Further tags

Η χημειοθεραπεία, στην αργκό των καρκινοπαθών και των ανθρώπων τους.

Αγγλιστί: chemo.

1.
Οι γιατροί μας είχαν μιλήσει για 6 μήνες ζωής και να μην κάνουμε ούτε χημειο, ούτε τίποτα.

2.
Ο πυρετος εχει πεσει 2 μερες τωρα οποτε ευχομαι να μην ξανανεβασει (φτου φτου σκορδα :) ) κ τωρα εχουμε τις παρερνεργειες της χημειο που τη μαμα μ την ανησυχουν αλλα εγω καθοτι εχω διαβασει κ τις ξερω ειμαι οκ.

3.
Τλκ ξεκινησαμε χημειο γτ δ σηκωνει χειρουργιο αυτη τη στιγμη μασ το απεκλεισε...

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευστοχία σε κατακόρυφη τοποθέτηση αντικειμένου μέσα σε άλλο ή σε θήκη, τρύπα, χωρίς επαφή με τα τοιχώματα.

  1. Σηκώνει που λες την παλέτα με το γερανό και την πάει ο πούστης κουφέτο. (Είχε μόνο μια θέση ελεύθερη η καρότσα κι αυτή στη μέση)

  2. Έβαλε το καλάθι κουφέτο. (Ούτε ταμπλό ούτε καν στεφάνι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην αρχαία ταξιτζήδικη σλανγκ, το αγώι.

  2. (παίρνω) κούρσα (+ πληθυντικός), παίρνω παραμάζωμα, συλλήβδην αλλά και διαδοχικά, αναλόγως το αντικείμενο στον πληθυντικό.

1α. 'Εχω μια κούρσα για αεροδρόμιο και μετά σχολάω.

2α. Καβάλησε πεζοδρόμιο και πήρε κούρσα τα τραπεζάκια μέχρι το περίπτερο.

2β. Μπήκε λιώμα στο μαγαζί και ήθελε να πάρει όλα τα κορίτσια κούρσα.

Μετά το πρώτο λεπτό. (από Khan, 26/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H άκρως εθιστική κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη στα ναρκοσινάφια.
Επίσης, «γυαλί» και «κρύσταλλο» αλλά και «κοκαΐνη των φτωχών» «σίσα» ή «σισέ».

Τα ..λαμπερά νικ της οφείλονται στη μορφή της που μοιάζει ακριβώς με κομματάκια σπασμένου γυαλιού, κρύσταλλου ή πάγου. Κυκλοφορεί σε αρκετά χρώματα πλην του διαφανούς λευκού και μπορεί κανείς, ανάλογα με τη μορφή της, να τη σνιφάρει, καπνίσει, καταπιεί ή και να την κάνει ένεση.

Παρατεταμένη αϋπνία, ανορεξία, επιθετικότητα, σύγχυση, υπερδιέγερση, παραισθήσεις, αίσθηση δύναμης τα άμεσα αποτελέσματά της, στέγνωμα του οργανισμού, βλάβες σε εγκέφαλο, λειτουργία καρδιάς και θάνατος τα πιο μακροχρόνιά της.

Φτιάχνεται εύκολα και φθηνά από τα κατακάθια υγρών μπαταρίας, εφεδρίνη κι αιθανόλη.

«Ξέρω κάτι κουλ τύπους που θα πάνε να καπνίσουν διάφορα στο πάρκο»
«Σοβαρά;» Δύσπιστος.
«Τίποτα βαρύ, λίγο πάγο μόνο».
«Δεν κάνω τέτοια, σόρι».
«Ε, μην ανησυχείς! Ούτε εγώ κάνω τέτοια . Έλα, μια πίπα θα καπνίσουμε. Εσύ κι εγώ. Πραγματικό πάγο, όχι σκόνες και μαλακίες...»

(Από το «Ο φαντομάς» του Jo Nesbo σε μετάφραση απ' τα νορβηγικά του Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη. Εκδόσεις Μεταίχμιο)

κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη  (από sstteffannoss, 02/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κύλινδρος και η κεφαλή του σε αερόψυκτους δίχρονους κινητήρες μοτό, που θύμιζε κουκουνάρι με τις μεγάλες ψύκτρες.

Βλέπεις ολόκληρη κουκουνάρα λες κι είναι δυόμισι, κι από μέσα πενηνταράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τις δεκαετίες '70 & '80 «σφόλι» ονόμαζαν επίσης το, γεμάτο με ουσίες συνήθως, λαστιχένιο μπαλάκι ή σφαιρικό γενικώς δέμα που κάποιος «απ' έξω» πετούσε πάνω από τον τοίχο, το συρματόπλεγμα ή το χώρισμα στις φυλακές ή σε άλλα πειθαρχικά καταστήματα, για να το πάρει ή να το βρει κάποιος από τους «μέσα». Και οι δυο τους βέβαια ήταν συνεννοημένοι από πριν. «Σφόλι» ονομαζόταν επίσης και όλη αυτή η μέθοδος παράνομης προμήθειας ουσιών.

- Τι ώρα σας ανοίγουν; (το προαύλειο)
- Στις 11. - Θα σου 'χω ρίξει το σφόλι από το βράδυ στην πάνω γωνία. Κανόνισε να το βρει κανας άσχετος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο ασθενής που καταφθάνει σε Δημόσιο Νοσοκομείο σε ώρα επειγόντων και του οποίου η εισαγωγή έχει προσυμφωνηθεί με τον θεράποντα ιατρό του, κατά παράβαση της σύννομης διαδικασίας αλλά και των χρηστών ηθών.

Πρόκειται για ανθρώπους που κατόπιν προσυνεννοήσεως με τον ιατρό τους έρχονται για τσεκ-απ ή για αντιμετώπιση μιας μη επείγουσας κατάστασης και εισάγονται ως επείγοντα περιστατικά σε ώρα γενικής εφημερίας του Νοσοκομείου (στο οποίο εργάζεται ο εν λόγω ιατρός), ώστε να παρακαμφθούν ραντεβού και λοιπές χρονοβόρες διαδικασίες.

Σχεδόν πάντα υπάρχει πελατειακή σχέση ιατρού-ασθενούς, είτε σε χρήμα, είτε (παλαιότερα) σε εκδουλεύσεις (συνήθως ψήφος). Συχνά, ο ασθενής κατάγεται από επαρχία και έχει βρεθεί για λίγες μέρες στη μεγάλη πόλη, οπότε τα χρονικά περιθώρια για εισαγωγή στο Νοσοκομείο είναι στενά.

Ο χαρακτηρισμός ως «βαλιτσάκι» οφείλεται στο γεγονός ότι ο ασθενής σκάει μύτη στα επείγοντα σαν έτοιμος από καιρό, σαν σίγουρος ότι θα εισαχθεί, αρματωμένος με βαλίτσα περιέχουσα τα προσωπικά του είδη (πυτζάμες, παντόφλες, κολυνός κ.λπ.)

(διάλογος ιατρών στα επείγοντα)
- Πόσες εισαγωγές είχαμε σήμερα, συνάδελφε;
- Ως τώρα πέντε. Δύο επείγοντα και τρία βαλιτσάκια.
- Από πού είναι τα βαλιτσάκια;
- Άρτα, όλα. Του Διευθυντή πατριωτάκια.
- Με ταξί τα κατέβασε, ρε πούστη μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη θεατρική αργκό, είναι η μετακινούμενη κρεμάστρα με ρόδες πάνω στην οποία κρεμιούνται τα κουστούμια του θεάτρου.

- Πάρτε τη γαϊδάρα από τη μέση να περνάνε οι τεχνικοί, έχουμε γρήγορη αλλαγή σκηνικού!

Γαϊδούρα στη Λυρική Σκηνή. (από Cunning Linguist, 24/10/13)Γαϊδάρα στους Simpsons. (από Cunning Linguist, 24/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται υποτιμητικά από τους πολιτικούς μηχανικούς απέναντι στους αρχιτέκτονες. Οι δεύτεροι έχουν μια τάση να πιστεύουν ότι εκτός από μηχανικοί είναι και καλλιτέχνες. Οι πολιτικοί μηχανικοί γνωρίζοντας ότι δεν είναι τίποτα από τα δύο, αμολάνε αίφνης την άνωθεν λέξη και τους γειώνουν.

H λέξη εμπεριέχει πολλά κιλά μπαρούτι και πρέπει να χρησιμοποιείται με μεγάλη προσοχή, ιδίως αν ο εν λόγω αρχιτέκτονας είναι γυναίκα. Η αλυσιδωτή αντίδραση της εκφοράς της λέξης προκαλεί συνήθως ταραχή, ρίγη και την εύκολη ανταπάντηση «...άσε μας ρε μπετατζή!», που όμως δεν πείθει κανέναν.

- Kαι πού είπαμε σπουδάζεις;
- Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ.
- Α, μοδιστρούλα δηλαδή;
- Άσε μας ρε μπετατζή!

(από Khan, 11/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα σε μέλη του εκ Brooklyn ορμώμενου δόγματος των Μαρτυριάρηδων του Ιεχωβά, αλλά σε μαριδαίους μικρομετόχους εταιρειών, η συμμετοχή των οποίων ανέρχεται σε ποσοστά τοις χιλίοις (‰).

Χρηματιστηριακό / επιχειρηματικό λολοπαίγνιο.

Η αρχιεπισκοπή Κύπρου είναι ο βασικός μέτοχος της Ελληνικής Τράπεζας. Οι λοιποί μέτοχοι είναι ως επί το πλείστον χιλιαστές. Χα χαχα χα, καλό ε;
(αμήχανη σιωπή)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified