Further tags

Η ερωμένη (τύποις) άγαμου κληρικού (που ζει εκτός μοναστικού κοινοβίου), άκα αγαμιδίου. Ο όρος έχει παρόμοια εξέλιξη με το συνείσακτη και το λατινικό subintroducta. Δηλαδή επρόκειτο κατ' αρχήν για συγγενείς εξ αίματος του αγαμιδίου που ζούσαν μαζί του για να τον φροντίζουν, ωστόσο ο όρος εφθάρη καθότι εβέντουαλjυ την φροντίδα αυτή την ανέλαβαν και συγγενείς εκ σπέρματος. Η διαφορά είναι ότι ενώ το συνείσακτη είναι λόγιος και μάλλον επίσημος όρος που υπάρχει και στους κανόνες, λ.χ. στον Θεόδωρο Βαλσαμώνα, και σημαίνει κυριολεκτικά την γυναίκα που συνεισάγεται στην οικία αγάμου κληρικού οποιαδήποτε σχέση και αν έχει μαζί του, το ανηψιά είναι πιο ανεπίσημο και λαϊκό και χρησιμοποιείται πιο κουτσομπολίστικα για να καυτηριαστεί ότι μια συνείσακτη δεν είναι πραγματική ανηψιά.

Πάσα: allivegp.

Γιατί μάτια μου να μην γίνω δεσπότης εγώ που την στεφανώθηκα κι έκανα κι έξι παιδιά, και να γίνει αυτός που την έχει ανηψιά;

(Εγγαμίδιον αφήνει την αιχμή του κατά αγαμιδίου).

Tristane Banon, παραλίγο ανηψιά του DSK (από Vrastaman, 20/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα σε συγγρουσιακά πανηγύρια και στις μοιραίες συνέπειες αυτών. Κυριολεκτικά, τουλάστιχον.

Συγγρού αποκαλείται πλέον το κόμμα της Νέας Δημοπρασίας, μετά την πρόσφατη μετεγκατάστασή του από την Ρηγίλλης. Quelle déchéance!

- Τρία πουλάκια κάθονται στη Συγγρού. Την ώρα που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δείχνει να σηκώνει τα χέρια ψηλά, οι προτάσεις που κομίζει το έτερο κόμμα εξουσίας επιτείνουν την απογοήτευση σε όσους ήλπιζαν ότι η κρίση θα έβαζε επιτέλους ταφόπλακα στη φαυλότητα της μεταπολίτευσης.
(εδώ)

- Οικονομικό κραχ στη Συγγρού. Δυσκολεύεται ακόμη και για την πληρωμή του ενοικίου στον ιδιοκτήτη των νέων της γραφείων και αναζητεί επειγόντως ένα... μνημόνιο με τις τράπεζες
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε καθαρά επαγγελματικό κόντεξτ, ως δημοσιοσχεσίτης καλείται ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων μίας επιχείρησης, δηλ. αυτός που είναι υπεύθυνος για τη δημόσια εικόνα που αυτή επιθυμεί ή επιχειρεί να προβάλλει προς τα έξω.

Σε πιο αργκοτικό κόντεξτ, ο χαρακτηρισμός δημοσιοσχεσίτης χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που με το πρόσχημα της κοινωνικότητας προσπαθεί να τα έχει καλά με όλους, με απώτερο σκοπό την αυτοπροβολή του, είτε για λόγους καθαρά εγωισμού, εγωπάθειας κλπ συναφή, είτε για λόγους ευρύτερης δικτύωσης και τυχοδιωκτισμού, με σκοπό την αποκόμιση οφέλους.

Ως εκ τούτου, ο δημοσιοσχεσίτης μπορεί να είναι φαινομενικά γενναιόδωρος, ευγενικός, κοινωνικός, χαβαλές αλλά την ίδια στιγμή να είναι και ρουφιάνος, δουλοπρεπής, καλοθελητής, κολαούζος, αυλοκόλακας και ένα σωρό άλλα πράγματα που μπορεί να τον εξυπηρετήσουν σε βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.

Παραδείγματα τέτοιων ατόμων υπάρχουν σε όλες τις εκφάνσεις και τα επίπεδα του κοινωνικού βίου.

Συνώνυμο: Καλοχαιρέτας, Βουλευτής Καλοχαιρέτας.

1.Οι πολιτικοί έχουν μεγαλώσει μαθαίνοντας πώς να κερδίζουν την αγάπη του κόσμου και πώς να βγάζουν φράγκα. Είναι δημοσιοσχεσίτες. Πιστεύετε ότι ένας δημοσιοσχεσίτης θα είναι ποτέ ειλικρινής ή θα αποφασίζει για το καλό του συνόλου; (Εδώ)

  1. Η άνοιξη σας βρίσκει σκεπτικούς αλλά σε λίγο θα είστε και πάλι οι γνωστοί πολυλογάδες δημοσιοσχεσίτες που όλοι ξέρουμε και (σχεδόν όλοι) αγαπάμε. (Εκεί)

  2. Προφανώς για να αντισταθούμε. Απέναντι σε τι και σε ποιούς ίσως και να μην μας ενδιαφέρει. Τα κεκτημένα του καθενός πρέπει να μένουν απαραβίαστα. Από τη μία δούλοι, υποταγμένοι, αρριβίστες, ρεβεράντζες κ.ο.κ., από την άλλη εμφανίσιμοι, δημοσιοσχεσίτες εξεγερμένοι, γνωστοί και περιζήτητοι σε μπαρ, γκόμενους/ες, χώρους δουλειάς και συνελεύσεων. Αγωγοί της καθυπόταξης και πρώτοι στα μνημόσυνα όσων αληθινά αγωνίστηκαν «χωρίς καβάντζα ή ματαιοδοξία» καμιά. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παπαδάκια λέγονται τα παιδάκια που ντύνονται σαν μικροί παπάδες και κρατάνε τα εξαπτέρυγα και τα φανάρια στην ακολουθία του Επιτάφιου (τσάμπιονς λιγκ), ή και σε κάποιες τελετές ( αγώνες πρωταθλήματος, κυριακάτικες λειτουργίες δλδ) μέσα στον οίκο του Θεού. Συνήθως είναι παιδιά πιστών χριστιανών, οι οποίοι το θεωρούν τιμή τους. Και γούστο τους καπέλο τους, γιατί είμαστε και δημοκράτες.

Στη (σχεδόν μπαρμπαδίστικη) σλανγκ, ο όρος αναφέρεται στον μαμόθρεφτο, τον απονήρευτο, τον καθωσπρέπει, που -αναδρομικώς σκεπτόμενοι - εικάζουμε ότι όταν ήταν μικρός, θα έπρεπε να ντύνονταν παπαδάκι.

Εντελώς συνώνυμο : πρόσκοπος

- Ρε. τι είναι η σημερινή νεολαία... Κανένα σεβασμός;!;!;
- Μου φαίνεται ότι ξεχνάς τι κάναμε εμείς; - Εμείς ήμασταν παπαδάκια μπροστά σ΄αυτούς τους αλήτες!

(από electron, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των πιλότων λέγεται όταν ο Νο2 επιβεβαιώνει επαφή με αρχηγό.

Ο αρχηγός του σχηματισμού, ο Νο1, ο οποίος προπορεύεται ρωτάει τον χειριστή που ακολουθεί:
«Έχεις οπτική επαφή; Με βλέπεις;»
«Γάτος!» απαντά ο Νο2 εφόσον όλα είναι εντάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ιωάννα Κούρτοβικ είναι εμβληματική μορφή στο χώρο της αριστεράντζικης δικηγορίας. Προστρέχει ακάματα, ίσως και αφιλοκερδώς ενίοτε, σε βοήθεια πάσης φύσεως αθώων αριστεροειδών που διώκονται για τις ιδέες τους. Έγινε γνωστή κυρίως από τη Δίκη της 17Ν, όπου εκπροσωπούσε Κουφοδίνα-Σωτηροπούλου. Το όνομά της είναι πλέον συνώνυμο μιας ορισμένης μορφής δικηγορίας και ενός ορισμένου τύπου δικηγόρου, ειδικευόμενου στην υπεράσπιση παντοειδών αριστεριστών και κοινωνικών αγωνιστών, που διώκονται για τις ιδέες τους και μόνο.

Τα κουρτοβικοειδή ντικηγκόρια (έτσι λέει τους δικηγόρους ένας αλβανός φίλος μου) είναι ενδιαφέρουσες περιπτώσεις. Εγγενώς φλώροι (όπως άλλωστε η συντριπτική πλειοψηφία όσων πέρασαν το κατώφλι του κτιρίου της οδού Σόλωνος) διαπράττουν φαντασιακώ τω τρόπω τα αδικήματα που ποτέ δεν διέπραξαν και εγκολπώνονται την επανάσταση που ποτέ δεν τόλμησαν, μέσα από τους «πελάτες» τους. Βάζω τη λ. σε εισαγωγικά διότι ένα κουρτοβικοειδές που σέβεται τον εαυτό του ποτέ δεν έχει «πελάτες», έχει μόνο «συντρόφους» ή έστω «φίλους», ανάλογα το βαθμό της αριστεροπληξίας του. Τα κουρτοβικοειδή συχνάζουν σε περιοχές όπως τα Εξάρχεια και γενικώς βαυκαλίζονται πως ακολουθούν έναν εναλλακτικό, αλτερνιάρικο τρόπο ζωής –σε αντίθεση με τη mainstream δικηγορίλα που συχνάζει Σκουφά ή Βαλαωρίτου. Αποφεύγουν την κουστουμιά, φορούν συνήθως τζινάκι με σακάκι (μέγας διδάξας ο Λυκουρέντζος της δίκης Νάσιουτζικ) και κυριλέ αθλητικοειδές πατούμενο (μη μας πουν και γύφτους). Αφήνουν γένια τριών ημερών (μπορεί και τεσσάρων, θα σας γελάσω και δεν το θέλω) και μαλλάκι από ημίμακρο έως και κοτσίδα (σε πιο σκληροπυρηνικές περιπτώσεις). Η πληρωμή τους, όταν υπάρχει, γίνεται ενίοτε με τη μέθοδο του περιφερόμενου κράνους. Ορισμένοι είναι μπατίρηδες και περιμένουν πώς και πώς αυτά τα ψιλικά, άλλοι είναι σχετικώς βολεμένοι εκ του μπαμπά τους και έχουν την πολυτέλεια να διακονούν την ιδεολογία τους αμισθί.

Εν ευρεία εννοία, το κουρτοβικοειδές δεν αναφέρεται μόνο σε ντικηγκόρια αλλά και σε παντοειδείς αυτόκλητους εργολάβους υπερασπιστές κατατρεγμένων και κοινωνικών αγωνιστών.

«έμποροι δικαιωμάτων» είναι τα κουρτοβικοειδή, λέει ο παπουτσής
σατανικ, τι ακροδεξιά φρασεολογία είναι αυτή ρε :smt009
(εθνικο-φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αριστερός, αλλά όχι με την με την καλή έννοια.

Εκ του αριστεριστής και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοτέτοιου «-τζής» που υποδηλώνει επαγγελματική ενασχόληση.

- Σε πείσμα των αριστεριτζήδων, η αποχή είναι σαφέστατη πολιτική θέση δεν είναι αδιαφορία και τονίζω ότι είναι πολύ πιο σημαντική πολιτική πράξη να πας να φας ένα πιάτο κατεψυγμένα καλαμαράκια στην Λούτσα, από το να ψηφίσεις τον Τρεμόπουλο, τον Τσίπρα, ή τον γιο του Πλεύρη.
(Τζίμης Πανούσης, Ο Στάλιν Σκέφτεται για Σένα στο Κρεμλίνο, Εκδόσεις Opera, 2010, σ. 155)

- Ο κυρ Νίκος ήταν αριστεριτζής της πλάκας. Απο άνθρωπο που δέρνει την γυναίκα του και μετά πηγαίνει σε διαλέξεις και βγάζει λόγους για τα δικαιώματα των γυναικών τι περιμένεις;;
(εδώ)

- Αυτο εκπροσωπει και ο κρατικοδιαιτος αριστεριτζης Κουλογλου και εσυ ισλαμιστρια λαθρομεταναστολαγνα Αλ σαλεχ.
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουμε ένα άτομο sui generis, αδέσποτο, ανένταχτο και περίεργο (όχι όμως πάντα με την σεξουαλική έννοια). Μπορεί να είναι ανωμαλιάρης ή και αχαρτογράφητος ή απλώς μπορεί να μην έχει την τυπική εμφάνιση και συμπεριφορά που θα περίμενε από αυτόν η παρέα του. Το σίγουρο είναι ότι φέρνει τον περίγυρό του σε αμηχανία με τον λόγο, τις πράξεις ή τις επιλογές του.

Παρόμοιο το: μια κατηγορία μόνος του.

Η έκφραση πέρασε στην γλώσσα προφανώς εξ αιτίας των ανωμάλων ρημάτων της αρχαίας ελληνικής και της δυσκολίας εκμάθησής τους. Σήμερα μάλλον είναι ή ακούγεται μπαμπαδίστικη. Μπορείς να την πεις και φιλολογική αργκό.

Βλ. και εδώ για σοβαρή γλωσσολογική ανάλυση. Μπάμπη, φάε τη σκόνη μου ουάν μορ τάιμ.

  1. Ξύπνα ρε, αυτή η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου... Βούρλο!

Από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» του Νίκου Νικολαϊδη.

  1. - Έλα, μας χτυπάνε ο Τάκης και ο Γιώργος να κατεβούμε να πάμε στο πάρτυ.
    - Όχι πάλι ο Γιώργος, θα μας ξεφτιλίσει, είναι ανώμαλο ρήμα ο τύπος. Τις προάλλες στο σπίτι της Κατερίνας μέθυσε, έσκισε μια πολυθρόνα με μαχαίρι και μετά προσπάθησε να τη γαμήσει.
    - Σιγά ρε, πώς κάνεις έτσι, και 'γω μια φορά γάμησα ένα πουφ.
    - Την Κατερίνα εννοούσα.
    - Μπίρες πήρες;

βλ. και ου μπλέξεις με ανώμαλα ρήματα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες από ξενέρια, με κοινό παρανομαστή τα θαλασσινά.

Αφενός, έτσι αποκαλούμε ένα σχετικά ρηχό και διαυγές σημείο στην θάλασσα (συνήθως περιβεβλημένο από βραχάκια) όπου ξενερίζουν τα ψαροχτάποδα. Πρόκειται για την χαρά του ψαροντουφεκά.

Αφεδύο, και κάπως σλανγκοπρεπέστερα, ξενέρι αποκαλείται o εντελώς τελείως ξενέρωτος και ξενέραστος, ή το ξενέρωμα περ σε.

- Την εποχή αυτή που τα νερά είναι αρκετά κρύα, όταν έχει λίγη θολουρίτσα, διαλέγουμε ένα ρηχό σημείο το οποίο σε μια απόσταση γύρω στα 10-15 μέτρα από την ακτή να έχει κάποιο ξενέρι. Εμείς ακριβώς πάνω στο ξενέρι και με το όπλο στραμμένο στην ακτή περιμένουμε τα λαβράκια να εμφανιστούν. (εδώ)

- Έχω ξενέρι πρωθυπουργό, ούτε καπνίζει, ούτε παίζει προ.
(Τζίμης Πανούσης, αναφερόμενος προ διετίας στον Κωστάκη Καραμαναλή. Διαχρονικότατο, καθώς ισχύει και για τον Τζέφρι)

- Παλι καλα που φαγανε ενα καλο ξενέρι οι ισπανοι γιατι μεχρι τωρα ειχανε ξενερώσει ολο το κοσμο αντιστοιχως με τα λα μπομπα και τα λα μπομπιτα.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελούτσικος, ο φευγάτος, αυτός που γυρνάει σα σβούρα, ο ανυπόμονος σε οτιδήποτε.

Κάτσε σε μια μεριά ρε τζιρανανά.

Ο Πρόεδρος της Μαδαγασκάρης Φιλιμπέρ Τσιρανανά. (από Khan, 22/03/11)Στο 1.11. (από Khan, 28/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified