Further tags

Ζαργκόν των τεχνικών των οπτικοακουστικών μέσων, οι οποίοι χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά προγράμματα επεξεργασίας εικόνας και ήχου (πχ Avid, Premiere, Final Cut).

Είναι η διαδικασία κατά την οποία παίρνει σάρκα και οστά το χ εφέ που έχει προστεθεί στην εικόνα ή στον ήχο. Δηλαδή το έχεις μεν δουλέψει εσύ μέσω εντολών, αλλά για να το δεις μπροστά σου πρέπει να προηγηθεί το ρεντάρισμα ή ρέντερ.

Από το αγγλικό rendering.

- Τι έγινε, πώς και κάνεις διάλειμμα και δε λιώνεις στη δουλειά;
- Τό' χω και ρεντάρει τώρα και είπα να κάνω μια βόλτα μέχρι το περίπτερο.

Got a better definition? Add it!

Published

Αργκό των ταξιτζήδων. Η μη υπαγωγή σε εταιρία ράδιο ταξί (νταβατζή). Δηλαδή λεβέντικα, μόνος μου κι όσα βγάλω.

Πόλεμος λέγεται λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού, του παραγκωνισμού απ'τα μεγάλα κόλπα (ξενοδοχεία, αεροδρόμια, υπεραστικές διαδρομές, λιμάνια κτλ) και της ταλαιπωρίας που συνεπάγεται η επιβίβαση του κάθε παλάβρα ή χλιμίτζουρα για οποιαδήποτε διαδρομή (κοντινή ή στο διάολο), υπό οιεσδήποτε καιρικές ή κυκλοφοριακές συνθήκες, πρωί ή βράδυ, για να γεμίσει το σακκούλι και ιδίως στο μπουρδέλο της Αθήνας.

Δίχως ιδέες και δίχως σημαίες, δίχως καβάτζα καμιά.

- Δικό σου το ταξί φίλε;
- Μισό-μισό!
- Δουλεύεις με ραδιο-ταξί;
- Μπάαα... Στον πόλεμο είμαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επιχειρηματική αργκό, ντηλάκιας *αποκαλείται ο *κατά συρροή επιχειρηματίας.

Ο ντηλάκιας έχει την οξυδέρκεια να εξαγοράζει υποτιμημένες μπίζνες (πάντα με κεφάλαια τρίτων) και να υλοποιεί συμφωνίες και πράξεις που θα τις «αναπτύξουν» και τους προσδώσουν «χρηματοοικονομική αξία», όπως αναδιάρθρωση και εξορθολογισμό κόστους (σ.ς.: απολύσεις), εισαγωγή ή διαγραφή από το χρηματιστήριο, συγχώνευση με άλλες εταιρίες, απόσχιση δραστηριοτήτων σε νέες spinoff εταιρίες, αλλαγή φορολογικής έδρας, κλπ.

Ο ντηλάκιας διαφέρει από τους παλαιάς κοπής Έλληνες επιχειρηματίες:

  • Δεν ενδιαφέρεται να αναπτύσσει οργανικά και σε βάθος χρόνου βιώσιμες επιχειρήσεις: η καύλα του έγκειται στο να μοσχοπουλήσει την εταιρία σε όσο το δυνατό συντομότερο χρόνο ώστε να αδράξει την επόμενη ευκαιρία,
  • Αντίθετα με τον (ευρισκόμενο στον πάτο της διατροφικής αλυσίδας) κλασικό κομπιναδόρο, ο ντηλάκιας διαθέτει στοιχειώδη οικονομική παιδεία, κατέχει τα εργαλεία της επενδυτικής τραπεζικής, γνωρίζει καλά την εγχώρια και διεθνή νομοθεσία και δεν είναι εκ προοιμίου λαμόγιο.

Εκ το αγγλικού deal («συμφωνία») < Ο.Ε. dælan («να μοιράζεις» πχ. την τράπουλα). Ειρήσθω εν παρόδω, η πρώτη επιχειρηματική εφαρμογή του όρου καταγράφεται το 1837 ως σλάνγκ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εγχώριου ντηλάκια είναι ο Δημήτρης Κοντομηνάς, ο οποίος «ανέπτυξε» και μοσχοπούλησε πλειάδα εταιριών, όπως:

  • τις Ιντεραμέρικαν και Ευρωκλινική Αθηνών στην Eureko,
  • την Interbank στην Eurobank,
  • την NovaBank στην Πορτογαλική BCP,
  • το κανάλι Alpha TV στην Γερμανική RTL,

    και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πληθυντικιά, οφείλει την ύπαρξη της στην σχετικά πρόσφατη, εκνευριστική συνήθεια ορισμένων ραδιοφωνικών παρουσιαστών (με πρώτους διδάξαντες κάποιους όντως εξαιρετικούς παραγωγούς της Καλύτερης Παρέας), να «πληθυντικοποιούν» λέξεις, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν μια χαρά στο ενικό τους.

Έτσι λοιπόν έχουμε τις μουσικές, τις καλημέρες/καλησπέρες, τις σκηνές (όχι τα αντίσκηνα, τις μουσικές σκηνές), το «στα ποτήρια μας», «τα κεράσματα» ή/και «δροσερές μπύρες» (όταν προωθείται χορηγός-ξύδι, το «και για να σας λυθούν οι απορίες», και λοιπά.
Οι πληθυντικιές δεν πρέπει να συγχέονται με συχνά, καραμπινάτα γλωσσικά ολισθήματα που δεν περιορίζονται στους προαναφερθέντες όπως «στα πλαίσια», «οι ασκοί του Αιόλου», κλπ.

Πιθανότερη εξήγηση για την πλυθηντικιά είναι αφενός η στάνταρ προχώ τρεντουλιά (κατάλοιπο της ΚΛΙΚ εποχής) και αφεδύο, η χαριτωμενιά που προσδίδει, όταν φυσικά αποδίδεται με την κατάλληλη φωνή της σχολής Σημίτη (της Αφροδίτης ντε, όχι του Τάπερμαν): κάτι μεταξύ μπλαζέ βαρεμάρας, σοροπάτης τσαχπινιάς και γουτσισμού. (Παρεμπιπτόντως η φωνή της Σημίτη είναι πλέον ότι ήταν στις δεκαετίες 80 και 90 το σαξόφωνο του Κατσαρού: ακόμα και στις πτήσεις της Ολυμπιακής αυτήν ακούς).

Η πληθυντικιά συνήθως πάει πακέτο με την άλλη εκνευριστική συνήθεια, αυτή του Greeklish Mix, δηλαδή του συνδυασμού ελληνικών/αγγλικών σε διαφημιστικά για συναυλίες ή άλλες εκδηλώσεις (πάντα με τα προηγούμενα ηχητικά χαρακτηριστικά και μπόνους τα στrroγγυλά και μακρόσυrrτα «ρ» εφέ):

Στο Cavo Paradiso, την Παrrασκευή 22 Μαrrτίου, απευθείας από το Amsterdam, το control του dance floor θα πάrrει ο μάγος της Alternative-Super-Dooper-Trance-House-Acoustic-Dark-Trip-Hop-Progressive-Gothic σκηνής και rresident του club Toukits’imana pinibafous, DJ Milupas. Στο warm-up ο MC Saltapidas σε ένα αεrrάτο DJ set.

Πολλές καλησπέρες σε όλους και όλες. Πολλές καλές μουσικές θα ακούσουμε απόψε και ήρθε η ώρα για Jack στα ποτήρια για τα κεράσματα.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι το χακερόνι που ασχολείται με το ξεκλείδωμα προγραμμάτων, κατασκευάζοντας εργαλεία γνωστά και ως κρακ.

Ο Jon Lech Johansen είναι ο κράκερ που ξεκλείδωσε την κρυπτογράφηση του DVD και έδωσε στη δημοσιότητα το DeCSS.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το χακερόνι που ασχολείται με τα τηλεφωνικά δίκτυα, με απώτερο σκοπό να πραγματοποιεί δωρεάν τηλεφωνικές κλήσεις (υπεραστικές, διεθνείς) που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν πανάκριβες.

- Μεγάλος φρήκερ ο Μήτσος, κατάφερε και μιλάει με τη θεία του στην Ουαγκαντούγκου χωρίς να πληρώνει μία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των μαφιόζων και του υπόκοσμου της νύχτας, ξεμπαρκάρω κάποιον σημαίνει κωδικοποιημένα τον στέλνω στα κυπαρίσσια, να βλέπει τα ραδίκια ανάποδα.

Το λήμμα το συναντούμε κατά κόρον σε τηλεφωνικές συνομιλίες εγκληματικής συμμορίας που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, απ΄ όπου και το παράδειγμα.

- Δεν είναι να εμπιστεύεσαι πια κανένα, του δώσαμε και μεγάλο νούμερο. Απορώ πως τον ανέχεσαι.
- Ε... τί να κάνω δηλαδή;
- Ξεμπάρκα, με καταλαβαίνεις;
- Ε, πώς;
- Ξεμπάρκα, με πιάνεις; Ξεμπαρκάρισέ τον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των μαφιόζων της νύχτας, έτσι καλείται η απαγωγή ενός οικονομικά εύρωστου προσώπου με σκοπό την ανταλλαγή του με χρηματικό ποσό (λύτρα).

Ψηλός: Θα σου πω, έχω κάνει μια πουστιά ακούς, αν πάω καλά... Σουν Τσουν: Ναι. Ψηλός: Θα τους κάνω μεγάλη ζημιά να ξέρεις, έχω κάνει ένα ριχτάδικο καλό, κατάλαβες; Σουν Τσουν: Τι; Ψηλός: Ξεκινάω ένα ριχτάδικο πολύ πονηρό, το έχω ξεκινήσει εδώ και έξι μήνες, σε κανέναν δεν λέω τίποτα να ξέρεις, ακούς; Σουν Τσουν: Ναι, ναι. Ψηλός: Γι' αυτό σου λέω αστακό θα φάμε το καλοκαιράκι. Δεν μπορώ να σου πω πιο πολλά, μη μου το γκαντεμιάσουνε. Εντάξει αγόρι μου, εντάξει; Σουν Τσουν: Μου είπε ο ψηλός Ιούλιο; Ψηλός: Σεπτέμβρη φίλε. Σουν Τσουν: Το καλοκαίρι τι θα κάνουμε δηλαδή, θα ψοφήσουμε της πείνας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ιδιόλεκτο των γκάνγκστερ, μουσική είναι οι φωνές των μελών της συμμορίας που ακούγονται στα ηχητικά μηνύματα που αποστέλλουν προς τις οικογένειες των απαχθέντων ή αποτυπώνονται στις συνομιλίες τους με τις Αρχές, ή ακόμη φτάνουν και στα αυτιά ενός απαχθέντα ή ομήρου.

Οι επαγγελματίες γκάνγκστερ, φροντίζουν να παίζουν όσο το δυνατό λιγότερη μουσική, αφού είναι ευνόητο ότι αυτή αποτελεί στοιχείο για τον εντοπισμό και την καταδίκη τους.

(από τηλεφωνική συνομιλία κρατούμενου στις Φ.Τ.:) «Άκου να σου πω κάτι, ένας, όταν, να σου πω κάτι, άμα σε δούνε, άκου να καταλάβεις, επειδή είναι αρχές τώρα ακόμη, όταν περάσει, για να σ' το πω απλά, όταν περάσει ο χρόνος, το κατάλαβες τι σου λέω, ξεχνάνε, τι μουσικές ακούνε, τη μουσική ξέρεις, την ξεχνάει ο άλλος, ακούς; Όταν όμως τη μουσική την ακούσει τώρα κάποιος, την ξαναθυμάται τη μουσική, το τραγουδάκι, κατάλαβες τι σου λέω;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικηγορίστικο λογοπαίγνιο, που αναφέρεται σε μυθική μακρινή χώρα, όπου οι δίκες δεν γίνονται ποτέ (βλ. του Αγίου Πούτσου ανήμερα).

Προέρχεται από την ορολογία για την ημερομηνία δικασίμου «από αναβολή», δηλαδή μετ' αναβολής ορισθείσα, κατόπιν αιτήματος των διαδίκων ή κωλύματος (π.χ. απεργίας γραμματέων, εθνικών εορτών, εκλογών, τήρησης ωραρίου, αποχής δικηγόρων, ανώνυμης κλήσης για βόμβα κτλ).

Ως γνωστόν, έτσι και πάρει αναβολή μια δίκη, (τουλάχιστον στην Αθήνα) συνήθως μετατίθεται η δικάσιμος στις ινδιάνικες καλένδες, ήτοι κάνα χρόνο πίσω οι αστικές και τουλάχιστον έξι μήνες οι ποινικές υποθέσεις, δεδομένου ότι τα πινάκια είναι γεμάτα, δεν υπάρχουν αρκετές αίθουσες, δικαστές, προσωπικό, οι νεοέλληνες αλληλομηνύονται ακατάπαυστα κτλ.

Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί, ότι αφ’ ενός πολλοί διάδικοι -μέσω των δικηγόρων τους- παρελκύουν σκόπιμα τις δίκες, αφ’ ετέρου λόγω του παραδικαστικού (που δίνανε αβέρτα αναβολές/προτιμήσεις δικασίμων σε «ημετέρους» και παραγράφονταν ή προηγούνταν αντίστοιχα οι υποθέσεις τους κτλ) και των πειθαρχικών ποινών που έπεσαν, οι δικαστές είναι στριμωγμένοι και πλέον δε θέλουνε να δώσουν αναβολή, ακόμη και αν υφίσταται νόμιμη και εύλογη αιτία, καταντώντας σκληροί για να φανούν αδέκαστοι.

Υποτίθεται ότι δεύτερη αναβολή δίδεται με εξαιρετική φειδώ και μετά σε καμία περίπτωση, αλλά δε βαριέσαι; Όλο και κάτι θα προκύψει και η δίκη θα τραιναριστεί στο έπακρο κι ο κοσμάκης θα ταλαιπωρείται μέχρι να βρει το δίκιο του.

- Έγινε σήμερα το δικαστήριο;
- Μπάαα! Κάποιος πήρε τηλέφωνο για βόμβα πάλι, μέχρι να εκκενωθεί το κτήριο, μέχρι να ’ρθουνε οι μπάτσοι με τον Αζόρ να ψάξουνε, μέχρι να ξαναμπούμε, πήγε τρείς η ώρα, τελείωσε το ωράριο και η γραμματέας κατέβηκε απ’ την έδρα...
- Δηλαδή πήγε Άπω Αναβολή η υπόθεση;
- Κάπως έτσι. Ποιός τον ακούει τον πελάτη τώρα! Τρίτη φορά που δε γίνεται η δίκη!

Μπούχτισα πια! (από HODJAS, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified