Ο τεχνο-φύτουκλας, ο σπασίκλας.

Εκ του αγγλικάνικου γκικ, εξελληνισμένου με την προσθήκη του γαμοσλανγκοτέτοιου -ουλας. Geek αρχικά αποκαλούντο οι εξαθλιωμένοι καλλιτέχνες τσίρκων που δάγκωναν τα κεφάλια ζωντανών ποντικίωνε και φιδιώνε για να εξασφαλίσουν τον άρτον τον επιούσιον και απαραίτητον δια την ζωήν των.

- Ωπ, τώρα θα μας πούν και γκίκουλες... - Καλυτερα γκικουλας ή σαβουρογαμίκουλας; (εδώ)

- Ουρές, πλήθος, κάμερες, δημοσιογράφοι, μπλόγκερς, γκίκουλες, ενθουσιασμός, χαρά, λύπη, απογοήτευση και…ο Wozniak ! Αυτές είναι μερικές λέξεις, οι οποίες περιγράφουν το τι γίνεται έξω απο τα applestores την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας ενός προϊόντος το οποίο φέρει το milaraki επάνω του !
(εκεί)

- Οι σπασίκλες, τα νερντ και οι γκίκουλες ναι μεν υπάρχουν (όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα), αλλά πρώτον ο αριθμός τους δεν είναι τέτοιος ώστε να δικαιολογεί ιδιαίτερη μνεία...
(παραπέρα)

(από Khan, 17/05/12)Νερντ το τουκανιστικόν. (από Khan, 10/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αντίθετο του αμπαφάριστος. Και πάλι για τους παίχτες RPG και MMO παιχνιδιών, εδώ δηλώνεται πως διαθέτουν αρκετά μπάφς (αγγλ. buffs), με τη μόνη διαφορά ότι μπορεί να χρησιμοποιείται από τους παίχτες ως δικαιολογία για τη φυσική τους βλακεία, αφού το χαζό τους παίξιμο είχε ως αποτέλεσμα την ήττα της ομάδας από τον αντίπαλο ή το τέρας που προσπαθούσαν να νικήσουν.

  2. Αυτός που βρίσκεται υπό την επήρεια χασίς ή αλλιώς μπάφου, για αυτό και έχει αδικαιολόγητα πολύ καλή διάθεση (την έχει ακούσει, έχει κάνει κεφάλι, έχει γίνει).

  1. οτι μπορει ο rogue να ηταν μπαφαρισμενος η να ειχε άμυνα απο spells χρησιμοποιοντας τα κλασσικά spell resistance,fire,shadow,holy,frost,nature,arcane δε το σκεφτηκες ε; (Από εδώ)

  2. re man; mpafarismenos eisai;
    mou milas gia to ti skeftomai gia to pws tha pratw kai to
    pws tha aisthanomai, enw den me kses re man; (Από εδώ)

  3. καλύτερα να τον προειδοποιήσεις παρά να τον αφήσεις στα δίκτυα της πουτανίτσας!!!να είναι προετοιμασμένος,μπαφαρισμένος πως το λένε...!!! (Από εδώ)

(από allivegp, 27/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σερφάρει στο Internet, αλλά με συχνότερη ένταση από έναν μέσο άνθρωπο.

Εσύ που είσαι ιντερνετάκιας και έχεις μαύρη ζώνη στα κομπιούτερ, δεν έρχεσαι να μου δείξεις πώς να κατεβάσω ταινίες μέσω torrent;

(από HardcoreGR, 07/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Proσπαρχίδης είναι σύνθετη λέξη. Προέρχεται από τις λέξεις pro, το οποίο προέρχεται από το παιχνίδι του PlayStation Pro Evolution Soccer, την λέξη «σπάω» και την λέξη «αρχίδια». Ο όρος αυτός αναφέρεται σε όλους εκείνους που, ενώ ο συμπαίκτης τους είναι έτοιμος να ξεκινήσει το παιχνίδι, αυτοί κάνουν μία ώρα αλλάζοντας παίκτες, συστήματα, στρατηγικές και οτιδήποτε άλλο, με άμεσο αποτέλεσμα το σπάσιμο των γεννητικών οργάνων του συμπαίκτη τους.

Άντε ρε Γιώργο, μία ώρα μέχρι να ετοιμάσεις την Arsenal. Πόσο proσπαρχίδης είσαι ρε παιδάκι μου!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται εκ του αγγλικού «Oh my god», έκφραση που στα ελληνικά σημαίνει «Ω θεέ μου».

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κανείς άτομα τα οποία ρέπουν σε συχνή χρήση της προαναφερθείσας φράσης στην αγγλικής της μορφή έναντι της ελληνικής. Τέτοια άτομα απαντώνται σε μεγάλες συγκεντρώσεις σε σημεία παροχής υπηρεσιών διαδικτύου (internet cafe ρε αδελφέ!), όπου και καθημερινά σπαταλούν ώρες ολόκληρες μπροστά από μία οθόνη φωνάζοντας στον διπλανό τους γιατί feedαρε τον αντίπαλο στο DOTΑ ή καθαρά λόγω δέους απέναντι στην υπεροχή του εικονικού αντιπάλου λόγω εμπειρίας ή/και του προαναφερθέντος feedαρίσματος.

- Πήγα χτες σε ένα internet cafe για να κάνω κάτι δουλειές, και ήταν τίγκα στους ομιτζίμιτζίδες. Μου πήραν τα αυτιά. Ήταν και μεγάλος noob αυτός ο σκορπιός ρε φίλε... Ούτε ένα stun δεν πέτυχε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται μονίμως ο Έλληνας εδώ και τουλάστιχον 30 χρόνια.

Καθολικώς και αεί συνδρομηταί στην υπηρεσία. Φοριέται παντού.

Ασίστ: Λ.Π.

  1. Στο ταμείο παρεισφρέει γέροντας παρακάμπτων την ουρά:
    - Με συγχωρείτε, με συγχωρείτε... κύριος, επ, σειρά κύριος...
    - (...........)
    - Μην το ψάχνεις, mycosmos.gr

  2. Στον δρόμο:
    - Ρε φίλε, μην το βάζεις εδώ το αμάξι, δεν μπορούν να περάσουν τα καροτσάκια!
    - Και πού να το βάλω;
    - Θα σού 'λεγα αλλά έχε χάρη που είσαι mycosmos.gr!
    - Α;

  3. Στην σχέση:
    - Πιπίτσα, τα πράγματα δεν πάνε καλά στο μαγαζί...
    - Αχ είπες μαγαζί και θυμήθηκα, είδα κάτι γόβες στο ΝΑΚ...
    - Άιντε, mycosmos.gr είσαι και συ!

  4. Στην παρέα:
    - Η άρχουσα τάξη και τα φερέφωνά της στα ΜΜΕ προσπαθούν να μας πείσουν ότι είναι μονόδρομος τα αντιλαϊκά μέτρα που κατακρεουργούν ό,τι απέμεινε από το ασφαλιστικό, η ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση, η υπαγωγή της χώρας στην επιτήρηση της ΕΕ και του ΔΝΤ... (http://kkeisageek.freehostia.com/)...
    - Άσε, κατάλαβα, mycosmos.gr, φύγαμεεεε!

(από Stravon, 14/06/10)(από Stravon, 14/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το χακερόνι που ασχολείται με τα τηλεφωνικά δίκτυα, με απώτερο σκοπό να πραγματοποιεί δωρεάν τηλεφωνικές κλήσεις (υπεραστικές, διεθνείς) που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν πανάκριβες.

- Μεγάλος φρήκερ ο Μήτσος, κατάφερε και μιλάει με τη θεία του στην Ουαγκαντούγκου χωρίς να πληρώνει μία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδίδεται συστηματικά στην διαδικτυακή πειρατεία, εν προκειμένω με την ευρεία έννοια, τουτέστιν παράνομο κατέβασμα ψηφιακού υλικού - όχι μόνο μουσικής/ταινιών, αλλά πάσης φύσεως, προφανώς εντελώς τσάμπα, με σκοπό την επίσης δωρεάν διανομή του.

- Ω ρε μάνα μου, πάλι μάγκες μας έκανε ο Βαγγέλας με τα παράνομα λινκάκια που μας έριξε... δεν ξέρεις τι να πρωτοκατεβάσεις λέμε!
- Εμ, αφού το άτομο είναι και ο πρώτος e-πειρατής! Να σκεφθείς ότι ακόμη και τον πρήμιουμ λογαριασμό του στο rapidshare συνεταιρικό με δυο κολλητάρια τον έχει!

Δες και κυβερνοπειρατής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως chatσος, είναι αυτός που συμπεριφέρεται ως τσατσόνι στα chat-rooms, άλλως κουβεντοδωμάτια.

Ετυμολογία του κανονικού τσάτσου:

θεία > θεια > τσα > τσατσά > τσάτσος.

Μπήκε χτες ένας chatσος στο chat και τά 'κανε όλα λίμπα!

Κωνσταντίνος Τσάτσος (από Dirty Talking, 26/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified