αντίστοιχα «εργένης» ο κάτοχος bachelor, «δικτάτωρ», «αλέκτωρ» κ.ο.κ.)

  1. - Τι κάνει στην Αγγλία ο Νικόλας; Ακόμη εργένης είναι;
    - Έχεις χάσει επεισόδια. Τώρα είναι μάστορας! Σωστή μαστοράντζα, δηλαδή, και πάει για Δικτάτορας!

  2. (σε φόρουμ)
    - Με τις μαλακίες που γράφεις πας ολοταχώς για να σε κάνει μπανάκι ο μάστορας!

Γωγώ Μαστροκώστα. Η...... μαστόρισα  (από GATZMAN, 02/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο οδηγός του τρόλεϊ. Ακούγεται για ελληνικούρα, αλλά και οι ίδιοι έτσι αυτοαποκαλούνται. (βλέπε το blogspot troleatzis). Είναι απίστευτο αλλά έχουν κάνει ιστοσελίδα για την πάρτη τους, με σχετικό περιεχόμενο.

  2. Η άλλη έννοια φυσικά είναι ο γνωστός σε όλους καλικάντζαρος τρολ, από τη σκανδιναβική μυθολογία, που του αρέσει να αναστατώνει ιστοσελίδες μπαίνοντας στη μύτη των υπολοίπων μελών. Μεγαλύτερη ικανοποίηση του φυσικά οι αντιδράσεις και τα σχόλια. Αυτά αποτελούν τροφή του τρολεατζή. Ο καλύτερος τρόπος για να σταματήσει είναι να μην τον ταΐζουμε...

- Έχει μπει ένας τρολεατζής εδώ και κάνα δυο μέρες στο slang.gr, και τα έχει κάνει πουτάνα.
- Σοβαρά; Είναι και μπαγαποντοδότης;
- Όχι, αλλά ανεβάζει διαρκώς ασυναρτησίες μαζεμένες και θάβει τα καλά λήμματα από τα «πρόσφατα.» (μπαγαποντοθάψιμο;;;;)
- Α τον άθλιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας χαρακτηρισμός για τον πούστη.

Χρησιμοποιείται απο παλιότερους ανθρώπους «της πιάτσας» οι οποίοι έζησαν τα πρώτα μοντέλα του εν λόγω αυτοκινήτου και φυσικά γνωρίζουν πως το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι παίρνει τη μηχανή από πίσω.

Συνομιλία σε επαρχιακό μηχανουργείο:
- Κοίτα ρε 'συ γκόμενα που κυκλοφοράει ο Ντίνος!
- Ναι καλά, φολκσβάγκεν κλούβα είναι ο τύπος και μάλιστα με πολλά χιλιόμετρα!
- Άααντε ρε! Η μάνα του το ξέρει ή να της το πούμε;

(από xikis, 06/01/09)(από xikis, 06/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέλεχος είναι ο χαρακτηρισμός ενός εργαζομένου, τον οποίο η εταιρεία στην οποία εργάζεται τον έχει πιάσει κορόιδο ή κότσο.

Ως στέλεχος χαρακτηρίζει μια εταιρεία έναν εργαζόμενο όταν:

  1. Του δίνει ένα τίτλο τύπου manager και άλλες τέτοιες παπαριές,
  2. Τον αμοίβει με κατιτίς παραπάνω από το κανονικό της σύμβασης αλλά
  3. Τον φορτώνει με περισσότερες ευθύνες,
  4. Τον βάζει να δουλεύει 12ωρα και 15ωρα ή Σαββατοκύριακα και
  5. Δεν του πληρώνει τις υπερωρίες που δικαιούται.

Ο εργαζόμενος νιώθει μεγάλο στέλεχος = κορόιδο όταν διαπιστώσει ότι αν δούλευε σαν ένας απλός εργαζόμενος και πληρωνόταν τις υπερωρίες του και πιο πολλά θα έβγαζε και δεν θα τον πρήζανε τόσο και θα ήταν καλύτερα στην προσωπική του ζωή.

- Γιώργο , πήγα τώρα στον διευθυντή μου και του είπα ότι δεν μπορώ να έρθω και το άλλο σαββατοκύριακο στην δουλειά γιατί έχω κάποιες σημαντικές κοινωνικές υποχρεώσεις. Και ξέρεις τι μου απάντησε; Ότι δεν γίνεται να λείψω γιατί είμαι σημαντικό κομμάτι στην εταιρεία, ότι η εταιρεία έχει επενδύσει πολλά πάνω μου και άλλα τέτοια...
- Σε βλέπω και σε θαυμάζω. Μπράβο σου Γιάννη! Είσαι μεγάλο στέλεχος!
- Ρε σύ Γιώργο δεν κόβεις το δούλεμα που τα έχω πάρει στο κρανίο! Άντε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό γνωστό στα πανεπιστημιακά και ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, (το λέει Καθηγητής Πανεπιστημίου στον προστατευόμενό του), όπου για να αναδειχθεί κάποιος σε Καθηγητή Πανεπιστημίου στην Ελλάδα, υπάρχουν δύο τρόποι (που θά 'λεγε και η αμερικάνικη παροιμία). Ο πρώτος είναι το μέσο. Τον δεύτερο δεν τον θυμάμαι. Με λίγα λόγια ο γνωστός νεπωτισμός τού δώσε και μένα μπάρμπα, είτε κομματικός, είτε ευρύτερα παραταξιακός, είτε στενά προσωποκρατικός, οικογενειοκρατικός, και ο,τιδήποτε παρεμφερές. Κάπως έτσι φοιτά στα πανεπιστήμια κι ο γνωστός τύπος του γυαλάκια φύτουκλα προτεζέ ενός αφέντη καθηγητή, που του κουβαλάει την βαλίτσα, κάνει επιτηρήσεις, διορθώνει γραπτά, τα κάνει όλα και συμφέρει. Και κυρίως κουβαλάει τον θρυλικό προτζέκτορα, το όργανο που αποτελεί το απόγειο της τεχνολογίας στα ελληνικά πανεπίστημια (τον κουβαλάει στην καλύτερη περίπτωση, γιατί αν κρίνουμε από το σχήμα του προτζέκτορα, μπορεί να λειτουργήσει και ως μεταφορά γι' άλλες καταστάσεις...). Αλλά στο τέλος έρχεται και η δική του σειρά να γίνει Δικτάτωρ και να κάνει με την σειρά του όσα υπέφερε, και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις, και (α)Λέκτωρ...

(Διάλογος στο φοιτητικό αμφιθέατρο πριν την εξέταση)

- Καλά αυτός ο γυαλάκιας που κουβαλάει την βαλίτσα του καθηγητή Μακακιώτη, ποιος είναι;
- Δεν τον θυμάσαι; Τον Λαλάκη, τον παλιό μας συμφοιτητή;
- Έλα...
- Τώρα την έχει δει ο «κουβάλα τον προτζέκτορα για να σε κάνω Λέκτορα» του Μακακιώτη!
- Ρε το στραβάδι...
- Ευκαιρία πάντως να αναθερμάνουμε τις σχέσεις μας, γιατί κάτι μου λέει πως αυτός θα διορθώσει και τα γραπτά...

Τα μπέρδεψε. Αντι να κουβαλαει τον προτζέκτορα μπας και γίνει λέκτορας, κουβαλόυσε τον α (πρώτο) λέκτορα μπας και γίνει προτζέκτορας.Βλ.λήμμα προτζέκτορας   (από GATZMAN, 16/04/11)Φιλοσοφική ΕΚΠΑ, 5ος όροφος (από S.Nebelung, 14/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνικός όρος των στριπτητζόφιλων για την στρηπτιτζού/λικνιτζού, που δεν σερβίρει φραπέ μεταξύ των υπηρεσιών της, και για τον λόγο αυτό καθίσταται persona non grata (ανεπιθύμητο πρόσωπο).

Συνώνυμα: ντεκαφεϊνέ, ντικάφ, decaf/ ντεφραπεϊνέ, ντιφραπ, defrap
Αντώνυμα: φραπεδιάρα.

Trivia: Ένα ευαγές ίδρυμα έχει στο μενού του τόσα διαφορετικά είδη φραπέ, όσες και οι φραπεδιάρες στρηπτιτζούδες. Γιατί, κατά βάθος, κάθε φραπέ είναι διαφορετικό, έχει διαφορετικές αναλογίες, ρυθμό, βγάζει διαφορετικό αίσθημα, μπορεί να έχει διαφορετική έκβαση, κατάληξη, απρόοπτα...
Οι ονομασίες των φραπέ σχηματίζονται από το όνομα της στρηπτιτζούς συν την κατάληξη -τσίνο. Έτσι υπάρχουν λ.χ. τα:
Τζεσικοτσίνο, Μαρινοτσίνο, Λιλιαντσίνο, Λαουροτσίνο, Κατριντσίνο, Εμανουελλτσίνο, Σαντροτσίνο κ.ο.κ.

-Η Τζέσικα κάνει φραπεδούμπα;
-Όχι ρε! Είναι η persona non frappa του ευαγούς ιδρύματος, ακόμη να το μάθεις;

(από Vrastaman, 06/05/09)(από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ότι μιλάμε για κομάντο που έχει σχέση με το υδάτινο στοιχείο είναι σίγουρο. Δεν μιλάμε όμως για άτομα που υπηρετούν στις Ο.Υ.Κ (ομάδα υποβρυχίων καταστροφών), ούτε για βατραχανθρώπους.

Μιλάμε υποτιμητικά για ντισκ τζόκεϊ που έχουν πάρει ως κομάντα, επ' ώμου το πλύσιμο, όγκων από δίσκους, λαμαρίνες, σκεύη, κλπ στα μαγειρεία των στρατιωτικών μονάδων κατά την υπηρεσία τους εκεί, καθώς και στα υπαίθρια στρατιωτικά μαγειρεία στην περίοδο ασκήσεων.

Επειδή το αναφερόμενο πλύσιμο εντάσσεται στα πλαίσια της αγγαρείαςτων μαγειρείων, η λέξη είναι συνυφασμένη και με οτιδήποτε άλλο αφορά την αγγαρεία αυτή (π.χ: καθάρισμα ζαρζαβατικών, κουβάλημα καζανιών, κόψιμο ψωμιών, σκούπισμα χώρων, κλπ).

Η λέξη αποκτά μεγαλύτερη σημασία, όταν αναφερόμαστε σε άτομα που είναι συχνά χωμένασ' αυτό το άθλημα.

Διακρίνουμε την περίπτωση όπου:

1) Παρατηρείται πως κάποιοι προτιμούνται έναντι κάποιων άλλων. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις μονάδες, όπου η παρατυπία σε σχέση με τα κέντρα πάει σύννεφο.

Ενώ τα κριτήρια επιλογής του κομάντο βασίζονται στην τεχνική, στην αντοχή και στην εμπειρία, τα κριτήρια επιλογής νεροκομάντο, διαφέρουν «λιγάκι».

Κριτήρια επιλογής νεροκομάντο:
α) οι νεότεροι προτιμώνται έναντι των παλαιότερων
β) Ύπαρξη βύσματος γ)Κονέ με τη μάνα του λόχου, η με άλλους στρατιωτικούς που έχουν τοποθετηθεί σε κρίσιμα πόστα. δ) Άτομα που δεν θεωρούνται τόσο χρήσιμα στην ειδικότητά τους (π.χ:στο λόχο διοικήσεως, φεύγει ο οδηγός για έκτακτο δρομολόγιο και τρώει χωσίμπα ένας άλλος).

2) Λόγω ανεπάρκειας αριθμού στρατευμένων σε κάποια μονάδα, οι στρατευμένοι πήζουν συχνά πυκνά στα μαγειρεία (π.χ: έφυγε μια σειρά και δεν έχει ακόμα μπει η επόμενη).

- Τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
- Νεροκομάντο στα μαγειρεία. Έχω να φάω ...το πήξιμο πάλι.
- Πάλι στη Βιλαρίμπαε; Πολύ συχνά σε χώνουν ρε φιλαράκι.
- Άσε έχω σαλτάρει. Κάθε λίγο και λιγάκι ή ίδια ιστορία. Μου 'ρχεται να πάρω άδεια απ' τη σημαίακι ας με βγάλουν λιποτάκτη. Νισάφι πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified