Further tags

Αντικείμενα ευτελούς συνήθως αξίας και εξαιρετικά αμφιβόλου χρησιμότητας τα οποία θεωρούμε απολύτως απαραίτητα και σέρνουμε μαζί μας όπου κι αν πάμε. Χαρακτηριστικά, η πλήρης οικοσκευή που φορτώνει στη σχάρα του Χιουντάι η μέση Ελληνική οικογένεια όταν πάει πουσουκού στο «κτήμα». Επίσης, το περιεχόμενο της τσάντας με τις πολλές θήκες του κάθε ερασιτέχνη φωτογράφου που έχει να δείξει παρουσία τουλάχιστον σε μια έκθεση. Ό,τι έχει μέσα το μέσο γυναικείο νεσεσέρ.

Δεν παίζεται η Ρούλα. Είπε να 'ρθει να μείνει ένα βράδυ διότι τη σούταρε ο δικός της και κουβάλησε όλα τα τσιμπράγκαλά της κι εγκαταστάθηκε. Ως και το γουόκ έφερε διότι, λέει, κάνει μια δίαιτα Κινέζικη και τα λαχανικά πρέπει να είναι τραγανά. Έλα μουνί στον τόπο σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονολεκτική, αποστομωτική απάντηση, σε κάτι που δεν θέλουμε να απαντήσουμε ποτέ, ή το απαντήσαμε ήδη πάνω απο 3 (ναι τρεις!... είμαι στίς καλές μου σήμερα) φορές.

Προφέρεται με μισόκλειστα χείλη και με fade in. Δηλαδή το -καλι- σχεδόν δεν ακούγεται, ενω φορτσάρεις στο -μπιστίρι-.....

- Νώντα μου τι είναι αυτά τα χαρτιά απο το δικαστήριο μέσα στήν τσάντα σου;
- Καλιμπιστίρι... (την άνοιξε ρε μαλάκα...)

- Νώντα μου τι είναι αυτό το μάτσο τα λεφτά εδώ πάνω;
- Καλιμπιστίρι... (πως να της πεί οτι είναι απο τόν χθεσινό τζόγο; θα ζητάει μερτικό...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη παντός καιρού. Αναφέρεται σε οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο δεν ξέρουμε πώς ακριβώς το λένε. Μπορεί να είναι εξάρτημα, εργαλείο ή συσκευή, συνήθως μικρού ή μετρίου μεγέθους. Δεν είναι κακή επιλογή αν πρέπει οπωσδήποτε να μεταφράσουμε το gadget και είναι καλή μετάφραση για το widget. Για όσους τους απασχολούν αυτά.

Όπως και η συγγενής λέξη ματζαφλάρι, και το μαραφέτι χρησιμοποιείται ως ευφημισμός για το πέος.

  1. Graphics Tablet είναι εκείνο το μαραφέτι που χρησιμοποιείς στυλό και το σκίτσο μεταφέρεται στον υπολογιστή (Από forum για anime)

  2. Όλισβος ονομάζεται το εργαλείο εκείνο που αντικαθιστά το μαραφέτι που λείπει (ναυτικός - οδοιπόρος - χαμένο κορμί), ή το μαραφέτι που πάσχει από αφλογιστία / κοκορογαμία / μαλθακότητα (χαλβάς, πρόωρος εκσπερματιστής, ανίκανος) ή το μαραφέτι που δεν προσφέρεται (ποιος τη γαμεί αυτή). (Από το gourounia.livepage.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράγμα το οποίο δεν θέλουμε ή δεν γνωρίζουμε να κατονομάσουμε και το οποίο (απαραιτήτως) καταλαμβάνει χώρο. Η λέξη είναι σχεδόν ηχομημιτική του χώρου που καταλαμβάνει και της ενόχλησης που δύναται να παράξει ένα τοιούτον τι αντικείμενον.

Πάρε αυτό το μπούμπιστρο από δω πέρα που τό 'χεις παρατημένο 5 μήνες και δεν μπορούμε να περάσουμε μη φάει το φαερόπ του...

http://www.boosbistro.ca (από Vrastaman, 21/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' επέκτασιν της έννοιας που παρουσιάζεται στον ήδη υπάρχοντα ορισμό και στο σχόλιο που τον ακολουθεί, μαρκούτσι είναι οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο δεν γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε και το οποίο είναι απαραίτητα μακρόστενο.

Είναι άξιο μελέτης ότι ενώ η νεοελληνική είναι εξαιρετικά ασαφής γλώσσα σε σύγκριση, πχ, με τα γαλλικά, οι λέξεις τέτοιου τύπου αφθονούν, σε αντίθεση με τη γλώσσα αυτή, και εκφράζουν πιο συστηματοποιημένα τις διάφορες περιπτώσεις ακατονόμαστου αντικειμένου. Μάλλον έχει να κάνει με το ότι ξέρουμε να είμαστε σαφείς για τα πράγματα τα οποία δε γνωρίζουμε, αλλά βαριόμαστε να είμαστε σαφείς γι αυτά που (έχουμε την εντύπωση ότι) ο άλλος καταλαβαίνει χωρίς να καταβάλουμε προσπάθεια.

Έχω την εντύπωση ότι ένας εξαντλητικός κατάλογος των αντίστοιχων λέξεων στη γαλλική είναι chose, truc, bidule και machin, τα οποία χρησιμοποιούνται σχεδόν αδιακρίτως. Αντιθέτως, στα ελληνικά οι λέξεις μαρκούτσι, κέρατο, μαραφέτι, γκαρίτσαφλος, ματζαφλάρι, μαρτζαφλάρι, ή μαρτζαφλέρι, μαλακία, μπούμπιστρο, παπάρι, παπαράκι, παπάριτζερ, γκαβλιτσέκι, αρχίδι, αρχιδιά, πούτσα, πουπήγιο, μπλιμπλίκι, μπλιμπλίκιτρον, μπιχλιμπίδι, ματζούνι, μακρυνάρι, μπιρμπιτσόλι, κλαπατσίμπαλο, τα περιεκτικά ουσιαστικά τσουμπλέκια, τζάτζαλα-μάτζαλα, σέα-μέα, τσαμασίρια και μάλλον ακόμα πολλές άλλες, ταυτοποιούν πολύ καλύτερα το άγνωστο αντικείμενο και δίνουν ποικιλία στο λόγο.

Είναι εμφανές ότι πλειοψηφούν οι λέξεις με μια ασαφή υποτιμητική χροιά, οι οποίες τυγχάνει να είναι και οι κυρίως λέξεις πασπαρτού, που δεν αποδίδουν ιδιαίτερη ιδιότητα στο εν λόγω αντικείμενο.

Έχεις κάνα μαρκούτσι να σώσω το κέρατο που έπεσε στη χαραμάδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερχάιτέκ, υπερπανάκριβο και συνήθως υπεράχρηστο γκάτζετ.
Η ρίζα είναι από τη λέξη μπλιμπλίκι, που, όπως έχει επισημανθεί και σε έναν από τους ορισμούς, έχει γίνει όρος που συστεγάζει ό,τι το ηλεκτρονικό, με προσθήκη της κατάληξης -τρον που δίνει την αίσθηση τεν γήερς άφτερ τεχνολογίας (βλέπε Σύχνοτρον, Κύκλοτρον, Έσοπτρον και άλλα συναφή).

- Τι μπλιμπλίκιτρον είναι αυτό ρε θείο;;;
- Άσε μάστορα σου λέω, είναι ταυτόχρονα κινητό, τζιπιές, εφεφές, σέηκερ και επιταχυντής μποζονίων. Το αγοράζεις με τρεις χιλιαρίσκες από το Γερμανό και χρηματοδοτείς και τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τα μονοπώλια και τον Τσίπρα.

Του Woοdy Allen το Orgasmatron (από Vrastaman, 31/07/08)(από Galadriel, 28/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλαπατσίμπαλο μπορεί να είναι είτε ένα μουσικό όργανο που έχει το κακό του το χάλι και ηχεί άθλια (ξεκούρδιστα, παράφωνα) ή ένα αυτοσχέδιο μουσικό όργανο το οποίο, στην ουσία, είναι κατασκευασμένο από ευτελή υλικά (πχ. ρουκουνόφωνο).

- Πω πω ρε παιδάκι μου, ακόμα έχεις αυτό το παλιόπραμα αντί να πάρεις ένα πιανάκι της προκοπής;
- Μα είναι της γιαγιάς μου...
- Και λοιπόν; Αν η γιαγιά σου ζούσε ακόμα κι έπαιζε νομίζεις ότι θα εξακολουθούσε να έχει αυτό το κλαπατσίμπαλο;
- Καλά, λέγε εσύ... Τι καταλαβαίνεις από πράγματα αξίας...

(από ironick, 04/09/08)(από ironick, 24/10/12)

Βλ. κλαμπατσίμπαλα, κλαπατσίμπανο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο, κυριολεκτικά σημαίνει ορθός.

Στην argot χρησιμοποιείται με οριστικό άρθρο για να δηλώσει αρτιότητα ή ποιότητα.

Χρησιμοποιείται περισσότερο στο θηλυκό και ουδέτερο γένος, συγκεκριμένα για να τονίσει την ομορφιά της γκόμενας.

Μετά από μια ώρα σιωπής και ανίας στην καφετέρια περνάει γκομενάκι, οπότε λέει ο Τάκης: «νά το το σωστό...»
και απαντά ο Μάκης: «έτσι, το σωστό...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παρελκόμενα.

Όπως οι όρχεις είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά τα παρελκόμενα του πέους, έτσι και ο όρος «αρχιδιές» χαρακτηρίζει τα παρελκόμενα εν γένει.

Συνήθως πολυάριθμα, ευπρόσδεκτα μεν, αλλά η απαρίθμησή τους θα κούραζε και θα αποσπούσε πιθανώς την προσοχή.

  1. - Καλά το νέο Clio είναι πρώτο στην τιμή και έχει και ένα σωρό αρχιδιές, ABS, Airbag Climaaa....

  2. (αληθινός διάλογος):
    - Πάρε το IVάρι* της Italeri, και πιο φτηνό και πιο καλό!
    - Ναι αλλά η Tamiya δίνει και μπαρμπαδάκια** και αρχιδιές!

  • Pzkpfw IV
    ** φιγούρες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια λέξη σταθμός στην ιστορία της ελληνικής (για να μην πω παγκόσμιας) σλανγκ. Μια λέξη που τα λέει όλα χωρίς να λέει τίποτα. Μια λέξη πασπαρτού που χρησιμοποιείται:

  • για να πούμε ότι μια κατάσταση είναι πολύ μπερδεγουέη
  • για να εκφράσουμε τον ενθουσιασμό μας για κάποιο γεγονός
  • όταν δεν έχουμε τι να πούμε αλλά θέλουμε να πούμε οπωσδήποτε κάτι

Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι η λέξη πλάστηκε από τον Γ. Μαρκόπουλο συνθέτη και στιχουργό του ομώνυμου τραγουδιού.

Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα αν σημαίνει κάτι η λέξη. Σύμφωνα με μια εκδοχή (δες εδώ) ο ίδιος ο στιχουργός έχει αναφέρει ότι πρόκειται για αρχαίες ελληνικές λέξεις

  • Ζάβαρα = Λάβαρα
  • Κάτρα = Μαύρα
  • Νέμια = Ανέμισαν

Συνολικά οι στίχοι σημαίνουν «Λάβαρα μαύρα ανέμισαν (πειρατές) και παρακαλούμε για έλεος»

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή (δες εδώ) ο στιχουργός έχει αναφέρει ότι όλες οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στο συγκεκριμένο τραγούδι είναι ελληνικές

  • Η λέξη «Αλληλούια» δεν είναι η γνωστή εβραϊκή λέξη, αλλά η ελληνική λέξη «αλληλουχία» (από την οποία αφαιρέθηκε το χ).
  • Η λέξη «Ζαβαρα» προέρχεται από τη λέξη Ζευς
  • Η λέξη «Νάμα» σημαίνει βάπτισμα
  • Η λέξη «Λάμα» σημαίνει λάμα (μαχαιριού)
  • Η λέξη «Νέμια» σημαίνει ηρεμία
  • Η λέξη «Ίλεως» σημαίνει σπλαχνικός

Αντί παραδείγματος παρατίθονται οι στίχοι του ομώνυμου τραγουδιού
Στίχοι: Γιάννης Μαρκόπουλος
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
(Πρώτη κυκλοφορία στο δίσκο του Γ. Μαρκόπουλου «Επιχείρησις Απόλλων» - 1968)

Ζαβαρακατρανέμια ζαβαρακατρανέμια
Αλληλούια αλληλούια

Ζαβαρακατρανέμια ίλεως ίλεως
λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια
Αλληλούια αλληλούια

Ίλεως ίλεως ίλεως
ίλεως ίλεως νέμια
Ίλεως ίλεως ίλεως ίλεως
λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια
Αλληλούια αλληλούια

Ζαβαρακατρανέμια ζαβαρακατρανέμια
Αλληλούια αλληλούια

Ζαβαρακατρανέμια ίλεως ίλεως
λάμα λάμα νάμα νάμα νέμια
Αλληλούια αλληλούια
Αλληλούια αλληλούια

(από Doctor, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified