Further tags

Μαστορική αργκό, εννοείται το μίνιο, δηλαδή η μολυβδούχος χρωματική ουσία που χρησιμοποιείται ως αντισκωριακό και ως πλαστικό χρώμα. Σημαίνει γαμώ και εκσπερματίζω. Η έμφαση είναι στο μαζικόν της εκσπερμάτισης. Μπορεί να σημαίνει και τον αυνανισμό, όπως το ασπρίζω τοίχους κ.τ.ό. (Να μην συγχέεται με τα μίνια, εκτός κι αν τα μίνια απλωθούν πάνω στα μίνια, όπως στην περίπτωση του Πλύντον).

- Πώς πήγε χτες μάστορα; Άπλωσες τα μίνια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον γνωστό ήχο «κρακ» (άρα ηχομιμητικό), αλλά μας προέκυψε από το γαλλικό craqueler: διασπώ –ώμαι / ραγίζω / πυρορραγίζω / διακοσμώ κεραμικό (κυρίως πορσελάνη) με ψηφίδες ή βερνίκι με ραγισμένη όψη.

Παίζουν και τα κρακελέ (κάργα), κρακλέ, κρακελάζ, κρακελάρισμα, κρακελαριστός.

Αποτελεί τεχνικό όρο - αθησαύριστο (ακόμη) απ’ τον Τριαντάφυλλο - των σιναφιών που ασχολούνται με βερνίκια, βαφές και γενικά επιστρώσεις υλικών πάνω σε άλλα είτε για να τα προστατέψουν είτε για να τα διακοσμήσουν.

Κυριολεκτικά, αναφέρεται στο φαινόμενο της εμφάνισης τριχοειδών ρωγμών / σπασιμάτων / ραγάδων / χαραγμάτων (ενίοτε πυκνών) στην επιφάνεια του βερνικιού ή της βαφής είτε λόγω επιλογής λανθασμένων, ελαττωματικών υλικών είτε λόγω σκιτζοδουλειάς, είτε λόγω φθοράς που επιφέρει ο πανδαμάτωρ χρόνος τόσο του ίδιου του επιστρώματος όσο και του υλικού που αυτό καλύπτει.

Αν τώρα το γουστάρει η ψυχούλα μας το αντικέ στυλάκι, υπάρχουν τα αντίστοιχα βερνίκια / βαφές, αλλά και τεχνικές, για να το πετύχουμε μέσω κρακελαρίσματος. Διάθεση για τέχνη, διακόσμηση ή και δηθενιά να υπάρχει.

Δεν νομίζω να παραξενεύει κανέναν που η χρήση του επεκτάθηκε και στο φαινόμενο του ραγίσματος γενικότερα κάποιου υλικού, άσχετα αν είναι ή όχι βαμμένο ή βερνικωμένο.

Χρησιμοποιείται και μεταφορικά - σλαγνκικά(;), όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάτι / κάποιος έφτασε στα όριά του / είναι τσαλακωμένος / έτοιμος να ραγίσει / καταρρεύσει.

(Aπ’ το ΔΠ κατόπιν προσφοράς vicar)

  1. Όλα τα υαλώματά μας είναι ασφαλή για χρήση, τελείως αμόλυβδα και χωρίς κάδμιο, βάριο. Είναι επίσης πολύ ανθεκτικά καθώς δεν ξεφλουδίζουν ούτε κρακελάρουν ακόμη και μετά από πολυετή χρήση.

  2. ...την άλλη φορά που θα θέλεις το μπολ να μοιάζει με παλιό με χαρακιές και άλλα πάρε βερνίκι κρακελέ διάβασε τις οδηγίες στο μπουκαλάκι και έτοιμο το κρακελάρισμα!!!

3i. Οι ασφαλτοστρωμένοι λειτουργικοί αεροδιάδρομοι του παρελθόντος έχουν γίνει «κρακελέ», έχουν αφήσει ανεμπόδιστα την αέναη κίνηση της φύσης να επιβληθεί, το χορτάριασμα επεκτείνεται παντού και στην τελευταία κρυμμένη γωνιά, το σκουπίδι κυριαρχεί σε κάθε σου βήμα, διαλυμένα κάγκελα, συρματοπλέγματα -ζωντανοί μάρτυρες, καθρέπτης των χιλιάδων χωματερών της χώρας, των σπασμένων πεζοδρομίων, των αυθαιρέτων, των μολυσμένων ποταμών, των οραμάτων και σχεδίων διαδοχικών κυβερνήσεων.

3ii. ...σχετικά με το βάρος του καινούριου ενυδρείου των 180λ ή 220λ και των βάσεων του (δηλ. μαζί με ράφια ντουλαπάκια σετ γνωστής εταιρίας): Θα έχει επίπτωση στο ξύλινο δάπεδο; μήπως κρακελάρει /στραβώσει το ξύλινο δάπεδο;

4i. ...υπερκουφάθηκα. Ακούω παραπάνω απ’ όσο πρέπει και δεν ανέχομαι το θόρυβο. Παλιά, στα κλαμπ, στεκόμουν όρθιος μπροστά στα ηχεία, νταγκλάροντας, και ένιωθα το γούφερ να μου τριμάρει τη μούρη. Δεν το έκανα γιατί μου άρεσε η μουσική, I don’t care about music anyway. Ήθελα απλώς να νιώθω τον αέρα να τρεμουλιάζει κατά κύματα, με ρυθμό, επάνω μου και το γδούπο να κρακελάρει το ρινικό μου διάφραγμα.

4ii. Ένας κόκκος σκόνης μπορούσε να φέρει την καταστροφή! Τα μάτια του πετάγονταν έξω από τις κόγχες τους, οι φλεβίτσες τινάζονταν και πάλλονταν και το κιτρινιασμένο του δέρμα έδειχνε έτοιμο να ραγίσει. Ήθελα να του πω να μην φωνάζει γιατί κινδύνευε να κρακελάρει αλλά σιγά μην ήξερε τη λέξη αυτή. Αυτός δεν ήξερε τίποτα άλλο πέρα από ισοζύγια, λογιστικά ταυ και κέρδη.

(όλα τα’ ανωτέρω απ’ το δίχτυ)

  1. - Και πόσο το μαλλί γιατρέ μου;
    - Έννοια σου βρε Φορεμάνε. Θα τα βρούμε χαλαρά.
    - Για ξηγήσου.
    - Να σου φέρω την κυρά να μου τη σενιάρεις λίγο;
    - Χρειάζεται κάτι;
    - Μπαα κάνα ψιλομερεμέτι να φύγει το κρακελάρισμα απ’ τη μάπα!
    - Χμμ…
    - Άντε να γλιτώσω τη γεύση απ’ αστάρι όταν τη μπαλαμουτιάζω.
    - Εμένα λες; Δε βγάζει κι ο Φάκτορ τίποτε σε μπίο, το φελέκι μου! Το λοιπόν! Μέσα και πατσίσαμε!
    - Τόκα αδερφέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διαχειριστής ενός δικτύου (από το ρούτερ + άρχων, κατά το πτέραρχος)· υποκατηγορία του μπόφη, όπως είναι και ο ντάτα μπέης.

Συνήθως φωτοφοβικός τύπος που χρησιμοποιεί σωρηδόν όρους όπως βιλάν, 801, γουίφι (αυτό τυπικά με αηδία), και συναντάται σε περιβάλλοντα με πολλά καλώδια.

– Να φωνάξουμε κανέναν από τα δίκτυα να μας δώσει IP;
– Δεν θα φτιάξουμε καλώδιο για να φωνάξουμε όποιον να 'ναι. Για IP πάμε απευθείας στον ρουτέραρχο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική εντολή που δίνει συνήθως ο Καπετάνιος για να λυθούν όλοι οι κάβοι και να αναχωρήσει το πλοίο. Προέρχεται από το «αμόλα τα όλα» που με τον χρόνο μίκρυνε στο «μόλα όλα».

- Καπετάνιε, έτοιμοι για αναχώρηση !
- Μόλα όλα και πρόσω αργά !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνοντας ουσιαστικά τον ορισμό του μαμάκιας:

1. Η έκφραση κάνει κάτι κλύσμα (αποφεύγω το α’ πρόσωπο γιατί σπάνια χρησιμοποιείται σε αυτό οπότε κι αλλάζει νόημα) σημαίνει:

α) ό,τι και τα: «χώνει κάτι στον κώλο / πάτο του», «βάζει κάτι στην τρύπα / κωλοτρυπίδα του», οπότε και:

  • μπορεί να τα αντικαθιστά σαν κυριλέ(!;) κορεκτίλα.
  • εκτοξεύεται επιθετικά προς κάποιον ακυρώνοντας ο,τιδήποτε προσπαθεί να μας επιβάλει καταναγκαστικά, είτε γιατί το θεωρούμε μούφα, είτε γιατί γενικότερα μυριζόμαστε καραπουστιά, οπότε προκειμένου να μας γαμήσει (μ’ αυτό), τον στέλνουμε να γαμηθεί (μ’ αυτό).
  • χωρίς τον επιθετικό τόνο, παίρνει χαιρέκακη χροιά, οπότε υπονοείται πως κάποιος έκανε μια λάθος κίνηση/επένδυση που δεν του ‘κατσε, αλλά στ’ αρχίδια μας κι ας πρόσεχε.

    β) ό,τι και το κάνει κάτι γαργάρα.

Λέγεται όταν κάποιος επιδεικνύει εξαιρετικά ευλύγιστες ηθικές αρχές (χέζοντάς τες με χαρακτηριστική ευ-κωλία), αρπάζοντας μια αμφιλεγόμενης νομιμότητας ευκαιρία απ’ τα μαλλιά.

2. Σε εκφράσεις τύπου:

  • ο Α κάνει στον Β κάτι κλύσμα σημαίνει πως ο Α καταγαμάει / συφιλιάζει / πρήζει τ’ αρχίδια του Β με κάτι, σε βαθμό υπερβολικό κι αφόρητο.
  • Τρώω κάποιον / κάτι κλύσμα που είναι σχεδόν ισοδύναμο του τρώω κάποιον / κάτι στη μάπα.

    Λέγονται τόσο για τραγούδια, διαφημίσεις και λοιπά καταναλωτικά αγαθά, όσο και για πρόσωπα που υπερπροβάλλονται απ’ τα ΜΜΕ σε σημείο πλύσης εγκεφάλου. Άλλωστε είναι εύκολος ο συνειρμός μεταξύ των ζευγών «πλύση εγκεφάλου – βιασμός διάνοιας» και «πλύση του ορθού - παρά φύση βιασμός».

Εννοείται, πως η ποιότητα των εν λόγω προϊόντων που ενίοτε αποκαλούνται κι αυτοτελώς κλύσματα είναι του κώλου / για τον μπούτσο.

Συχνά παίζουν και τα βάζω/φορώ/τρώω στη θέση του κάνω.

Παρεμπιπτόντως, ο στίχος των Going Through «...Μην ψάχνεις για βύσμα δε γλιτώνεις το κλύσμα...» απ’ το άσμα τους «301 και σήμερα», έχει αγγίξει αρκετές φανταρίστικες χορδές.

3. Στα φωτογραφικά σινάφια αποτελεί μεταφορά στα Ελληνικά της μεθόδου Rocket Blower για καθαρισμό της σκόνης από τον αισθητήρα (νταξ από το φίλτρο που βρίσκεται μπροστά του) σε φωτογραφικές μηχανές DSLR. Είναι φτηνή, ασφαλής, κι συνήθως αποτελεσματική λύση, που πήρε το όνομά της λόγω της ομοιότητας του εκτοξευτή αέρα που χρησιμοποιείται με το γνωστό εξάρτημα που, εκτοξεύοντας νερό ή ό,τι άλλο, βοηθά στην πραγματοποίηση του κλασικού κλύσματος (βλ μήδι).

Παρεμπιπτόντως, το εν λόγω εξάρτημα λέγεται (σύμφωνα με το Κερκυραϊκό λεξικό) στα Κερκυραίικα «σερβιτσ(ι)άλι» απ’ το ιταλικό serviciale.

  1. Πίσω απ' την κουρτίνα ένα βρίσκεται ο Τέρρυ, ο παράξενος θεός του που μπορεί να είναι καλός και πανάγαθος, αλλά θυσιάζει και δυο χιλιάδες μπόμπιρες στην καθισιά του, και οι πιο παράξενες απόψεις του που μπορεί να λένε σε θεωρητικό επίπεδο για αγάπη και αδερφοσύνη, αλλά αν δεν πιστεύεις στον θεό του, θα σε πάρει ο οξαποδώ και θα σου κάνει κλύσμα τις άρπες των χερουβείμ.

  2. - Και πόσο το μαλλί; - Αδερφέ για σένα μόνο 550 ευρώπουλα. - Πάρτο και κάντο κλύσμα το μαρτζαφλέρι σου που θα μου πεις 550. Μοιάζω για χθεσινός ρε;

  3. ...και την τεχνολογία της activa 2 τι θα την κάνουν που την έχουν έτοιμη στο συρτάρι;
    - Να την κάνουν κλύσμα.

  4. Έχω ορκιστεί στον εαυτό μου ότι δεν θα ψηφίσω ποτέ (X- κόμμα), βασικώς το απαγορεύει η αισθητική μου. Αλλά η αισθητική μου δεν μου απαγορεύει να την κάνω κλύσμα όταν το (X- κόμμα) μου προσφέρει ταξιδάκι.

  5. Η ίδια ερώτηση συνεχώς: ‘πηγες στο Μall;’ ‘όχι’ ‘να πας! Είναι σούπερ, είναι καταπληκτικό, είναι μεγάλο…’. Σ’ αυτό το τελευταίο, το μέγεθος, επιμένουν όλοι. ‘πάμε στο Μall;’ ‘γιατί;’ ‘έτσι, να χαζέψουμε’ ‘όχι ρε, εγώ δεν πάω, ούτε πρόκειται…’ ‘γιατί;’ ‘γιατί μας το έχουν κάνει κλύσμα και σε κάτι τέτοια είμαι αντιδραστικιά, με πιάνει το πείσμα μου’.

  6. Προσωπικώς, δεν έχω κανένα πρόβλημα με το Χ... Όσο καιρό τον έκραζα δεν ήταν για το καλλιτεχνικό του έργο αλλά για την υπερπροβολή του και την υπερκατανάλωσή του. Ευτυχώς έχει παρέλθει η εφιαλτική εκείνη εποχή όπου μας τον είχαν κάνει κλύσμα: Χ. στην Τιβί, Χ. στο ραδιόφωνο, Χ. στο περίπτερο, Χ. στον ΟΤΕ, Χ. να δίνει τραγούδια σε όλους.

  7. Το πρώτο και μεγαλύτερο hit single των Roxette. Μαλάκα, θυμάσαι μέχρι το 2005 τι κλύσμα τους τρώγαμε; Απίστευτο.

  8. Δεν εκφράζω καμιά πίκρα αλλά είναι άθλιο για το μέλλον του τραγουδιού να συμμετέχουν οι παραγωγοί του ραδιοφώνου σε συντονισμένα κλύσματα όπως αυτό το τελευταίο κλύσμα με το «Πάρε με αγκαλιά και πάμε» του Χ. με την Α.. Όταν στον ίδιο δίσκο υπάρχει το «Σαν Αεράκι» που είναι αριστούργημα αλλά δυστυχώς δεν είναι στις προτεραιότητές τους.

(Πλην του 2., όλα απ' το δίχτυ)

Σύγχρονο σερβιτσάλι για να κάνεις κλύσμα σε μηχανή DSLR (από sstteffannoss, 13/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού custom, όταν αυτό σημαίνει κατά παραγγελία, μη καθιερωμένο.

Χρησιμοποιείται από αϊτήδες (IT), προχώ χρήστες τεχνολογίας και άλλους γκατζετάκηδες για να μεταφέρει στα Ελληνικά κάτι (βύσμα, κώδικας, πισί κτλ.) που δεν είναι κοινότυπο και έχει / πρέπει να δημιουργηθεί εξ αρχής.

Φυσικά μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και εκτός τεχνολογίας όπως λ.χ. σε αμάξια, μηχανές κλπ.

  1. - Μου χάλασε το καλώδιο εικόνας του ξμπόξ και έχω μείνει τρεις μέρες χώρις προ
    - Γιατί δεν παίρνεις ένα από το πισί σου;
    - Δεν παίζει, είναι καστομιά της Microsoft

  2. Βλέπω μια «χλωμάδα» !!! Ο Core κώδικας του Joomla είναι γραμμένος ώστε να ελέγχει συγκεκριμένα tables, rows κτλ κτλ κτλ πάντα με τη μορφή μεταβλητών φυσικά. Άρα, αυτό που ζητάς μοιάζει σαν να θέλεις ενα νέο Joomla (!!!) η αν δεν θέλεις αυτό ακριβώς, τότε θέλεις μια πολύ βαριά «καστομιά». (απο εδώ)

Σύγκρινε με: πατέντα. Δες και -ιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό τραγούδι, που ακούγεται σε μικρά μπαρ, σχετικά άδεια ή με εξαιρετική ακουστική.

Μπορεί να ακουστεί και περισσότερες φορές το ίδιο βράδυ, αν ο ντιτζέι κάνει επαναλαμβανόμενες μαλακίες.

Επίσης και: όχι ρε πούστη μου (λες κι ο καθένας έχει τον προσωπικό του πούστη).

(ακούγεται μουσική... ξάφνου κόβεται το κομμάτι απότομα, αφού ο ντιτζέι μπερδεύει ποιο ντεκ έπαιζε)
Ντιτζέι: Όχι ρε πούστη.
(μπαίνει το επόμενο κομμάτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος κουρέματος, γνωστότατο στην αργκό των κομμωτών, το οποίο είναι κοντό καρέ που τελειώνει σε απόλυτη ευθεία στο ύψος των αυτιών. Η ονομασία του προέρχεται, προφανώς, από την ομοιότητα του κουρέματος με καπελάκι.

Έδωσε βροντερό παρών στα τέλη του 80 με αρχές του 90, τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες βρίσκοντας όμως συντριπτικά περισσότερη εφαρμογή στα ανοιχτόχρωμα αγοράκια.

Η κόμμωση ήταν λιγάκι εξεζητημένη (γι αυτό το επέτρεπαν μόνο οι προχώ γονείς στα παιδιά τους) με αποτέλεσμα σχεδόν όλα τα κοριτσάκια να προτιμούν τους κατόχους της, για τον ίδιο λόγο που τα αγοράκια δείχνανε ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτές που φορούσανε φούστα λαμπάντα ή φούστα-μπλούζα με κρόσσια (τα οποία δεν ήταν ξεχωριστά αλλά αποτελούσαν προέκταση του υφάσματος και δημιουργούνταν από το κάθετο και περίτεχνο σκίσιμο της μπλούζας) ή, ίσως σε λίγο μεγαλύτερες ηλικίες, πουκάμισο δεμένο κόμπο στο κάτω μέρος του και άλλα τέτοια ωραία.

Κατά την συγγραφή του λήμματος ανακάλυψα ότι αποτελεί υποκατηγορία του καρεδάκια και ότι στην Αγγλική συναντάται είτε ως bowl cut, είτε ως mushroom cut και σπανιότερα ως pot cut (απ' όπου και τα μύδια).

- Μαμά μαμά μαμά! θέλω κι εγώ να κουρευτώ καπελάκι!
- Σκάσε βλαμμένο! αυτά είναι του διαβόλου!

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του αγγλικού rent a car, είναι ο ενοικιαστής αυτοκινήτων. Μαζί με τον ρεντρούμη άκα ρουμλετά, αποτελεί το δίπτυχο των ανθρώπων που βλέπεις να κράζουν μόλις αποβιβαστείς σε λιμάνι ελληνικού νησιού με ύφος ιέεεεεελα πάρε πάρε πάρε πάρε.

Πάσα: Κνάσος.

- Έκλεισες νά 'χουμε αυτοκίνητο στη Σαντορίνη;
- Δεν χρειάζεται αγωνία δικέ μου, άραξε! Μόλις σκάσουμε μύτη στο λιμάνι θα πλακώσουνε μιλούνια οι ρεντεκάροι, άστους να μας ψάξουνε αυτοί..

Got a better definition? Add it!

Published

Συχνότερο στον πληθυντικό: μπούκηδες.

Εμφανίζεται (ιδιαιτέρως στον πληθυντικό αλλά με σαφώς μικρότερη συχνότητα) και σαν:

  • μπούκι (ο / το) με πληθυντικό μπούκια (τα)
  • μπουκ (ο) τόσο άκλιτο όσο και με πληθυντικό μπούκις που έχει ήδη καταγράψει ο poniroskylo.

    Προέρχεται από το αγγλικό bookie / bookmaker: αυτός που δέχεται στοιχήματα.

Σημαίνει τον πράκτορα στοιχημάτων / στοιχηματατζή. Στον πληθυντικό σημαίνει συλλήβδην τα γραφεία και τις εταιρείες στοιχημάτων (διαδικτυακές και μη) αλλά και ολόκληρη τη στοιχηματική αγορά.

Γενικά, οι μπούκηδες δεν χαίρουν της καλύτερης φήμης ως προς την εντιμότητά τους. Θεωρείται κοινό μυστικό πως συχνά πυκνά χειραγωγούν μέσω αφανών κυκλωμάτων και διασυνδέσεων παράγοντες, παίκτες, διαιτητές στήνοντας αγώνες κι ό,τι άλλο αποτελεί αντικείμενο στοιχήματος με σκοπό να τ’ αρπάξουν χοντρά από αρρωστημένους τζογαδόρους – κορόιδα.

Υπάρχει και το μπουκάδικο που σημαίνει

  • το πρακτορείο στοιχημάτων (σπανίως έτσι αποκαλούνται τα πρακτορεία του ΟΠΑΠ)
  • (σπανιότατα) όταν αναφέρεται σε μια ομάδα σημαίνει πως τ’ αφεντικά της είναι λαμόγια που πουλάνε παιχνίδια ή κανονίζουν το αποτέλεσμά τους για τα γκαφρά.

    Παράνομα ή και νόμιμα έχουν τη φήμη πως συχνά παίζουν το ρόλο του πλυντηρίου μαύρου χρήματος αποτελώντας οργανικό μέλος του συστήματος υπόκοσμος – τραπεζικό / χρηματιστηριακό / επιχειρηματικό κεφάλαιο.

Μοιάζουν με ναούς όπου ο φτωχός, ο μοιρολάτρης, ο ανίκανος να εγκληματήσει οικονομικά κι ο τζογοεξαρτημένος, καταθέτουν τον οβολό τους εν είδει ευχής / παράκλησης / κεριού, ελπίζοντας στον ουρανοκατέβατο οικονομικό παράδεισο ξεκάθαρο σημάδι θεϊκής αγάπης.

Αν μοιάζει τραγικό είναι γιατί απλά, είναι ανθρώπινο.

Παρεμπιπτόντως, «μπούκια» είναι κι ένα Κεφαλλονίτικο παιχνίδι με ξύλινες μπάλες.

  1. Ας φορέσουμε όλοι τους κουβάδες στα κεφάλια μας και πάμε να πολεμήσουμε τους απανταχού μπούκηδες που τις τελευταίες μέρες έχουν σαρώσει τα πάντα.

  2. Το φράξιμο δεν το θεωρώ κάτι αρνητικό. Προφανώς δεν μας συμφέρει, όμως είναι πλέον δικαίωμα του κάθε μπουκ όταν αισθάνεται ότι κάτι ύποπτο γίνεται. Είναι μέρος του παιχνιδιού και το δέχομαι. (…) και εκτιμώ αφάνταστα έναν μπουκ που έχει τα άντερα να υπερασπίσει την αρχική του γνώμη (…) Με αλλά λόγια το ανταλλακτήριο δε λειτουργεί σαν μπούκης. Απλώς χρησιμεύει να ξεφορτωθούν ασύμφορα πακέτα διάφοροι μπούκηδες.

  3. Θα ήθελα λοιπόν να παρακαλέσω όλους τους συμφορουμίτες να σταματήσουν κάπου εδώ τις διαμάχες και να ασχοληθούμε όλοι με τον κοινό σκοπό... να τσακίσουμε τα μπούκια. Ας πάψουμε λοιπόν να τρωγόμαστε σαν τα κοκόρια και να συνεχίσουμε, αυτό που παινευόμαστε εδώ και καιρό δηλ .να είμαστε το καλύτερο στοιχηματικό φόρουμ που κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά στα μπούκια.

  4. Ως παράδειγμα αναφέρονται τα 6.000 πονταρίσματα συνολικής αξίας 32,5 εκατ. ευρώ που έγιναν µέσω ένας ασιάτη «μπούκι» στη Βρετανία. Δεν αφορούσαν πάντως όλα τα στοιχήματα ύποπτους αγώνες.

  5. Το Παγκόσμιο Κύπελλο αρχίζει σήμερα και ένα από τα δημοφιλέστερα στοιχήματα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα πανηγυρίσει το γκολ ο πρώτος σκόρερ. Οι μπούκις πληρώνουν 5 προς 2 ότι ο παίκτης θα φιλήσει το εθνόσημο στη φανέλα του, οι... τούμπες πληρώνουν 4 προς 1, το βγάλσιμο της φανέλας 9 προς 2, η προσευχή στον Θεό 7 προς 1 και η ακινητοποίηση του παίκτη 9 προς 1.

  6. Στην Αναγνωστοπούλου, δίπλα στον Σημίτη, το πρώτο ξένο μπουκάδικο.

  7. Όντως το έφερε στα ίσια το παιχνίδι το μπουκάδικο και στο τέλος πήγαν να μας παραμυθιάσουν ότι δήθεν πίεζαν αλλά όταν έφταναν κοντά στην εστία έστελναν την μπάλα στα πουλιά. [για την Cska Sofia]

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Αλογομούρης θύμα μπούκηδων (από sstteffannoss, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified