Εξελληνισμός του αμερικλάνικου nerd δια της προσθήκης του γαμοσλανγκοτέτοιου -ουλας: πρόκειται για χλωρίδα της συνομοταξίας phytus spasiclus, άκα γκίκουλας, φρίκουλας και φύτουκλας.

Ο νέρντουλας διαπρέπει ως επιστήμων κι ως μπλιμπλίκουλας αλλά in real life στερείται κάθε στοιχειώδες ψήγμα κοινωνικότητας, ειδικά προς μη νέρντουλες. Πρόκειται για κινησιολογικά άγαρμπο και γιομάτο καυλόσπυρα καψίδι που πωρώνεται νυχθημερόν με ιδεοψυχαναγκαστικές καμενιές (πιχί κρυπτοζωολογία, μάνγκα, σάει-φάει, κλπ).

Οι κουλές ενδυματολογικές επιλογές του νέρντουλα (à la Sheldon στο «Big Bang Theory») τον καθιστά αντιήρωα στα μάτια κάθε αενάως ψαχνόμενου ποζερά και γουαναμπή χιπστερικού, εξ ουστ και το nerd chic λουκ (βλ. αγόρια και κορίτσια).

Παραγγελιά από το δουπού: Χαν.

1.
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη είσαι τόσο νέρντουλας που θα μιλάς Ντοθράκι

2.
νερντουλας; οχι....ιντελεκτουελ...εχει διαφορα....geeky ισως με μεγαλη φαντασια να τον ελεγες αλλα οχι νερντουλας...ωραιο τυπακι ειναι γενικα...

3.
Καλιφορνέζος «νέρντουλας» κατασκεύασε ρομποτικό ομοίωμα του Wall E

4.
Οχι γιαγιά δεν τα φτιάχνω με φοιτητή ιατρικής:
1) Πουλανε μουρη στις παρεες μεχρι να πεσουν σε συναδελφο τους. Μετα κανουν την παπια και γκρινιαζουν για την αναμονη στην ειδικοτητα.
[...]
9) Οταν χουφτωνουν ΨΗΛΑΦΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΝΑ ΛΕΜΦΑΔΕΝΑ, με τροπο ομως μην τους παρει χαμπαρι η γκομενα.
10) Ειναι νερντουλες, και οσοι δεν ειναι απλα δεν γινονται καλοι γαμπροι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηδονοβλεψίας που κάθεται και μαλακίζεται μπροστά στην κάμερα. Η λέξη βγήκε από το κεντρικό σάιτ για ηδονοβλεψίες www.shufuni.com.

Οι σουφουνιστές κάθονται με της ώρες και μαλακίζονται μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και μπορεί να χαλάσουνε μια περιουσία όταν μπαίνουν στο Πριβέ στα Πίπ σόου (οι τιμές είναι από 5-10$ το λεπτό). Πολλές φορές γλείφουνε και την κάμερα όταν η γκόμενα φέρνει το μουνάκι της κοντά στην κάμερα.

Ο Βασίλης είναι μεγάλος Σουφουνιστής, ούτε χτες ούτε σήμερα βγήκε έξω και σήμερα όλη τη μέρα μαλακίζεται με το Σουφούνι. Χτες είχε στραβολαιμιάσει, έγλυφε την κάμερα πάνω από 10' λεπτά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούν οι γκίκουλες, οι μαοϊστές αλλά και ορισμένες γιαγιούμπες τα ασύρματα τοπικά δίκτυα.

Εκ του αγγλικάνικου WiFi.

Ασίστ: sarant.

- Μπήκα για λίγο από ένα κλεμμένο γουήφι, αλλά δεν νομίζω να ξαναμπώ ως το βραδάκι, να είστε φρόνιμοι!
(εδώ)

- Τεσταρίστηκε χθες και με το γουίφι έπιανα 1.8 Μ/ς απο φτπ ενώ το πάουερλάιν έπιανε 550 μαξ για το ίδιο
(εκεί)

(από Khan, 11/04/14)(από Khan, 08/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντιρν­ιλούδι (ουδ) ή και Ιντιρνιλούδα (θηλ.): λόγω της παρονομασίας (ιντιρνιλού - ίντερνετ - λουλούδι) ο όρος χρησιμοποιείται πλέον στο διαδίκτυο για να εκφράσει την γυναίκεια ομορφιά και να την εξυμνήσει, προερχόμενο απ' τον στίχο παραδοσιακού θρακιώτικου τραγουδιού, η Ιντιρν­ιλούδα.

Ιντιρν­ιλούδα: θηλυκό υποκοριστικό του «Ιντιρνιλού» (αυτή που είναι από την Αδριανούπολη / Εντιρνέ στα τούρκικα).

Το δε ουσιαστικό, συνοδεύεται πάντα (μα πάντα) μέσα στον λόγο, ανεξαρτήτως θέσεως, απ' το επιφώνημα ωχ αμάν αμάν, για να εκφράσει τον σεβντά.

Στο κατόπι τους δε, είναι πάντα ο Internet Jones.

παραδειγμα1

ωχ αμάν αμάν,μια ιντίρνιλούδα λούζονταν,
μια ιντίρνιλούδα λούζονταν κι η μάνα της τη χτένιζε
............... παραδειγμα 2

-ρε συ μπηκα σ ενα προφιλ και ωχ αμαν αμαν ρε
-τι;! εχεις παθεις σοκ
-ναι.νεοτάτη κι εχει κορη!την ειχα για τη μικρη της αδερφη!
-και;
-τι ιντιρνιλουδια ηταν αυτα ωρε κι οι δυο τους
-για λεγε
-μανα και κορη ρεξονα μαζι
-τι ρεξονα ρε ζαβε;
-ρεξονα ρε σου λεω.μ αφησανε ξερο.πως να στο περιγραψω!
-αλλος Internet Jones μας προεκυψε,σοβαρεψου!

(από panos of oz, 17/04/12)(από panos of oz, 17/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την ένωση των αγγλικών λέξεων «no life» που σημαίνει «χωρίς ζωή». Αναφέρεται σε άτομα που το έχουν κάψει με μια ενασχόληση (κυρίως με το PC), τόσο που έχουν ξεγράψει γκόμενες, παρέες, εξόδους, τα πάντα. Κοινώς, είναι σαν να μην έχουν ζωή

(Ορισμός στο Urban Dictionary).

- Θα πεις στον Νίκο να πάμε για κάνα καφέ οι τρεις μας;
- Τι να του πω μωρέ του παπάρα. Αυτός είναι πλέον nolifer. Έχει πάει 85 level στο WoW και λιώνει 12ωρα στο PC.

(από HardcoreGR, 30/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την Ελληνική λέξη βλάκας και την Αγγλική hacker. Χαρακτηρίζει τον αδαή κομπιουτεράκια που νομίζει πως γνωρίζει τα πάντα που σχετίζονται με υπολογιστές. Η πεποίθησή του ότι είναι hacker συνοδευόμενη με επιδειξιομανία τον καθιστούν γελοίο στους γνώστες και βαρετό στους υπολοίπους.

- Ο Μάκης μου είπε ότι μπορεί να σπάσει τους κωδικούς του e-mail μου. Λες να μπορεί να το κάνει;
- Τι κάθεσαι κι ακούς. Ο τύπος είναι βλάκερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει πάθος με κάθε είδους νέα τεχνολογία και συσκευή. Από το αγγλικό gadget.

- Πήγε ο σκατοπισωγλέντης και αγόρασε ψηφιακό δονητή!
- Από μικρός ήταν γκατζετάς, το άτιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύκολη γκόμενα.

- Καλά, με την πρώτη του 'κατσε η Μαρία;
- Αφού σου είπα, είναι plug-n-play η γκόμενα!

(από ironick, 25/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:

1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.

2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.

Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.

Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».

  1. - Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.

  2. - Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.

  3. - Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εντελώς άστηθη γυναίκα, επηρεασμένο από τις εντελώς επίπεδες τηλεοράσεις φλάτρον.

- Γλυκιά είναι ρε συ αλλά εντελώς φλάτρον, εγώ θέλω να πιάνω πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified