Further tags

Επιστημονική μέθοδος διόρθωσης γραπτών κατοχυρωμένη από το Ελληνικό Πανεπιστήμιο.
Εργαστηριακές έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι βοηθοί-μεταπτυχιακοί-διδακτορικοί φοιτητές διορθώνουν ασύγκριτα χειρότερα από τους καθηγητές. Καθώς, όμως, ο εχθρός του κακού είναι το χειρότερο, ο ανεμιστήρας έχει υποδειχθεί ως η χείριστη μέθοδος διόρθωσης, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται για το κάτω φράγμα αντικειμενικότητας.
Η καθεαυτού μέθοδος, ή τουλάστιχον το ντηκλάσσιφάιντ κομμάτι της, συνίσταται στο άπλωμα εν είδει τραχανά των γραπτών στο πάτωμα και την ακαριαία εκκίνηση του ανεμιστήρα. Τα γραπτά που μένουν στη θέση τους κόβονται, ενώ όσα μετακινούνται υπόκεινται σε μια αλεατορική κατανομή βαθμολογιών που υπερβαίνουν το πέντε (5).
Η ταχύτητα, που αποτελεί προφανές πλεονέκτημα της μεθόδου, δεν ανακλάται απαραίτητα στην αμεσότητα έκδοσης των αποτελεσμάτων, καθώς συνήθως τα γραπτά γίνονται αντικείμενο πειραματισμού για την εξέλιξη ή και την αντικατάστασή της.

Πάλι ανεμιστήρα διόρθωσε ο καργιόλης ρε πστ! Να διούμε πότε θα πάρουμε πτυχίο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασπαρτού (passe partout):
Αναφέρεται ως το κλειδί που ταιριάζει και ανοίγει κάθε κλειδαριά.
Στη μεταφορική χρήση του όρου, μπορούν να ενσωματωθούν οι παραπάνω ιδιότητές του.
Έτσι, ως πασπαρτού θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον άνθρωπο ή την κατάσταση που μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για πρόσβαση σε μη προσβάσιμους χώρους. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε δηλαδή τον κατάλληλο άνθρωπο ή την κατάλληλη κατάσταση που χρειάζεται για να ανοιχτούν πόρτες που παραμένουν ερμητικά κλειστές για το ευρύ κοινό.

  1. - Θέλω να αναλάβω ρε γαμώτο μια υπεύθυνη θέση στην εταιρεία μου, αλλά μου λείπει ο άνθρωπος πασπαρτού.

  2. - Ο γάμος του με την κόρη του Δημητρόπουλου του εφοπλιστή αποτέλεσε το πασπαρτού για να γίνει διευθυντής στην επιχείρηση του πεθερού του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εργαλείο σφυρί.

Οι αθάνατοι έλληνες μάστορες, ξεπερνώντας κατά πολύ σε τεχνική αρτιότητα τους αλλοεθνείς συναδέλφους τους, επήραν το ποταπό και ταπεινό σφυρί και το μετουσίωσαν σε ένα νέο εργαλείο, τύπου «κλειδιού», με το οποίο (μόνο σε υψηλά επίπεδα τεχνικής) είναι δυνατή η εκτέλεση πάσης φύσεως εργασίας.

Όμοια: γερμανοπολύγωνο, γαλλικό κλειδί, παπαγάλος.

Μαστοράντζα: - Ρε Τζίμη, αυτός ο γαμό-πιρος έχει κατσικωθεί και δε κουνιέται γρι. Πέτα το ελληνικό κλειδί να τονε δείξω...

Τζίμης: - Εφτασέέέέέϊϊϊϊϊ...

(από hadderakk, 23/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ακούγεται συνήθως σε μηχανουργεία και υποδηλώνει τα αυθεντικά εξαρτήματα και τα συνιστώμενα ανταλλακτικά μιας μηχανής ή ενός αυτοκινήτου από τη μαμά εταιρία. Έχει δε ακριβώς την αντίθετη σημασία από τον όρο μαϊμού.

Σε μηχανουργείο:
Μάστορας:
- Μπορεί τα σετ α λα μαμά υλικά να είναι ακριβότερα από τις μαϊμούδες που κυκλοφορούν, αλλά από την άλλη αποτελούν εγγύηση για τη σωστή λειτουργία του αυτοκινήτου σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σημασία που δίνεται εδώ αναφέρεται σε κάποιον που ασχολείται καθ' ολοκληρία με μια δουλειά, ή με ένα project. Η συνεργασία είναι η ελάχιστη δυνατή και είναι πιο συνηθισμένη στη δουλειά κατά την επικοινωνία με εξωτερικούς συνεργάτες που προμηθεύουν προϊόντα ή που εκτελούν υπηρεσίες που δεν μπορούμε λόγω φύσης και εμπορικού προσανατολισμού εταιρίας, τεχνογνωσίας ή υποδομής να υλοποιηθούν από την εταιρεία μας.

- Ευνοούνται οι ενδοεταιρικές συνεργασίες στην εταιρία σας;
- Δεν θα τό 'λεγα. Ο κάθε ένας μας έχει φορτωθεί ένα project κατακέφαλα και οδεύει.
- One man show κατάσταση ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική στην κιθάρα, κατά την οποία η άκρη της παλάμης (αριστερή άκρη αριστερού χεριού για αριστερόχειρες) αγγίζει τη χορδή ελαφρά και δίπλα στον καβαλάρη, ταυτόχρονα με τη νύξη της. Το αποτέλεσμα είναι να μειωθεί το πλάτος ταλάντωσης και κατά συνέπεια η διάρκεια της νότας, η οποία, χωρίς να σιγαστεί πλήρως, παράγεται με μία «υπόκωφη» πλέον χροιά.

Σε ροκ και μέταλ ιδιώματα η τεχνική συνδυάζεται σχεδόν αποκλειστικά με εφέ παραμόρφωσης, συχνά για να διευκρινίζει τον επιτονισμό φράσεων ο οποίος αλλιώς θα χανόταν, λόγω ακριβώς της παραμόρφωσης.

Στην κλασική κιθάρα η τεχνική ονομάζεται πιτσικάτο, παραπέμποντας στον ήχο της ομώνυμης –αλλά διαφορετικής– τεχνικής για έγχορδα με δοξάρι.

  1. Όχι ρε φίλε πάλι ριφ με μπουκωτές, έλεος!... Ούτ' ο Μετάλικα νά 'σουνα πιά. Όχι άλλο κάρβουνο!...

  2. Στο τέλος κάθε στίχου παίζεται αυτό [...] pm (pm=palm mute ή «μπουκωτή» στο ελληνικότερον) (απο το Kithara.vu)

Σύγκρινε με κούφια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.

- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός φορτηγού που μεταφέρει τσιμέντο (σε μορφή σκόνης). Η λέξη οφείλεται στο φορτηγό μεταφοράς, το οποίο ονομάζεται “γελάδα” λόγω του σχήματος του βυτίου που μοιάζει με μπανάνα ή φασόλι με τις άκρες στο πάνω μέρος (βλ. φωτό). Το βυτίο γεμίζει από πάνω και στο χαμηλότερο σημείο, υπάρχουν οι υποδοχές (μαστάρια) για τη σύνδεση των σωλήνων “άντλησης” του τσιμέντου (μηχανισμός αρμέγματος).

Οι γελαδάρηδες απαντώνται συνήθως στις εθνικές οδούς και για κάποιο μυστήριο λόγο έχουν πολύ κακή φήμη ως οδηγοί, ειδικά όταν κυκλοφορούν σε γκρουπ-κονβόι και είναι άδειοι. Όπως μπορούν να καταθέσουν αρκετοί οδηγοί, είναι αρκετές οι περιπτώσεις όπου γελαδάρηδες κοντράρονται με μεγάλες ταχύτητες, καταλαμβάνοντας παράλληλα δύο ή και τις τρεις λωρίδες της εθνικής.

- Άσ' τα Γιώργο, χθες γυρνώντας από Λαμία είδα τον χάρο με τα μάτια μου.
- Γιατί ρε συ;
- Ήτανε τρεις γελαδάρηδες, ένας σε κάθε λωρίδα και πηγαίνανε με 120... Βγήκε ο χάρος παγανιά σου λέω. Είδα κι' έπαθα να τους προσπεράσω...

Η "Γελάδα" (από Desperado, 14/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταξιτζής.

- Σανίδωσέ το ρε τάριφμαν, θα χάσω την πτήση.

Με την καλή έννοια (από Khan, 26/04/13)

Δες και ταρίφας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικέφαλο σφυρί - το κεφάλι είναι κυλινδρικό (φωτό 1).

Παραδοσιακά ήταν ξύλινο και το χρησιμοποιούσαν οι βαρελάδες. Τώρα κυκλοφορούν ματσόλες και από καουτσούκ.

Η λέξη έχει Ιταλική προέλευση. Επ' ουδενί, όμως, δεν πρέπει να συγχέεται με τον μεγάλο Σάντρο Ματσόλα, διάσημο Ιταλό μπαλαδόρο των δεκαετιών 1960-70 (φωτό 2).

Απλώστε κόλλα στις ξυλόπροκες, τοποθετήστε τις στις τρύπες και χτυπήστε τις με μια ματσόλα. (Από το www.idanikospiti.gr, οδηγίες για επισκευές σε πόρτες)

Μια σελεξιόν από ματσόλες (από poniroskylo, 04/07/08)Ο Σάντρο Ματσόλα με τη φανέλα της Ίντερ (από poniroskylo, 04/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified