Further tags

Ως προβάδικο ορίζεται το στούντιο μουσικής που επί το πλείστον χρησιμοποιείται ως χώρος για πρόβες μουσικών συνόλων / συγκροτημάτων, τα οποία κατά κανόνα νοικιάζουν τον χώρο με το δίωρο. Κατά κανόνα, γιατί οι τιμές κυμαίνονται ανάλογα με την ποιότητα καθώς και το όνομα του στούντιο στην πιάτσα.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός πως ένα στούντιο μπορεί να χρησιμοποιείται για πρόβες δεν σημαίνει απαραίτητα πως σε αυτό δεν γίνονται ηχογραφήσεις (και αντίστροφα). Απλά, πολλοί στουντιάδες έχοντας γνώση του ότι οι ελεύθεροι χώροι για πρόβες σπανίζουν (ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα), αλλά και πως πολλοί πλέον επιλέγουν τις σπιτικές ηχογραφήσεις (η τεχνολογία πλέον επιτρέπει την ηχογράφηση ολόκληρου δίσκου σε ένα λάπτοπ και μάλιστα με πολύ καλό τελικό ηχητικό αποτέλεσμα) προτιμούν να πλασάρουν τους χώρους τους για πρόβες. Άλλοι δε, τους διαμορφώνουν αποκλειστικά για πρόβες.

Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως ο χώρος ή ο στουντιακός εξοπλισμός είναι εξαιρετικής ποιότητας. Μάλλον το αντίθετο, αν και πρέπει να αναγνωριστεί πως τα μουσικά στούντιο έχουν αναβαθμιστεί σε μεγάλο βαθμό ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν στους νέους ή μη μουσικούς.

  1. θα μιλήσω από τελείως διαφορετική γωνία.
    Αφού το πας «βύρα τις άγκυρες», μία σοβαρή απόφαση που θα πρέπει να πάρεις είναι
    αν θα το κάνεις νόμιμο ή όχι!

Αν το κάνεις νόμιμο τότε αφού καταφέρεις να βγάλεις την άδεια για τον χώρο (προδιαγραφές με εξόδους κινδύνου, πυρασφάλειας, ηχομόνωσης κλπ.... ή λάδωμα, δεν είναι σίγουρο ποιό κοστίζει πιό πολύ!)
θα πρέπει δηλαδή να κόβεις και κάνενα Παροχής Υπηρεσίας που και πού (19% στο κεφάλι) για να δείχνεις έσοδα
τα οποία αν δεν είναι τουλάχιστον όσα τα έξοδα σου (ενοίκιο + ρεύμα +...+) δηλαδή αν παρουσιάζεις διαρκώς ζημίες,
θα έχεις καταφέρει να αυξήσεις την πιθανότητα για έλεγχο και άρα extra κόστη. Αν βάλεις και
κάποιον να προσέχει όταν γίνονται οι πρόβες, γιατί αλλιώς οι φθορές και οι απώλειες των μηχανημάτων
θα είναι μεγαλύτερες, για να μην μπλέξεις με επιθεώρηση εργασίας και ΙΚΑ θα πρέπει να τον κάνεις πρόσληψη,
δηλαδή θα πρέπει να κάνεις συνέταιρο το κράτος...
Άντε μετα να είσαι ανταγωνιστικός. Το μόνο κάλο στην υπόθεση είναι οι επιδοτήσεις οι οποίες θα σου φανούν τρομερό βάλσαμο αν δεν τις
υπολόγιζες μέχρι τώρα...

Άρα για να μιλάμε πιό λογικά θα το κάνεις παράνομο όπως κατεξοχήν είναι τα προβάδικα.
Τότε θα πρέπει να είσαι πιό προσεκτικός με τις διαφημίσεις και την γκλαμουριά που θα βγάλεις προς
τα έξω.
Με την επικρατέστερη λογική: παρανομία ψιλοκρυμμένο μέρος, λίγο παρακμή, φαντάζονται
χαμηλούς τζίρους και δεν κάθονται να ασχοληθούν καθόλου οι ελεγκτικές αρχές. (Από εδώ)

  1. καλησπερα σε ολους!!!βασικα εγω θελω να κανω ενα προβαδικο και ταυτοχρονα και στουντιο!εχω ενα ψηγειο κοντα στα 6 επι 4 και ειναι ολο ντηγκα στον αφρο... κοντα στα 30-35 εκατοστα παντου εκτος απο το εδαφος...και λεο να βαλω τα σηνυθισμενα οργανα..ντραμς κιθαρες τετοια....και να βαλω και μια κονσολα που να κανει ηχογραφισς.............θα εχει καλη ηχομονοση;; (Από εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιοκτήτης μουσικού στούντιο (οποιουδήποτε προσανατολισμού). Ενίοτε, ως στουντιάς μπορεί να αποκαλείται (καταχρηστικά) ο υπάλληλος / ηχολήπτης / λίγο απ' όλα πίσω απ' την κονσόλα τυπάς που βρίσκεται στον χώρο, όταν ο κατεξοχήν στουντιάς την έχει κάνει (προσωρινά ή μη) για διάφορους λόγους από το στούντιο.

  1. Γενικά από την behringer μόνο ορισμένα πεταλάκια της συμπαθώ!!! Και να απαντήσω στον φίλο X-minor τα αλλουμινένια ηχεία εγώ προσωπικά τα λατρεύω... Είχα και εγώ την επιφύλαξή μου όταν τα πρωτοείδα αλλά όταν έπαιξα στην 4x10 καμπίνα της Hartke με την gallien μου έπαθα πλάκα... Δεν έχω ακούσει καλύτερο συνδιασμό... Και ο στουντιάς που τα είχε μου είπε πως είναι πολύ λιγότερο ευπαθή από τα άλλα... (Εδώ)

  2. Απο δω και περα,κριτηριο για το αν παμε σε ενα στουντιο ή οχι 8α ειναι και αν εχει τσαμπα cafe... επισης αν μας κερασει pizza ο στουντιάς ή αν μας κανει και το τραπεζι ακομα καλυτερα ... (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (Οικονομικά) Η κατάσταση στη χρηματιστηριακή αγορά όπου οι χρηματιστές δείχνουν ξαφνικό ενδιαφέρον για μια συγκεκριμένη μετοχή χωρίς εμφανείς ενδείξεις που να δικαιολογούν αυτό το ενδιαφέρον. Συνήθως χρησιμοποιείται με τη λέξη «μετοχές» αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μόνο του όταν αναφερόμαστε σε εταιρείες.

Ετυμολογία: Σύμμεικτη λέξη αποτελούμενη από το αγγλικό ρήμα bid (προφορά: μπιντ) με το ελληνικό ρηματικό επίθημα -άρω.

  1. (Μη επίσημο) Το ρήμα κατοικώ στην τοπική λαλιά των Κυθήρων, της Κάσου και των Ιονίων νήσων.

Ετυμολογία: Εξελληνισμένη μορφή του ιταλικού ρήματος abitare που σημαίνει «κατοικώ».

Σημασία 1:
Θα συνεχιστεί ή όχι το «μπιτάρισμα» στις Βιοκαρπέτ και FG Europe μια και τα χαρτιά έδωσαν κίνηση τις προηγούμενες ημέρες; Θα εξαερωθεί περαιτέρω η μετοχή της ΕΒΖ ή θα βρει δυνάμεις; Πως θα αντιδράσουν τα «στασινόχαρτα»; Πηγή: Axia Plus

Σημασία 2:
... σχετικά ιταλικές λέξεις {δεφεντεύω, ζυγανεύω, μπιτάρω κ.ά.)2, προδίδει άν-. 1. Βελούδου, Χρονικόν, σελ. ια'. 2. «Ο.π., σελ. η', θ', κδ'. ...
www.byzantinasymmeikta.org/index.php/bz/article/viewFile/722/640
... ενεστώτα μπιτάρω <ιταλ. abitare 'κατοικώ'. Πρβ. Somavera: «ξε- μηιτάρω- σουργουνίζω» (=εξορίζω), και της Κάσου τα πιτέρω 'κατοικώ' ... (Σελ. 8 και 419, εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από την τελευταία σειρά των πολύ πετυχημένων μουσικοσλάνγκ που μας ανήρτησε ο Αβάς, ερεθίστηκα και γω (εκτός από για να του φιλήσω το χέρι) για να σας παρουσιάσω το αιώνιο κουσούρι του Έλληνος τυμπανιστή, που αν δεν είναι τζαζίστας ή ντεθάς, δεν πρόκειται ποτέ να το αποβάλει!

Φλαμάρω, εκ του flam, αγγλιστί, είναι ηχομιμητικός όρος, προερχόμενος από τον άτσαλο ενδιάμεσο ήχο μπαγκετόκρουσης τόσο σε γύρισμα όσο και σε κράτημα ρυθμού με τα τομ (flam). Ουσιαστικά δηλοί την αδυναμία συγχρονισμού μεταξύ των κρούσεων τόσο του νεαρού φιλόδοξου μαθητευόμενου ντράμερ όσο και του σχεδόν συνταξιούχου ντράμερ που δεν κατόρθωσε ποτέ να ανεβεί παραπάνω σκαλιά από την πίστα στο σκυλάδικο, θες διότι άκουγε μόνο άιρον μέηντεν και κάποτε αναγκάστηκε να δουλέψει για να ζήσει, θες διότι ήταν «αμπάγκετος», θες για μια γυναίκα... Και αποτελεί μείζον πρόβλημα στην Ελλάδα, όταν νέοι, φιλόδοξοι μουσικοί συνευρίσκονται για να ξεδιπλώσουν τα ταλέντα τους και δεν παίζουν τζαζ ή προγκρέσιβ πάουερ ή ντεθ μέταλ, όπου ο τυμπανιστής δεν έχει μόνο βοηθητικό ρόλο.

Κοινώς, αν δεν είσαι τζαζίστας ή ντεθμεταλάς ντράμερ και παραμένεις ντράμερ στη μπάντα σου, τότε κάτι δεν θα πάει καλά αγόρι μου... Βαραίνεις με τον καιρό, ρουτινιάζεις, σε ντύνουν ποπ σαν κάτι κατοικίδια του σαλονιού, σε τραβάνε δεξιά κι αριστερά για φωτογραφίσεις, συνεχίζεις να κοπανάς για να ζήσεις, μένεις στην αφάνεια πίσω από τους τραγουδιάρηδες, σιγοκουνάς τον κώλο σου στο σκαμπό βλέποντας την Άννα Γούλα μπροστά να λικνίζεται γκαρίζοντας στο όφωνο, έπηξες;... Πες το όπως θες.

Στα έμπειρα αυτιά (ατσσσσς), όμως, αυτό φαίνεται, αφού... φλαμάρεις...

— Τι κοιλιά κάνουν αυτοί ρε συ; Τι απαίσια φωνή;
— Το άλλο το παλληκάρι, το ντράμερ ρε... το είδες; Στο φινάλε του κάθε κομματιού κατεβάζει ταχύτητα και φλαμάρει! Αφού βαριέται ρε, με την ηλίθια μπροστά! Και την ψωνάρα τον κιθαρίστα! Λογικό είναι, τόσα χρόνια μπάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξύσιμο είναι μία ακόμη τεχνική παιξίματος της ηλεκτρικής (κατά κανόνα) κιθάρας, στην οποία ο (οι) κιθαρίστας (-ες) παίζει σε ταχύτατο ρυθμό είτε συγχορδίες πέμπτης είτε μεμονωμένες ή διπλές χορδές (στα μπάσα ή στα πρίμα) με μονοπενιά ή διπλοπενιά (alternate picking ή downstrokes), ενώ έχει τιγκάρει τα πρίμα και έχει εξαφανίσει τα μεσαία του ενισχυτή και της κιθάρας του. Το τελικό ηχητικό αποτέλεσμα αυτού του παιξίματος είναι ένας οξύς, χαοτικός και ενίοτε ψυχρός ήχος, ο οποίος μπορεί να γίνει εξαιρετικά ενοχλητικός για το ανθρώπινο αυτί (για το ζωικό δεν το συζητάμε...), ιδιαίτερα σε συναυλιακό περιβάλλον ηχητικού εξοπλισμού και κάλυψης αμφιβόλου ποιότητας, ή σε παλιότερες παραγωγές μέταλ δίσκων. Το ξύσιμο αποτελεί στάνταρ χαρακτηριστικό του παιξίματος συγκροτημάτων που ανήκουν στον ακραίο χώρος τη μέταλ μουσικής, αλλά συναντάται επίσης και σε πανκ / χάρντκορ χώρους.

Το ακουστικό αποτέλεσμα του ξυσίματος περιγράφεται πολλές φορές ως τζιτζίκια.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να γίνει μία διευκρίνηση: το ξύσιμο είναι ουσιαστικά απλά μία ακόμη εκτελεστική τεχνοτροπία, ένας άλλος τρόπος να παίξεις κάποια ριφάκια. Λόγω όμως του μεγάλου κύματος των βλακμεταλλάδικων συγκροτημάτων (και κάποιων ντεθάδικων) που χαρακτηρίζονταν σε πολύ μεγάλο βαθμό τόσο από την έλλειψη συνθετικής πρωτοτυπίας και ταυτότητας, όσο και από τις (συχνά τραγικές) τεχνικές τους ελλείψεις ως προς το παίξιμο τους, το ξύσιμο κατέληξε να είναι συνώνυμο της κιθαριστικής / μπασιστικής κουλαμάρας. Αναληθές και άδικον, καθότι ως τεχνική χρησιμοποιείται συχνά από κιθαρίστες και μπασίστες τόσο του μεγάλου, όσο και πιο μικρού βεληνεκούς (ασχέτως αναντιστοιχίας με το πραγματικό τους ταλέντο).

  1. Οχι, δεν τους συγκρινω με τους Immortal, απλα θελω να δωσω εμφαση στο old schoolαδικο της υποθεσης, που μοιαζει λιιιιιγο κιτς τωρα που το σκεφτομαι, αλλα με την καλη εννοια. Αν δεν το χαν δλδ, δε νομιζω να γουστερνα και τοσο. Βαλτε ολιγη απο ξυσιμο, λιγο κρυο, καμποσα (πετυχημενα) αργα doomy περασματα κι εχετε ενα απλαυστικοτατο δισκακι. Χωρια που ναι κιε ψιλοπιασαρικο. (Από εδώ)

  2. Το ομώνυμο κομμάτι του δίσκου “Endless Echoes” κάνει φοβερή εντύπωση με το ξύσιμο της κιθάρας και τις γρήγορες αρμονικές που πλαισιώνονται από κοφτά ντραμς και το ελαφρά emo ρεφρέν. (Από εκεί)

  3. Ο κομπρέσορας χρειάζεται, γιατί θα του δώσει πιο σφιχτό «κρουστό» palm-muting στις ρυθμικές του, με λιγότερο πλαδαρά μπάσα, και επίσης (επειδή τα γνωστά πεταλάκια είναι compressor sustainer) όταν ανεβάζεις το sustain έχω παρατηρήσει οτι στο palm-muting εκτός απο τα σχετικά σφιχτά σου μπάσα ακούγεται ωραία και το απαραίτητο μη-τζιτζικέ «ξύσιμο». Τελικά τον αμέσως επόμενο σχετικό καλύτερο ήχο, μετά απο high gain λάμπα, τον έχω ακούσει με ds-1, λαμπάτο πετάλι παραμόρφωσης που δυστυχώς δεν θυμάμαι ποιο είναι, κομπρέσορα και εκουαλαιζερ. (Παρακάτω)

Δεν είναι χαρακτηριστικό, αλλά έχει γέλιο! (από Mr. Cadmus, 10/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Γλωσσολογία) Λέξη που χρησιμοποιείται για την ταξινόμηση και διευθέτηση του περιεχόμενου σε ένα σώμα κειμένων. Χρησιμοποιείται και το αντίστοιχο ουσιαστικό «σορτάρισμα».

Ετυμολογία: Από το αγγλικό ρήμα «sort» (ταξινομώ, κατατάσσω, βάζω σε σειρά) και το ρηματικό επίθημα -αρω. Αντίστοιχα για το ουσιαστικό από το ίδιο ρήμα με το επίθημα -άρισμα.

Αυτό που θέλω να κάνω είναι να σορτάρω το αρχείο ανά μια ... Ευχαριστώ για όλες τις προτάσεις. Αν δε δούλευε και αυτό η μόνη λύση θα ήταν ο ... (Πηγή)

Μπορείς να χρησιμοποιήσεις μια δομή Sorted* που κάνει μόνη της αυτού του είδους το σορτάρισμα (Πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κιθαριστική ζαργκόν, πρόκειται για την ελλειπτική συγχορδία που αποτελείται από ένα διάστημα καθαρής πέμπτης και πιθανόν και οκτάβας (συνεπώς, καθαρής πέμπτης και καθαρής τετάρτης), για παράδειγμα, μι-σι ή μι-σι-μι, και παίζεται κατά κανόνα στις μπάσες χορδές. Η συγχορδία λέγεται και πάουερ κορντ (power chord), απευθείας από τα αγγλικά.

Οι πέμπτες, όπως και η σους, έχουν ουδέτερο ήχο, με την έννοια ότι δεν είναι ούτε μείζονα ούτε ελάσσονα συγχορδία εφόσον λείπει το διάστημα τρίτης. Σε αντίθεση όμως με τις σους, προτιμούνται σε ροκ και μέταλ ιδιώματα σε συνδυασμό με παραμόρφωση και συχνά με μπουκωτές, χάρη στον βαρύ και σοβαρό τους ήχο, χαρακτηριστικό των καθαρών διαστημάτων σε μπάσες συχνότητες. Eναλλακτικά μάλιστα, οι πέμπτες παίζονται συχνότατα και ανεστραμμένες, ως διαστήματα καθαρής τετάρτης δηλαδή, ή απλά τετάρτες, με παρόμοιο ηχητικό αποτέλεσμα.

Μουσικοκοινωνικό σχόλιο

Καθώς η συγχορδία έχει απλούστατη δακτυλοθεσία –δύο δάχτυλα αρκούν, μάλιστα σε εδραιωμένα εναλλακτικά κουρδίσματα, όπως στο λεγόμενο ντροπ ντι όπου η έκτη χορδή κουρδίζεται ένα τόνο χαμηλότερα στη ρε, ένα δάχτυλο αρκεί–, είναι συνήθως από τα πρώτα πράματα που μαθαίνει να παίζει ένας πιτσιρικάς στην κιθάρα, γεγονός που συνάδει με την τάση των αρχάριων κιθαριστών αυτής της ηλικίας να στρέφονται σε πανκ, ροκ και μέταλ ύφη όπου οι πέμπτες στην κιθάρα δεσπόζουν. Είναι συνηθισμένο να αλλάζει στιλ ο κιθαρίστας άρδην με το που μαθαίνει το μπαρέ, το οποίο σταδιακά οδηγεί σε χίλια δυο δαχτυλοστραμπουλήγματα και το πράμα αρχίζει να θυμίζει σκάκι.

Αυτά, για τους άπενους. Γιατί ένας μικρός Μάλμστιν δεν θα νιώσει απαραίτητα την ανάγκη να την ψάξει με περίεργα πιασίματα όταν έχει ν' ασχοληθεί με το πώς ν' ανεβοκατέβει την ταστιέρα με αρπέτζια στους χίλιους χτύπους το λεπτό (η ζήλια να 'ταν ψώρα...).

  1. — ΟΙ ΠΕΜΠΤΕΣ Η ΑΚΟΡΝΤΑ ΠΕΜΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΣΑ ΑΚΟΡΝΤΑ.ΔΗΛ.ΠΑΙΖΟΥΝ 2 ΧΟΡΔΕΣ. Η Ε ΚΑΙ Η Α.ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΑΚΟΡΝΤΟΥ ΒΡΙΣΚΕΙΣ ΤΗΝ ΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΣΤΗ Ε ΧΟΡΔΗ ΚΑΙ ΒΑΖΕΙΣ ΤΟ 3ο ΔΑΧΤΥΛΟ 2 ΤΑΣΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΤΗ Α. [...]
    Ρε, για τα ακόρντα πέμπτης δεν παίζεις απαραίτητα 2 χορδές... ακόρντα πέμπτης ή power chords ή δυναμικές συγχορδίες (ή no3rd καλύτερα) λέγονται τα ακόρντα που τους έχεις αφαιρέσει την τρίτη που τα αποτελεί. Αυτήν που καθορίζει αν 8α είναι ματζορε ή μινορε η συγχορδία...Έτσι δεν είναι ούτε ματζόρε,ούτε μινόρε αυτο που παίζεις. χρησιμοποιούνται συνεχώς στη rock...για να βγει καλύτερος ο ήχος με την παραμόρφωση. [...]
    (από το Κιθάρα βού)

  2. Πολλές φορές όταν χτυπάω κάποια ρυθμικά (πέμπτες δλδ , στη 5η-4η-3η χορδή ) και υπάρχει κίνδυνος να χτυπήσω και την 6η , χωρίς να το θέλω ακουμπάω με τον αντίχειρα τν 6η και την μπουκώνω .Ετσι έχω πλήρη έλεγχο . (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανεσταλμένη συγχορδία τετάρτης ή σπανιότερα δευτέρας. Από την αγγλική συντομογραφία sus < suspended (ενν. chord), που συνοδεύει το σύμβολο της συγχορδίας στη διεθνή σημειογραφία. Για παράδειγμα, η λα σους (Asus) αποτελείται από τις νότες λα-ρε-μι (ανεσταλμένη τετάρτης).

Οι σους παραδοσιακά (και σύμφωνα με την κλασική αρμονία) λύνονται στην αντίστοιχη μείζονα ή ελάσσονα συγχορδία, εξού και η ονομασία (αναστέλλουν τον μείζονα ή ελάσσονα ήχο αντίστοιχα), αλλά σε ροκ και τζαζ ιδιώματα χρησιμοποιούνται αυτόνομα χάρη στον ουδέτερο, ούτε ματζόρε ούτε μινόρε ήχο τους, είτε στοχεύοντας ακριβώς σε ανοιχτό, αμφιταλαντευόμενο ύφος, είτε για ν' αφεθεί επιπλέον χώρος στο σολίστα να ερμηνεύσει τη συγχορδία όπως του καπνίσει.

Όσο για την προφορά, οι πιτσιρικάδες της γενιάς μου λέγαμε και ακούγαμε συνήθως «σους», χωρίς καν να ξέρουμε την ετυμολογία. Τους λίγους που λέγανε «σας» τους είχαμε –δικαίως συνήθως– για ελληνικόφοβες ψωνάρες: θά 'ταν οι ίδιοι που θα σ' την έλεγαν που λες «φλάντζερ» αντί για «φλέιντζερ» ή «αλέσις» αντί για «αλίσις»...

  1. Για τις sus (θα προσπαθήσω να είμαι πιο σύντομος) θα μπορούσαμε να τις πουμε εκτεταμένες ή επεκτειμένες ή κάπως έτσι τέλος πάντων [...] [σ.ς.: Εδώ ο γράφοντας συγχέει τις ανεσταλμένες συγχορδίες με τις επεκτεταμένες· στις τελευταίες έχεις τη βασική συγχορδία, συμπεριλαμβανομένης της τρίτης, μαζί με επεκτάσεις (πιχί, έβδομη, ένατη, ενδέκατη, δέκατη τρίτη).] Να θυμάστε ότι η ομορφιά στις εν λόγω συγχορδίες είναι ότι δεν ξέρεις αν είναι ματζόρε ή μινόρε (αυτές είναι οι πιο συνηθισμένες sus2 και sus4) κι αυτό γιατί την τρίτη της συγχορδίας (που αν είναι μεγάλη τότε φτιάχνουμε ματζόρε και αν είναι μικρή τότε φτιάχνουμε μινόρε) την αντικαθιστούμε με τη 2η ή την 4η βαθμίδα αντίστοιχα. Παράδειγμα:
    C = 1η-3η-5η = C-E-G
    Csus2 = 1η-2η-5η = C-D-G
    Csus4 = 1η-4η-5η = C-F-G
    (από φόρουμ)

  2. — Όχι, όχι, όχι, όχι, γαμώ το κέρατό μου γαμώ το κεφάλι σου γαμώ μέσα!...
    — Μπαρδόν;
    Ρε παλικάρι, τελειώνουμε σε σούς, πώς να σ' το πώ να το καταλάβεις πιά;
    — Εφού δέ κολλάει ρε φίλε, το παίζεις και κάτι περιμένεις να γίνει μετά...
    — Ρε να πάρει, ξεκόλλα 'π' το ωδείο γαμώτο σου. Σούς δέν σημαίνει «πρίν τη ματζόρε ή τη μινόρε»· είσαι ήδη εκεί, πώς το λένε;
    — Πού;
    — Φφφ... Ρε αγόρι μου, σκέψου το εξής. Έχεις πιεί τα κέρατα κι' η γκόμενα το ίδιο, όκέι;
    — Τί σχέση έχει αυτό;
    — Ρε όκέι;...
    — Καλά, όκέι.
    — Την πάς σπίτι και έχει λιώσει η τύπα, αλλα εσύ μαλακογκαύλης –ένεκα το πιόμα– ναί;
    — Ε εντάξει.
    — Και σου λέει η γκόμενα, «θές ν' ανέβεις για μια μπίρα;»
    — Θέλω.
    — Τί «θέλω» βρε βλάξ, άμα 'νέβεις θα σου βγεί σε μινόρε, μαλακογκαύλη!
    — Α αυτό εννοείς.
    — Άρα τί της λές;
    — Τί της λέω;
    — Της λές, «γλυκάκι, σόρι, αλλα θα το πιάσουμ' απο 'δώ που τ' αφήσαμε μεθαύριο· αύριο πιάνω δουλειά πρωί και δέ γουστάρω μισές δουλειές».
    — ...Μα άν την αφήσεις εκεί, μισή δουλειά δέν θά 'χεις κάνει;
    — Όχι ρε φίλε, ακριβώς, θα τό 'χεις παίξει σούς!
    — Α μάλιστα... Και δέ μου λές, πόσο καιρό εχεις να πηδήξεις;... Γιατ' είναι και μια άλλη μπάντα που ψάχνει δεύτερο κιθαρίστα ξές...

Άλλο ένα μάθημα απο γιουτιούμπ. (από vikar, 12/03/10)Από το http://musiced.about.com/od/lessonsandtips/qt/sus2andsus4.htm. (από vikar, 12/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικά με την μουσική:

  1. Κιθαριστικός ή μπασιστικός ήχος (ή γενικά ήχος ηλεκτρικού εγχόρδου οργάνου) που χαρακτηρίζεται από την απουσία εφέ που παράγονται από την χρήση εξωτερικού εξοπλισμού, όπως π.χ. πεταλάκια, πεταλιέρες, προενισχύσεις κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές λέγεται πως «ο κιθαρίστας / μπασίστας / τα έγχορδα παίζουν καρφί στον ενισχυτή», εννοώντας πως ο οι οργανοπαίκτες έχουν απλά συνδέσει τα όργανά τους στον ενισχυτή, χωρίς να έχουν χρησιμοποιήσει οτιδήποτε άλλο. Η πρακτική αυτή χαιρετίζεται ως άποψη από κάποιους, αλλά θεωρείται ως καταστροφική από κάποιους άλλους, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου οι οργανοπαίκτες παίζουν με παραμόρφωση, για πρακτικούς λόγους: ο εξωτερικός εξοπλισμός αποδεσμεύει τον οργανοπαίκτη από τις ατέλειες / βλάβες ή την κακή ποιότητα του τελικού ενισχυτή και τους επιτρέπει να διαμορφώσουν οι ίδιοι τον ήχο τους, χρησιμοποιώντας το καθαρό κανάλι του ενισχυτή. Έτσι, ακόμη και αν ο ενισχυτής είναι για τα μπάζα απ' τη μάνα του, ή αν τα 'χει κάψει λόγω της πολύωρης χρήσης, ο οργανοπαίκτης μπορεί και πάλι να επιτύχει έναν αξιοπρεπή ήχο χωρίς τζιτζίκια ή αδύναμη / τζούφια παραμόρφωση.

  2. Η έκφραση «τα παίζω καρφί» έχει και μία ακόμη ερμηνεία: πως ο παίκτης ή το συγκρότημα παίζει το σετ του σε ζωντανό περιβάλλον (συναυλία ή πρόβα), ακριβώς όπως αυτό υπάρχει και σε ηχογραφήσεις, χωρίς ουσιαστικά ο ακροατής να μπορεί να ανιχνεύσει διαφορές. Ό,τι έχει ο δίσκος ή το σιντί αναπαράγεται ζωντανά ως την τελευταία νότα χωρίς να υστερεί ούτε χρονικά, ούτε εκτελεστικά αλλά ούτε και ηχητικά. Αυτό συνεπάγεται άπειρες ώρες πρόβας αλλά και άπειρες ώρες προσωπικής εργασίας του κάθε μέλους (ή απλά και του σόλο μουσικού, όπως π.χ. ενός κλασικού κιθαρίστα), αλλά αυτό δεν εμποδίζει διάφορους κακεντρεχείς να κάνουν διάφορα σχόλια περί «ελλείψεως ευελιξίας», «ψυχρότητα στην σκηνή» και διάφορα άλλα τέτοια κουλά.

Το clean channel είναι ανέλπιστα καλό παραμένει καθαρότατο ακόμα και σε υψηλές εντάσεις (τουλάχιστον με τις stock λυχνίες) Το αν συνεργάζεται καλά με πετάλια δεν έχω προλάβει ακόμα να το διαπιστώσω (παίζω μόνο καρφί προς το παρόν). (Από εδώ)

δεν θέλω να σου κάνω τον μάγκα με αυτήν την απάντηση, απλώς να σου δώσω την «φιλοσοφία» του συνδιασμού λαμπάτου+πεταλιού.. για αυτά που θες να παίξεις δεν νομίζω να είναι απαραίτητο το πεταλάκι σου.. παίζεις καρφί ή αν θές κάτι άλλο δες κάτι σε treble booster γερμανίου ή κάποιο fuzz στην τελική.. (Από εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικά με την μουσική:

  1. Η κονσέρβα αναφέρεται σε ένα στάνταρ ρεπερτόριο συγκροτήματος, ορχήστρας, συνόλου, ή μεμονωμένου μουσικού το οποίο δεν ανανεώνεται, αλλά απλά αναπαράγεται αυτούσιο σε ζωντανό περιβάλλον, συχνά δε χωρίς να αλλάζει ούτε καν η σειρά εκτέλεσης των κομματιών. Και ενίοτε κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια...

Οι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν ένα συγκρότημα σε αυτή την κατάσταση ποικίλλουν. Άλλες φορές είναι καθαρά απώλεια έμπνευσης ή ευελιξίας των μελών του (ή του μεμονωμένου μουσικού), άλλες φορές είναι απλά βαρεμάρα (ιδιαίτερα αν υπάρχουν αρκετά χρόνια ζωής στις μουσικές πιάτσες), άλλες φορές είναι το ζήτημα είναι καθαρά εμπορικό (όπως στις περιπτώσεις μουσικών που παίζουν σε εκδηλώσεις, συνεστιάσεις, γάμους, μπαράκια, ξενοδοχεία κλπ.). Κάποιοι την βλέπουν τη δουλειά και απομακρύνονται, άλλοι επιμένουν στο ίδιο μοτίβο μετατρέποντας εν τέλει το μουσικό λειτούργημα σε μία εντελώς μηχανική δουλειά που δεν αποφέρει πλέον κανένα δημιουργικό όφελος, αλλά μόνο χρηματικό. Ή, απλά, τη μούρη του να λες ότι «παίζω 30 χρόνια και τα 'χω κάνει όλα».

  1. Σχετικά με ντιτζέι ή έτοιμες ηχογραφήσεις: η κονσέρβα δηλώνει είτε το ετοιματζίδικο πρόγραμμα ενός ντιτζέι (και καλά τώρα, γιατί όλοι νομίζουν πως ο ντιτζέι το μόνο που έχει να κάνει είναι απλά να αλλάζει σιντί και να επιλέγει κομμάτια -και πάρα μα πάρα πολλοί δηλώνουν ντιτζέι κάνοντας ακριβώς αυτό και μόνο αυτό) με ελληνικό και/ή ξένο ρεπερτόριο, ή την χρήση ετοιματζίδικης μουσικής σε καταστάσεις όπου παραδοσιακά επιβάλλεται η παρουσία μίας ορχήστρας (π.χ. παραδοσιακοί γάμοι με κλαρίνα και νησιώτικα από σιντί).

Βέβαια για να λέμε τα πράγματα με τ' όνομά τους, πολλοί θεωρούν την (κατά την γνώμη του συντάκτη) επιβεβλημένη παρουσία ορχήστρας ως κάτι όχι απλά δευτερεύον, αλλά ούτε καν τριτεύον (άσε που οι γαμιάτικες ορχήστρες κοστίζουν τα κέρατά τους), αλλά τι να λέμε τώρα...

  1. H διαφορά μεταξύ τους είναι τεράστια, καθώς ειδικά σε πολυκάναλο μουσικό πρόγραμμα νιώθουμε ότι ακούμε live μουσική και όχι «κονσέρβα». Αυτό είναι φυσικά αναμενόμενο αφού το CD είναι βασισμένο σε τεχνολογία του 1981, ενώ τα SACD και DVD-Audio έκαναν τα πρώτα βήματά τους το 1999 και το 2000 αντίστοιχα. (Εδώ)

  2. Κονσέρβα πρώτη οι Ζωντανοί στο Κύτταρο - Σκηνές Ροκ [Ελλάς, 2005, 64'] του Αντώνη Μποσκοΐτη, που μας είχε χαρίσει κάποτε [2002] την Φλέρυ - Τρελή του Φεγγαριού. Τα παλιά θυμούνται οι Διονύσης Σαββόπουλος, Μαρίζα Κωχ [Γκαρίζα Ωχ!], Δημήτρης Πουλικάκος [Εξαδάχτυλος πουρόκερ], Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Δέσποινα Γλέζου, Βαγγέλης Γερμανός, Λήδα, Γιάννης Bach Σπυρόπουλος, Δημήτρης Ψαριανός, Λάκης Παπαστάθης, Socrates και οι Πελόμα Μποκιού. Τους σιγοντάρουν κάτι Μακρινά Ξαδέρφια. (Εκεί)

  3. Ο χειροτερος DJ ειναι της Ξανθης (90.6). Ολος μια κονσερβα ειναι (συνεχεια παιζει μια playlist που θα ακουσεις και «επιτυχιες» απο το περσινο καλοκαιρι) και εχεις και το εκνευριστικο jingle «ο νεος DJ...»

Ετσι ειναι ο νεος; Αντε,καλα...... (Παραπέρα)

(από Vrastaman, 12/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified