Further tags

Σιλοφόρο όχημα μεταφοράς τσιμέντου σε σκόνη.

Ονομασία προερχόμενη από το γεγονός ότι τα σημεία εξαγωγής του σε σκόνη τσιμέντου, από το εν λόγω όχημα, βρίσκονται στο κάτω μέρος, πράμα που συνειρμικά θυμίζει άρμεγμα γελάδας.

Η εξαγωγή από το κάτω μέρος γίνεται με κύριο παράγοντα την βαρύτητα κάτι που βοηθάει στην εξοικονόμηση χώρου, χρόνου, ενέργειας και άρα χρήματος μιας και δε χρειάζονται παρά απλά, μικρά και οικονομικά μηχανήματα για την εξαγωγή του τσιμέντου απ το όχημα.

- Είναι λίγο παλιό, με προβληματίζει να το αγοράσω..
- Αυτήν την αγελάδα που βλέπεις μη τη βλέπεις έτσι, είναι σκυλί.
- Σκυλί η αγελάδα;!
- Γάτα είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται έτσι το υλικό που προκύπτει από την σύνθλιψη και άλεση ασβεστόλιθου (~80%) με άργιλο (αργιλικός σχιστόλιθος ~20%) κατά την διαδικασία παραγωγής τσιμέντου.

Το υλικό αυτό θερμαίνεται στους 1450°C σε περιστροφικούς κλιβάνους, όπου υφίσταται διάφορες πολύπλοκες χημικές μεταλλάξεις και μετατρέπεται σε ένα άλλο υλικό που ονομάζεται κλίνκερ. Η λεπτή άλεση του κλίνκερ μαζί με μικρή ποσότητα γύψου δημιουργεί το τσιμέντο.

Παρά τη σχετική του ονομασία το υλικό αυτό δε φουσκώνει μόνο του και πιθανότατα πήρε την ονομασία του λόγω του ωχρού λευκού χρώματος που θυμίζει το αλεύρι.

(κι άλλες λεπτομέρειες.)
(σ.σ.: ο ορισμός γράφτηκε με μια μικρή βοήθεια.)

Φτου ρε πούστη μου δουλειά...
Είναι κάτι μέρες που γυρίζω απ' το εργοστάσιο και καθόμουν και σκεφτόμουν: τι σκατά καθόμασταν και φτιάχναμε εκεί πέρα, κάθε μέρα τσιμέντο, χιλιάδες τόνοι τσιμέντο, τσιμέντο δηλαδή να μπούμε μέσα...
Πάω στο φούρνο, του λέω : «λίγο αλεύρι»
Μου λέει: «απλό ή φαρίνα
Άκουσε να δεις φίλε αν νομίζεις ότι μου κάνεις πλάκα...
τι σκατά θα το κάνουμε τόσο τσιμέντοοοο;

σε υποστήριξη του επικού παραδείγματος. (από jesus, 17/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξάρτημα που χρησιμοποιείται αντί της κλασσικής μπαγκέτας στα ντραμς, κυρίως σε συγκροτήματα τζαζ ή αντίστοιχου ήχου.

Το γούγλε δίνει χτυπήματα για τη λέξη «βούρτσα», απ' ευθείας μετάφραση του αγγλικού brush, αλλά το θυμάμαι κι έτσι. Ο λόγος για τον οποίο στέκει είναι η ομοιότητα του εξαρτήματος με την κλασσική ψάθινη σκούπα.

Πάσα: Tom Waits.

- Θέλει να παίξει και με σκούπες ο χασάπης. Δεν κοιτάει να μάθει να κρατάει το ρυθμό πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς και απροσδοκήτως ο Ζευς, Δίας.

Σε χρήση από τους βοσκούς στην περιοχή του Ψηλορείτη, κοντά στα Ζωνιανά. Σε μια αλλόκοτη διαδικασία στη μονή του Xριστού Xαλέπας, όπου ο ηγούμενος είναι κατά παράδοση από την οικογένεια Βάμβουκα, οι κτηνοτρόφοι που έχουν γίνει θύματα ζωοκλοπής καλούν αυτούς που υποψιάζονται για ενόχους και τους ζητούν να ορκιστούν στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Οι αθώοι που κατηγορούνται ορκίζονται άφοβα, ενώ οι ένοχοι, συνήθως, πριν μπουν στην εκκλησία ομολογούν την ενοχή τους και συμβιβάζονται με τα θύματα της κλοπής.

Ο όρκος λέει: «Νή Ζα, μα και τον Άι Γιώργη φάσκω σου και κάτεχε το, δε φταίω στο πράμα σου έργω η βουλή μου».

«Νή Ζα, μα και τον Άι Γιώργη, φάσκω σου και κάτεχε το, δε φταίω στο πράμα σου έργω η βουλή μου», δηλαδή «Μα τον Δία μα και τον Άι Γιώργη σου λέω και να το ξέρεις ότι δεν έκανα ούτε ξέρω τίποτε γι αυτό που με ρωτάς».

(Ορκίζονται δηλαδή στον Δία χωρίς συνήθως να ξέρουν ότι «Νη Ζα» θα πει «Μα το Δία», όπως λέμε «Μα το Θεό». Το «Ζα» συχνά το παίρνουν με τη σημασία του ζώα, όπως ζα λένε τα πρόβατα και τις αίγες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ἀερίζομαι» σημαίνει ἀποβάλλω ἀέρια διὰ τοῦ πρωκτοῦ, συνώνυμο ἀλλὰ ὄχι ταυτόσημον τοῦ πέρδομαι, κλάνω. Τὸ ὗφος τῆς λέξεως εἶναι οὐδέτερο, ἀχρωμάτιστο. Δὲν ἔχει τὴν σοβαροφάνεια τοῦ πέρδομαι, οὔτε θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιηθῇ ὅπως τὸ κλάνω· πχ «πάλι ἀερίστηκε ὁ βρωμόκωλος» δὲν στέκει. Χρησιμοποιεῖται στὰ νοσοκομεῖα γιὰ νὰ ἀποφεύγεται κυρίως ἡ ἀμηχανία τῶν ἀσθενῶν, ποὺ ψάχνουν ἕνα κόσμιο τρόπο γιὰ νὰ ποῦν στὸ προσωπικὸ ὅτι τὸ ἔντερο δούλεψε. Τὸ πέρδομαι παρουσιάζει καὶ γραμματικὲς δυσχέρειες.

Στὴν παλαιότερη νοσοκομειακὴ σλάνγκ τὸ «ἀερίζομαι» λεγόταν καὶ περιφραστικά: «Περνάω ἀέρια», τὸ ὁποῖο, παρὰ τὴν κυριολεξία του καὶ τὴν ἁπλότητά του εἶναι σλάνγκ, διότι δὲν λέγεται πουθενὰ ἀλλοῦ καὶ διότι ἀποσιωπᾷ (ἐνόχως) τὸ «διὰ τοῦ πρωκτοῦ μου», «ἀπ' τὴν κωλοτρυπίδα μου», «ἀπὸ τὸ γκρόβερ μου» καὶ ἄλλα ἠχηρὰ παρόμοια.

Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει καὶ ἡ τρόπον τινα σχετικὴ καλιαρντὴ λέξις «ἀεραντέρω», μὲ τὴν προφανῆ σημασία «πορδή».

_Πῶς πᾶμε κ. Παπαδόπουλε σήμερα; Ἀεριστήκαμε;
_Ναί, προῐσταμένη μου, δόξα τῷ θεῷ, περνάω ἀέρια κανονικά. Αὔριο ἐλπίζω νὰ βγῶ κιὄλας.
_Μὰ εἶναι πολὺ νωρὶς ἀκόμη γιὰ νὰ πᾶτε σπίτι.
_(Ντροπιασμένα) Μὰ δὲν ἐννοοῦσα ἐξιτήριο, προῐσταμένη μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέα ονομασία για τα γουρούνια της Ευρώπης. Προκύπτει από το αρκτικόλεξο GIPSI εκ των Greece Ireland Portugal Spain Italy, που είναι ομόηχο με την αγγλική λέξη gipsy που σημαίνει γύφτος. Έχει τα πλεονεκτήματα έναντι του P.I.G.S. ότι βάζει μέσα και την Ιρλανδία χωρίς να δοθούν λύσεις τύπου P.I.I.G.S., καθώς και ότι υπάρχει μια σχετική ιεράρχηση των προβλημάτων με την Ελλάδα πρώτη.

  1. Γουρούνια και γύφτοι.
    Οι γύφτοι, αυτή η υπέροχη ράτσα, παρ' όλα τα κακά της μοίρας της, κατάφερε κι' αυτή σπουδαία επιτεύματα, από τους μεγάλους λαϊκούς οργανοπαίχτες και τραγουδιστές (Βασιλόπουλοι, Μανώλης Αγγελόπουλος), μέχρι το μαύρο διαμάντι της Αχαίας τον Κώστα Δαβουρλή!
    Φυσικά, οι «σοφοί της Δύσεως», ουδεμία σχέση έχουν με το ταπεραμέντο και την μενταλιτέ του νότου. Έτσι μετά τα γνωστά PIIGS (Portugal, Italy, Ireland, Greece, Spain), ανακάλυψαν και το GIPSY (Greece, Ireland, Portugal, Spain, ItalY) club*!! (εδώ).

  2. Τώρα, έχουμε δυνατότητα επιλογής. Τι θέλουμε να είμαστε; Τα «γουρούνια» ή οι «γύφτοι» της Ευρώπης; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Δίσκος σερβιρίσματος βαρέος τύπου.

Κάνει την εμφάνισή του σε μεγάλες δεξιώσεις όπου το σερβίρισμα και το μάζεμα πρέπει να γίνεται μαζικά. Δύσκολα θα τον πετύχεις σε μπαράκια καφετέριες ή κλαμπάκια καθώς βασικός του τομέας είναι οι μεγαλοταβέρνες, τα εστιατόρια, τα εξοχικά κέντρα και γενικότερα τα μαγαζιά όπου σερβίρεται πολύ φαΐ.

Ένας τέτοιος δίσκος έχει σαφή υπεροχή έναντι των κοινών. Βασικά προτερήματά του είναι το πηχάκι που βρίσκεται περιμετρικά του δίσκου (ώστε δύσκολα πιάτα ή ποτήρια που φτάνουν στην άκρη του να μπορούν να πέσουν), τα χερούλια που διαθέτει στα δυο άκρα (προσφέρουν ένα καλύτερο τρόπο πιασίματος σε βαριές καταστάσεις) το μέγεθός του και η γενικότερη στιβαρή κατασκευή του.

Απορίας άξια είναι η ετυμολογία του.

– [αγχωμένος] Νίκο! Πού την έχεις την παραμάνα ρε;!
– [πίσω από στοίβα με άπλυτα πιατικά] Έξω είναι, την έχει ο Κώστας και μοιράζει την τούρτα μου φαίνεται...
– Ρε το μαλάκα! Αφού ακόμα δε μάζεψα τα κυρίως* απ' τα τραπέζια...
– [σκουπίζει τα χέρια σε πετσέτα] Για τρέχα! μήπως δεν έχει ξεκινήσει ακόμα...
– Κώστααααα!...

*εννοεί τα πιάτα που περιείχαν το κυρίως πιάτο.

Ακριβώς αυτή. (από PUNKELISD, 09/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ειδικό εύκαμπτο σωληνάκι από θερμοσυστελλόμενο υλικό, το οποίο χρησιμεύει κυρίως στην μόνωση καλωδίων.

Ονομασία προερχόμενη προφανώς από την ομοιότητα με το γνωστό ζυμαρικό.

Έχει την ιδιότητα κατά τη θέρμανσή του να συρρικνώνεται, με αποτέλεσμα να εφάπτεται στο καλώδιο που περικλείει και έτσι να το μονώνει.

...απλα πρεπει να κοψω το καλωδιακι του ανεμιστηρα να κολλησω το αλλο με κολλητηρι κ μετα με θερμοσυστελλομενο μακαρονι. (εδώ)

Νάτο, σε διάφορα χρώματα. Στις άκρες είναι λεπτότερο γιατί έχει θερμανθεί. (από PUNKELISD, 09/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαλίκι (οδοποιίας / οικοδομής) ή μείγμα με αυτό. Από το τουρκικό çakıl (χαλίκι).

  1. ...για να καταλάβουν τη γλύκα να είσαι δημότης σε μία πόλη που η δημοτική της αρχή δεν τολμά να ρίξει ένα φορτηγό τσαΐλι να φράξει δύο λακκούβες.

  2. ... το ανώμαλο έδαφος στον αύλειο χώρο του φρουρίου, που έχει καλυφθεί όπως-όπως με τσαΐλι, ενώ την ίδια στιγμή «παραμονεύουν» δεκάδες λακκούβες-παγίδες για τους ανυποψίαστους επισκέπτες.

  3. Όταν παραπονέθηκα ο μαστρο Νίκος με έστειλε στην μπετονιέρα. Καλή δουλειά αυτή. Έμαθα να κάνω πολύ καλό χαρμάνι. Τρία άμμο νταμαρίσια, δύο θαλάσσης, ένα τσουβάλι τσιμέντο, (χωρίς ασβέστη μόλις είχε βγει το ασβεστομίξ) και χαλίκι. Τσαΐλι όπως το έλεγαν οι άλλοι μαστόροι.

  4. Η αλήθεια είναι πως οι περισσότερες κούνιες είναι σπασμένες και ένα παιδί έπεσε προχθές κι έσπασε το χέρι του· είναι και λίγο βρώμικα, στο τσαΐλι βρίσκουμε, και τί δε βρίσκουμε...

  5. Με συμβουλεψαν για φέτος να βρω έναν δρόμο με τσαΐλι και με το ποδηλατο και τον σκύλο από το λουρί να τον κάνω να τρέχει για κανα 15λεπτο τη μέρα για μια εβδομάδα. (εδώ που μένω υπάρχει πρόβλημα δεν βρίσκω βράχια με αποτέλεσμα ο σκύλος να είναι γυμνασμένος αλλά με τα πέλματα μαλακά).

(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Το φωτιστικό που συναντάμε συνήθως στα καράβια. Λέγεται έτσι γιατί θυμίζει καβούκι χελώνας.

Να βάλεις χελώνες στη βεράντα, δεν παθαίνουν τίποτα.

(από ironick, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published