Το μικρόφωνο που στερεώνεται στο πέτο, στην τηλεόραση.
- Δεν ακούγεστε καλά, σας έπεσε το μικρόφωνο. Παρακαλώ, διορθώστε την ψείρα στον κύριο Πάγκαλο.
(η Στάη (ας πούμε), στους φροντιστές του στούντιο)
Το μικρόφωνο που στερεώνεται στο πέτο, στην τηλεόραση.
- Δεν ακούγεστε καλά, σας έπεσε το μικρόφωνο. Παρακαλώ, διορθώστε την ψείρα στον κύριο Πάγκαλο.
(η Στάη (ας πούμε), στους φροντιστές του στούντιο)
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εναλλακτικό του «Φεύγω», «Την κάνω», κ.τ.λ. Ακούγεται συνήθως σε μεγάλες αντροπαρέες της Κοζάνης. Η μπλαντέζα είναι συνήθως το τελευταίο εργαλείο που μαζεύει κανείς όταν έχει τελειώσει τη δουλειά του. Εναλλακτικά ακούγεται και το: «Άντε να μάσουμε τα εργαλεία»
-Μαλάκες τι κάνουμε βαρέθηκα.
-Τη μπαλαντέζα μαλάκες πέρασε η ώρα...
Got a better definition? Add it!
Άνθρωπος ο οποίος δουλεύει στη λαϊκή αγορά.
- Α ρε μαλάκες λαϊκατζήδες με τα Datsun σας...
Βλ. και λαχαναγορίτης, ο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο νεροσταλλάκτης (υδρορροή) στο κάτω μέρος ενος ξύλινου παραθύρου. Έχει εκλείψει πλέον.
-Δεν θα πιστέψεις τι έπαθε ο Μάκης. Έσκαβε πίσω στο κήπο και ξεκόλλησε το μπουγιουντρούκι απ' το παράθυρο του πάνω ορόφου και του 'σκασε στο κεφάλι.
Got a better definition? Add it!
Published
Η συσκευή πυρόσβεσης που τοποθετείται στο ταβάνι και σε περίπτωση φωτιάς ψεκάζει τον χώρο με νερό, τα γνωστά μας sprinklers. Πρόκειται για ναυτικό όρο.
- Γάμησε τα, μου 'πε ο μάστορας οτι πρέπει να ξηλωθεί όλο το ταβάνι για να μπούνε τα τζιφάρια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γερανός που χρησιμοποιείται σε μεταφορικά πλοία.
Η λέξη προέρχεται απο την αγγλική crane.
-Χάλασε το κρένι και θα κάνουμε δέκα ώρες να φορτώσουμε...
Got a better definition? Add it!
Published
Είναι ο διανομέας που φέρνει την πίτσα.
Δεν ακούς το κουδούνι που χτυπά; Άνοιξε, θα είναι ο πιτσαράς.
Βλ. και ντελιβεράς, πιτσαφέρνης, πιτσαφέρτας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αόρατος δια γυμνού τηλεοπτικού οφθαλμού χώρος, από τον οποίο ξανθιές παρουσιάστριες και ο Μάκης Πουνέντης λαμβάνουν εντολές σχετικά με τη ροή της εκπομπής τους.
Τίτλος must ταινίας για το «εναλλακτικό» κοινό της χώρας τη σεζόν 2007/2008. Κοσμοσυρροή παρετηρείτο έξω από τους κινηματογράφους όπου παιζόταν, μιας και το Sonik και το Avopolis απεφάσισαν και διέταξαν.
«Να φύγει το βίντεο»
Η εικόνα παραμένει ίδια.
«Να φύγει το βίντεο»
Καμιά αλλαγή.
«Να μας πει το κοντρόλ αν είναι έτοιμο το βίντεο»
Η παρουσιάστρια ακούει από το ακουστικό της. Χαμογελάει.
«Συμβαίνουν αυτά στις ζωντανές εκπομπές»
- Μαλάκα, είδες «Κοντρόλ»; Ταινιάρα. - Θα πάω σήμερα. Έλεγα μήπως πήγαινα χτες, αλλά κατέβασα καινούριο Ντεβέντρα και κάθισα μέσα να ακούσω.
Got a better definition? Add it!