Further tags

Το μικρόφωνο που στερεώνεται στο πέτο, στην τηλεόραση.

- Δεν ακούγεστε καλά, σας έπεσε το μικρόφωνο. Παρακαλώ, διορθώστε την ψείρα στον κύριο Πάγκαλο.
(η Στάη (ας πούμε), στους φροντιστές του στούντιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρουσιάστρια πρωινής εκπομπής στην τηλεόραση.

- Α... Την ξέρω ρε συ! Αυτήν την πρωινατζού δε λες;

(από Khan, 06/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικό του «Φεύγω», «Την κάνω», κ.τ.λ. Ακούγεται συνήθως σε μεγάλες αντροπαρέες της Κοζάνης. Η μπλαντέζα είναι συνήθως το τελευταίο εργαλείο που μαζεύει κανείς όταν έχει τελειώσει τη δουλειά του. Εναλλακτικά ακούγεται και το: «Άντε να μάσουμε τα εργαλεία»

-Μαλάκες τι κάνουμε βαρέθηκα.
-Τη μπαλαντέζα μαλάκες πέρασε η ώρα...

Got a better definition? Add it!

Published

Άνθρωπος ο οποίος δουλεύει στη λαϊκή αγορά.

- Α ρε μαλάκες λαϊκατζήδες με τα Datsun σας...

Βλ. και λαχαναγορίτης, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεροσταλλάκτης (υδρορροή) στο κάτω μέρος ενος ξύλινου παραθύρου. Έχει εκλείψει πλέον.

-Δεν θα πιστέψεις τι έπαθε ο Μάκης. Έσκαβε πίσω στο κήπο και ξεκόλλησε το μπουγιουντρούκι απ' το παράθυρο του πάνω ορόφου και του 'σκασε στο κεφάλι.

Got a better definition? Add it!

Published

Η συσκευή πυρόσβεσης που τοποθετείται στο ταβάνι και σε περίπτωση φωτιάς ψεκάζει τον χώρο με νερό, τα γνωστά μας sprinklers. Πρόκειται για ναυτικό όρο.

- Γάμησε τα, μου 'πε ο μάστορας οτι πρέπει να ξηλωθεί όλο το ταβάνι για να μπούνε τα τζιφάρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γερανός που χρησιμοποιείται σε μεταφορικά πλοία.

Η λέξη προέρχεται απο την αγγλική crane.

-Χάλασε το κρένι και θα κάνουμε δέκα ώρες να φορτώσουμε...

(από electron, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι ο διανομέας που φέρνει την πίτσα.

Δεν ακούς το κουδούνι που χτυπά; Άνοιξε, θα είναι ο πιτσαράς.

o ντελίβεράς με την χοντρή βιλγάρικη πίτσα στο χέρι (από xalikoutis, 05/06/09)

Βλ. και ντελιβεράς, πιτσαφέρνης, πιτσαφέρτας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αόρατος δια γυμνού τηλεοπτικού οφθαλμού χώρος, από τον οποίο ξανθιές παρουσιάστριες και ο Μάκης Πουνέντης λαμβάνουν εντολές σχετικά με τη ροή της εκπομπής τους.

  2. Τίτλος must ταινίας για το «εναλλακτικό» κοινό της χώρας τη σεζόν 2007/2008. Κοσμοσυρροή παρετηρείτο έξω από τους κινηματογράφους όπου παιζόταν, μιας και το Sonik και το Avopolis απεφάσισαν και διέταξαν.

  1. «Να φύγει το βίντεο»
    Η εικόνα παραμένει ίδια.
    «Να φύγει το βίντεο»
    Καμιά αλλαγή.
    «Να μας πει το κοντρόλ αν είναι έτοιμο το βίντεο»
    Η παρουσιάστρια ακούει από το ακουστικό της. Χαμογελάει.
    «Συμβαίνουν αυτά στις ζωντανές εκπομπές»

  2. - Μαλάκα, είδες «Κοντρόλ»; Ταινιάρα. - Θα πάω σήμερα. Έλεγα μήπως πήγαινα χτες, αλλά κατέβασα καινούριο Ντεβέντρα και κάθισα μέσα να ακούσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χειρωνακτική εργασία του μάστορη η οποία γίνεται σε μικρό χρονικό διάστημα, αλλά αποφέρει σπουδαία αποτελέσματα.

- Καλά, σου λέω έκανα ένα μερεμέτι στον Κωστή άλλο πράγμα!
- Τελέρε παιδί μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified