Further tags

Άλλη μια "ποιητική" έκφραση από την Κύθνο, που σημαίνει δεν κάνω τίποτα, κωλοβαράω ή ασχολούμαι με κάτι, ανάξιο λόγου ή χωρίς αποτέλεσμα.

-Άστα μωρή Αννεζίνα, θα τα καθαρίσει η Μαρία!

-Ναι, αμή*! Θα κάμει τον άνεμο κουβάρι η ανεπρόκοπη!

*αμή: αμέ

-Είδα το Γιαννούλη στο χωράφι σας και πολεμούσε κατιτίς, μα δε κατάλαβα ηντά'κανε**.

Ήντα νά 'κανε ο άχρηστος! Τον άνεμο κουβάρι!

** ηντά'κανε: τι έκανε (η πλήρης έκφραση είναι "ήντα έκανε", αλλά με την έκθλιψη του τονιζόμενου "ε" ο τόνος του "η"κατεβαίνει στην επόμενη συλλαβή, όπως στο γνωστό Ναξιώτικο τραγούδι: "... ήντα σού'καμα κ' ηντά'χεις..." Ο ρυθμός στον καθημερινό λόγο, όπως αναφέρεται και στον πολύ ενδιαφέροντα διάλογο που ακολουθεί το λήμμα μανάβης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

έμπος (το)

Χαμηλή νέφωση, προμήνυμα βροχής (στη ντοπιολαλιά της Κύθνου). Από μια μικρή έρευνα στο γούγλη, βρήκα ότι, στην μεν Κρήτη, σημαίνει ομίχλη, στη δε Λευκάδα, καταρρακτώδη βροχή, δηλαδή παρεμφερείς έννοιες. Αγνώστου (σε μένα) ετυμολογίας. Πάντως, και στα τρία αυτά μέρη, είχαμε κάποιους αιώνες ενετοκρατίας. Αυτό ίσως μπορεί να δώσει κάποια κατεύθυνση στην αναζήτηση πιθανής προέλευσης και ετυμολογίας. Ευπρόσδεκτη κάθε βοήθεια από γνωρίζοντες περισσότερα.

Είχε ένα έμπος, μιά μαυρίλα,ένα κακό, εκεί, κατά το Πετροβούνι. Έσμιξ' ο ουρανός κι η γης."Τρεχάτε να σπηλιώσουμε*!" φώναξε ο πάππους. Ίσα-ίσα που προλάβαμε να μπούμε στο κελί** και τό 'φερε σαρανταπόταμο!

*σπηλιώνω: βρίσκω καταφύγιο από τη βροχή (στη ντοπιολαλιά της Κύθνου)

**κελί: αγροικία από ξερολιθιά για χρήση από ανθρώπους και ζώα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

το Χρι, το Κω, το Φλω

Η μανία που έχουν στη Σίφνο (ίσως κι αλλού, δεν ξέρω) να λένε 1-2 μόνο συλλαβές από τα ονόματα και να τα κάνουν όλα ουδέτερου γένους.
Ο Χρήστος, ο Κώστας, η Φλώρα, η Ευγενία, ο Απόστολος, ο Μανώλης, η Κατερίνα, ο ... Σφυρίζων, γίνονται το Χρι, το Κω, το Φλω, το Ευγέ, τ' Από, το Μανώ, το Κατέ, το Σφυ.

  • Με κοίταξε κι ύστερα άρχισε να μου χαμογελά: ― Είσαι φχαριστημένος, Μανώ μου;…

  • ― Γιάντα δε μου τηλεφώνησες να κατέβω να σε πάρω απ’ τις Καμάρες; με μάλωσε η κεράτσα.
    ― Γιάντα να σε βάλω σε κόπο;
    ― Θα σου ‘στελνα τ’ Από να σ’ ανεβάσει με τη γαδάρα του. (από δω)

Την πολύ ιδιαίτερη γλώσσα των Σιφνιών ανάδειξε στο έργο του ο Μανόλης Κορρές (1922-1998), θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με την ευκαιρία της Πρωτομαγιάς, ιδού μερικά αποφθέγματα σχετιζόμενα με το μήνα Μάιο. Τυχόν συνεισφορές, σχόλια, ή διορθώσεις, ευπρόσδεκτα.

"Τον καιρό πού 'πρεπε δεν έβρεχε, το Μάη εδροσολόγα". Λέγεται για κάτι που γίνεται καθηστερημένα και πολλές φορές κανει κακό, αντί να καλυτερέψει τα πράγματα, όπως οι βροχές του Μάη κάνουν κακό σε καλλιεργειες, όπως τα σιτηρά.

Τι να μου κάνει το σπίτι της γιαγιάς τώρα που το κληρονόμησα ; Δεν πουλιέται, δεν νοικιάζεται και πρέπει να πληρώσω και το φόρο κληρονομιάς. Τον καιρό πού 'πρεπε δεν έβρεχε, το Μάη εδροσολόγα!

"Στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει". Παραπλήσιο με το προηγούμενο, υποδηλώνει κακοτυχίες που πέφτουν μαζεμένες.

Δε φτάνει πού'χαμε τα χάλια μας οικονομικά, ήρθε κι η αρρώστια του Τάκη και τα συμπλήρωσε. Στον καταραμένο τόπο το Μάη μήνα βρέχει!

Του ναυτη η γυναίκα Μάη μήνα χήρεψε. Ναυτική έκφραση, που υποδηλώνει την αστάθεια του καιρού το Μάη, με τα ξαφνικά μπουρίνια που "πετάει".

Το νου σου! Μην ξεθαρεύεις, πού φτιαξ' ο καιρός και μην ξανοίγεσαι με το καρυδότσουφλο. Του ναυτη η γυναίκα Μάη μήνα χήρεψε!

Αφού σας "έφτιαξε" η διάθεση ας περάσουμε σε πιό ευχάριστα:

Νά'μουν το Μάη γάδαρος, τον Αύγουστο κριάρι, όλο το χρόνο πετεινός και γάτης το Γενάρη. Ο ακόρεστος πόθος των σερνικών "παλαιάς κοπής", που ποτέ δεν "το" χόρταιναν και ήταν πάντα "επί σκοπόν" και όχι με το "όπλο παρά πόδα", όπως είμαστε σήμερα.


Κλείνω με μερικά στιχάκια από το "Μάη", που αποτελεί ένα είδος "εθνικού ύμνου" για τους Θερμιώτες, όπως αποκαλούμαστε, όλοι όσοι έτυχε να γεννηθούμε σ' αυτόν τον αιγαιοπελαγίτικο βράχο (από τα "Θερμιά", μεσαιωνική ονομασία του νησιου, λόγω των θερμών, ιαματικών πηγών του).

Στα στιχάκια αυτά περιγράφεται η σκληρή αγροτική ζωή κατά το θερισμό (μέχρι τη δεκαετία του '60, έσπερναν κριθάρι σε ολόκληρο σχεδόν το νησί, στις αναβαθμίδες ή "σκάλες" στη ντοπιολαλιά, φτιαγμένες με ξερολιθιά για να συγκρατούν το λιγοστό και άγονο χώμα),αλλά και η εποχιακή μετανάστευση των νέων για να δουλέψουν στα "καμίνια", τα κεραμοποιεία της Αθήνας, που τότε λειτουργούσαν τους καλοκαιρινούς μήνες. Το ερωτικό στοιχείο όμως είναι διάχυτο.

Ο ΜΑΗΣ

Ήρχεν ο Μάης μάτια μου, ήρχε το καλοκαίρι
ήρχε ο καιρός πουλάκι μου για να γινούμε ταίρι.
Μάη μου με τα λουλούδια και με τα γλυκά τραγούδια.
Άλλο δεν εβαρέθηκα μόν' το βαρύ δρεπάνι
μέσα στη σκάλα τη φαρδιά με το κοντό κριθάρι.
Κρίθινο ψωμί και λίγο κι όλη μέρα μεσ' στον ήλιο.
Ανοίξαν τα σπαρθόπουλα*, φεύγουν τα θερμιωτόπουλα.

* σπαρθόπουλα: τα σπάρτα με τα χαρακτηριστικά κίτρινα λουλούδια που ανθίζουν το Μάη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως απαντάται στην έκφραση "μασαρεύω τα πράματα": τακτοποιώ, περιποιούμαι (δηλαδή ποτίζω, αρμέγω, βάζω τροφή όταν χρειάζεται) τα πρόβατα και τα λοιπά ζώα (βούδια, γαδάρους, ζά κλπ). Ετυμολογία από το ιταλικό masseria: αγρόκτημα. Από το masseria προέρχεται και το τοπωνύμιο Μεσσαριά, που συναντάται σε διάφορα μέρη της νησιωτικής χώρας. Από μιά ματιά στο γούγλη βρήκα στη Θήρα, στην Κω, στην Κύθνο και τη Μεσσαρά της Κρήτης. Η εναλλακτική ετυμολογία, "εν μέσω των ορέων" => "μεσαορία" => "μεσαριά", μάλλον αποτελεί πορτοκαλισμό. Τουλάχιστον, όσον αφορά στην Μεσσαριά της Κύθνου, η προτεινόμενη ετυμολογία δίνεται από τον εγκυρότατο μελετητή του νησιού Αντώνιο Βάλληνδα, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ η εναλλακτική δεν "στέκει" τοπογραφικά: Η Μεσσαριά ή Χώρα της Κύθνου είναι χτισμένη σε χαμηλό οροπέδιο, χωρίς να περιβάλλεται από βουνά.

- Νικολό μωρέ! Τα μασάρεψες τα πράματα;
- Τα μασάρεψα πατέρα. Θες άλλο τίοτα, γιά να παένω;
- Όχι γιέ μου, πάενε στο καλό!

Πέρα όμως από την καθαρά αγροτική χρήση, η λέξη έχει επεκταθεί και στην οικιακή/καθημερινή ζωή με την έννοια του "τακτοποιώ", "καταφέρνω", "βολεύω", κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Μωρή Φρόσω, έλα να με βοηθήσεις να μασαρέψουμε το σπίτι. Θά'ρχουνε μουσαφιραίοι*.

μουσαφίρης: φιλοξενούμενος, από το τουρκικό misafir.

- Ηντά'παθε το χέρι σου και τό'χεις δεμένο;
- Μού΄φυε το σφυρί, 'κειδά που κάρφωνα μια πρόκα, και το μασάρεψα!

Επίσης το παρακάτω δίστιχο από παροδοσιακό τραγούδι της τάβλας, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού.

"Στην πόρτα σου ξενύχτησα με δυό σπαθιά ζωσμένος
και πήα να μασαρευτώ και σφάηκα ο καημένος"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλοι μαζί. Στην κυριολεξία σημαίνει μαζί με τα κούρβουλα, όπου κούρβουλα, οι κορμοί από τα κλήματα, κατ' επέκταση τα κούτσουρα.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ελλ. μεσν. λ. κούρβουλα (λατ. λ. curvus = στραβός).

Η λέξη υπάρχει στη ντοπιολαλιά της Κύθνου (συνιστώ ανεπιφύλακτα την ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου, εδώ, απ' όπου το παράδειγμα),

...τρεχετε να μπειτε στις βαρκες,ανθρωποι, βαλιτσες,κοτες ψαρια περασμενα σε βουρλα που τα κρεμουσανε στα ρελια του καραβιου,αρνια ουλοι μαζι συγκουρβουλοι...

των Φούρνων Ικαρίας εδώ, αλλά και της Χώρας Μεσσηνίας εδώ, όπου το παράδειγμα είναι πιό κοντά στην κυριολεκτική έννοια (όλοι, μαζί με τα κούτσουρα):

Τσίγλα το κούτσουρο με τη μασά αλλά τα μάτια σου τέσσερα μη πεταχτούνε σκατζουλήθρες και καούμε συγκούρβουλοι δω μέσα

Επίσης χρησιμοποιείται και ο όρος ξεκουρβουλώνω, που σημαίνει βγάζω από τη ρίζα, καταστρέφω εκ θεμελίων, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Μετά το χαμό του παιδιού δεν είδανε άσπρη μέρα. Τσ'έφαε ο καημός του. Κανένας δε 'πόμεινε. Ξεκουρβουλωθήκανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

συνεικάζω / σοπορτάρω / νταγιαντώ

Αυτές οι τρεις λέξεις, πέρα από την εννοιολογική εγγύτητα των δύο τελευταίων, φαίνονται να μη σχετίζονται μεταξύ τους. Για μένα όμως, εκτός του ότι ανήκουν στη ντοπιολαλιά της Κύθνου και τις άκουγα από τη γιαγιά μου από μικρό παιδί, απεικονίζουν ανάγλυφα την ιστορία των περισσοτέρων νησιών του Αιγαίου, κατά την τελευταία χιλιετία.

Το συνεικάζω σημαίνει σχηματίζω, συνθέτω στο μυαλό μου την εικόνα κάποιου προσώπου, αντικειμένου, γεγονότος κλπ.

Η ετυμολογία προφανής: συν+εικάζω (με την έννοια του εικονίζω και όχι του πιθανολογώ).

«Κάτι μου λέει τ' όνομα, γιοκαράκι μου, μα δεν τονε συνεικάζω». Έτσι μού 'λεγε η γιαγιά, όταν (σπανίως, γιατί μέχρι το τέλος είχε πλήρη διαύγεια) δεν θυμόταν κάποιον.

Το σοπορτάρω σημαίνει αντέχω, υπομένω, αποδέχομαι.

Η ετυμολογία από το ιταλικό sopportare , με την ίδια έννοια.

«Το βλέπω έτσι, το βλέπω κι αλλιώς, μα και πάλι δε μπορώ να το σοπορτάρω

Οι τρεις αιώνες (13ος-16ος) «δυτικής» (ενετοί, γενουάτες, καταλανοί κ.ά.) κυριαρχίας στο Αιγαίο άφησαν τα σημάδια τους, μεταξύ άλλων, και στη γλώσσα. Βέβαια στα μικρότερα νησιά, όπως η Κύθνος, υπήρξε σχετικά γρήγορη αφομοίωση του «δυτικού» στοιχείου. Έτσι γύρω στο 1700, όταν o Tournefort επισκέφθηκε το νησί δεν υπήρχε κανένας καθολικός.

Το νταγιαντώ ή νταγιαντίζω έχει την ίδια έννοια με το σοπορτάρω δηλ. αντέχω, υπομένω, αποδέχομαι.

H ετυμολογία από το τουρκικό dayanmak, με την ίδια έννοια.

To νταγιαντώ ή νταγιαντίζω είναι ευρύτερα διαδεδομένο στον ελληνικό χώρο, όπως αποδεικνύεται από αρκετά τραγούδια, παραδοσιακά

«Δε νταγιαντώ δυό πράματα φτώχεια και γεροντάματα»

ή μη

«...Παναγιώτα μου νταγιάντα κι έχει ο Θεός!» από εδώ.

Οι επόμενοι τρεις αιώνες (16ος-19ος) της οθωμανικής κυριαρχίας, άφησαν κι αυτοί τα σημάδια τους στη γλώσσα, παρά το γεγονός ότι η Κύθνος (όπως τα περισσότερα μικρά νησιά δεν εποικίστηκαν από τους Οθωμανούς, επειδή θεωρήθηκαν ανασφαλή γι' αυτούς, λόγω της πειρατείας. Έτσι στο διάστημα αυτό υπήρξε μια ιδιόμορφη «συγκυριαρχία» των νησιών αυτών: Από τα μέσα της Άνοιξης (όταν έβγαινε ο οθωμανικός στόλος από τα Δαρδανέλια) μέχρι της αρχές του φθινοπώρου (που επέστρεφε) ολόκληρο το Αιγαίο ήταν υπό την κυριαρχία των Οθωμανών. Τον υπόλοιπο μισό χρόνο αλώνιζαν διάφοροι, δυτικοί κυρίως, κουρσάροι. Μερικοί μάλιστα, ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι με τις οικογένειές τους, σε διάφορα νησιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το (ερειπωμένο σήμερα) τμήμα τις χώρας της Κιμώλου, με τα οικόσημα στις προσόψεις των σπιτιών.

Με βάση τα προηγηθέντα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι επιδράσεις από την τουρκική γλώσσα στα νησιά αυτά ήταν έμμεσες και οφείλονταν στην επικοινωνία που είχαν με άλλες περιοχές της, τότε, αυτοκρατορίας, όπου η παρουσία της τουρκικής ήταν πιο έντονη. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει το γεγονός ότι, μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους και μέχρι το 1922, υπήρχε διαρκής επαφή και επικοινωνία των, υπό ελληνική κυριαρχία, νησιών, με αυτά, που παρέμεναν υπό τουρκική και με τα μικρασιατικά παράλια.

Παρ' όλα αυτά όμως, η ελληνική γλώσσα παρέμεινε βαθιά ριζωμένη, διατηρώντας «λόγιες» μορφές, όπως το «συνεικάζω», ακόμα και σε ανθρώπους χωρίς γραμματικές γνώσεις (η γιαγιά μου πήγε μέχρι τη δευτέρα δημοτικού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει φαντασιώνομαι, αναπολώ στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αναφέρεται σε φαντασιώσεις ερωτικού περιεχομένου, αλλά και σε αναπολήσεις, όχι κατ' ανάγκην ερωτικές.

Δεν έχει καμιά σχέση με τα ομόρριζα ιστορίζω που σημαίνει εικονογραφώ εδώ και εξιστορώ / ανιστορώ. που σημαίνει αφηγούμαι εδώ.

Περιγραφή ξαδέλφου μου, που "έπαιρνε μάτι", πίσω από τις γρίλιες, την απέναντι γειτονοπούλα, που "διάβαζε" με ανοιχτό παράθυρο. Κάπου στα τέλη τις δεκαετίας του '60.

"Εκεί που διάβαζε, που λες, τήνε βλέπω που βάνει το χέρι μπροστά, κάτω από το τραπέζι και αρχίζει να κουνιέται σιγά-σιγά. Ποιος ξέρεις τι ψωλές ιστορίζεται; σκέφτηκα κι εγώ κι έγινα ... άσ' τα."

Κι ένα παράδειγμα με την έννοια του "αναπολώ"

Είναι κι όλας τόσα χρόνια πεθαμένος; Τον ιστορίζομαι, σα νά'τανε χτές, που καθουμάστε παρέα στη πεζούλα και πίναμε ούζα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει δουλεύω, ασχολούμαι, τραβιέμαι

Άλλη μια λέξη από τη ντοπιολαλιά της Κύθνου με "δυτική" προέλευση αυτή τη φορά. Πιθανή προέλευση από το γαλλικό "travailler". Ψάχνοντας εδώ βρήκα και τα εξής : το παλαιό γαλλικό traveillier (“υποφέρω”), το "κοινό" (vulgar) λατινικό tripaliare, από το tripalium. Επίσης το ομόρριζα: καταλανικό treballar, πορτογαλικό trabalhar και ισπανικό trabajar.

Οι δυτικές επιρροές στη ντοπιολαλιά της Κύθνου είναι κυρίως ιταλικές (βενετσιάνικες), πράγμα που φαίνεται να μην ισχύει για τη συγκεκριμένη λέξη, τουλάχιστον από τη μικρή έρευνα που έκανα στο διαδίκτυο. Αν υπάρχουν πρόσθετες πληροφορίες (λέγε με Χαν) ευπρόσδεκτες όπως πάντα.

-Τι έγινες ρε βλάμη* και σε χάσαμε τόσες μέρες; Πού τραβαγιάρεις; -Άστα, χτίζω κάτι βουλιάχτρες** στη Κατωμεριά κι έχω μπλέξει άσκημα. Δε ξεμπερδεύω ούτε σε δέκα μέρες!

*βλάμης: φίλος, λέξη με αρβανίτικη προέλευση.

Οι λέξεις με αρβανίτικη προέλευση είναι σχετικά περιορισμένες, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου, όπου, εξ όσων γνωρίζω, δεν υπήρξε μαζική εγκατάσταση "αρβανίτικων" πληθυσμών. Στη νησιωτική χώρα, εκτός των νησιών του Αργοσαρωνικού και την Εύβοια, αρβανίτες υπάρχουν στην Άνδρο, όπου διεκπεραιώθηκαν από τα απέναντι Καβοντορίτικα χωριά. Φυσικά, οποιαδήποτε σχετική πληροφορία είναι ευπρόσδεκτη.

**βουλιάχτρα: γκρεμισμένος τοίχος από ξερολιθιά, εξ αιτίας κάποιας δυνατής νεροποντής.

Όπως στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου η καλλιέργειες, γινόταν σε αναβαθμίδες ("σκάλες" στην Κύθνο, "τράφους" στη Νάξο, "πεζούλες" σε διάφορα άλλα μέρη), δηλαδή ατέλειωτα χιλιόμετρα τοίχων από ξερολιαθιά, στις πλαγιές των λόφων, που συγκρατούσαν το λιγοστό χώμα. Η συντήρηση αυτών των τοίχων ήταν απαραίτητη προκειμένου να "υπάρχουν" τα χωράφια. Διαφορετικά το χώμα έφευγε και έμεναν σκέτα βράχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κρόδομα / μόλος / καγιά

Άλλη μια τριάδα λέξεων από την ντοπιολαλιά της Κύθνου, σχεδόν ταυτόσημες αυτή τη φορά, που δείχνουν τις βασικές επιρροές της. (Δες λήμμα συνεικάζω).

Σημαίνουν και οι τρεις πέτρα.

Το κρόδομα σημαίνει μεγάλη πέτρα, αγκωνάρι. Χρησιμοποιείται σαν βασικό δομικό στοιχείο σε τοίχους από ξερολιθιά. Πιθανή ετυμολογία από το άκρον+δόμος (Δες εδώ) Η εναλλακτική ετυμολογία άκρον+δώμα (που αλλάζει την ορθογραφία σε κρόδωμα) είναι λιγότερο πιθανή, κατά την άποψή μου.

" Έλα να κουβαλήσουμε ετούτο το κρόδομα. Θέλω να το βάλω στη γωνιά, για να δέσει ο τοίχος."

Ο μόλος, εκτός από την κοινή σε όλη την Ελλάδα έννοια της προκυμαίας, στη Θερμιώτικη ντοπιολαλιά σημαίνει πέτρα, μικρότερη σε μέγεθος, που μπορούμε να την πετάξουμε. Πιθανή ετυμολογία από το ιταλικό molo (Δες εδώ)

Ρε συ ο γέρος έχει απολωλαθεί! Πήα ψες στο κελί να δω ήντα κάνει και μ' έβαλε με τσι μόλους!

Το κελί είναι αγροικία από ξερολιθιά, και η έκφραση "μ' έβαλε με τσι μόλους" σημαίνει "με πήρε με τις πέτρες".

Τέλος η λέξη καγιά σημαίνει μεγάλη πέτρα, βράχος και προέρχεται από το τουρκικό kaya εδώ.

"Ρε το πούστη! Σήκωνε κάτι καγιές, πιο μεγάλες από δαύτονε, σα νάτανε σύκα! Και τσε πετούσε κι όλας μακριά. Εκατό νοματαίοι δε τόνε κάνανε ζάφτι! Ε ρε και να τον είχα να μου κουβαλεί πέτρες! Θά 'χτιζα ούλες τσι βουλιάχτρες μονήμερα!"

Έτσι περιέγραψε κάποιος συμπατριώτης μου τη δεκαετία του '60, την πρώτη ταινία με το "Μασίστα", που είδε σε σινεμά της εποχής, σε κάποιο ταξίδι του στην Αθήνα. Οι ταινίες αυτές, γυρισμένες στα στούντιο της "Τσινετσιτά" έκαναν θραύση την εποχή εκείνη. Αμφιβάλλω όμως αν οι "ηρωες" με τα φουσκωμένα μούσκουλα θ' άντεχαν, έστω για μερικές βδομάδες τη σκληρή ζωή του αγρότη, που είχε τόσο εντυπωσιαστεί από τον τρόπο που πέταγαν τους χάρτινους ογκόλιθους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified