Further tags

Ο εντελώς ανίδεος στη χρήση υπολογιστικών συστημάτων. Ο ανίκανος να παστώσει το κοπίδι.

Από το αλβανικό μπιτ=εντελώς και μάπας=βλάκας, παραπέμποντας στις ψηφιακές εικόνες τύπου bitmap.

Καλά ρε πούστη! Μπίτμαπ είσαι; Έδωσες την πιστωτική σου στο hackers.net;

(από baznr, 27/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάτσος που ελέγχει και τις συναλλαγές μας στο Ίντερνετ για να βγάλει άκρη και να συλλάβει. Ή η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.

Από φόρουμ:
Όλα τα είχαμε ο κυβερνόμπατσος που θα μας φακελώσει μας έλειπε ... Eυκολος χαρακτηρισμος το κυβερνομπατσος, σημερα ομως ειμαστε στην ΕΟΚ και το φακελωμα πάει σύννεφο...

Αλλού στο Ιντερνέτι:
Αυτη η διωξη η ηλεκτρονική δηλαδή τι θα κάνει απλα θα το κλείσει κ θα λέει error μετά ή θα μου πετάει popup «εδω κυβερνόμπατσος,over.;;

Ποντίκι:
Ο υπουργός έσπευσε να νομοθετήσει και σύντομα οι πάροχ

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χάκερ, κατά το μπυρόνι και άλλα σλανγκοειδή. Επίσης, ο χάκερ και ο ψυχάκερ. Αλλά και ο σύγχρονος Ρομπέν των Δασών του Διαδικτύου.

- Μα την Παναγία, είσαι μεγάλο χακερόνι!

Julian Assange, το τρέντι ούμπερ-χακερόνι (από Khan, 05/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν αναφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε σε κάποιον που κατά τη γενική εκτίμηση ενός κοινωνικού συνόλου ανταποκρίνεται πως πληροί στο έπακρο τις προδιαγραφές του προτύπου βλακείας.

Όσο πιο ευρύ και αντιπροσωπευτικό είναι το σύνολο κι όσο πιο τεκμηριωμένες είναι οι γνώμες αναφορικά με την επιλογή του πρότυπου βλάκα, τόσο πιο αξιόπιστο θα είναι τα αποτέλεσμα της επιλογής.

Αυτός θα είναι κάποιος, του οποίου το όνομα θα μπορούσε άνετα να εισαχθεί ως λήμμα σε λεξικό. Λήμμα που θα έχει την έννοια του πρότυπου βλάκα.

Αυτό δεν είναι μια θεωρητική υπόθεση. Έχει συμβεί σε διάφορα άλλα θέματα. Π.χ.: όταν θέλουμε να αποκαλέσουμε κάποιον πολύ χοντρό, μπορούμε να τον αποκαλέσουμε τόφαλο, (εκ του Δημήτρη Τόφαλου).

Στην περίπτωση μας, αναφερόμαστε σε μια βλάκ άουτ περσόνα άνευ προηγουμένου. Κι όπως ένας χωριάτης θέλει δυο φορές χωριάτηγια να 'ρθει στα ίσα του, αντιστοίχως κι ένας βλάκας θα νικηθεί από έναν που είναι δυο φορές βλάκας. Άρα ψάχνουμε τον πρωταθλητή της λίστας των ηλιθίων. Τον πλέον ανίκητο βλάκα.

Αυτός ο πρότυπος βλάκας, ο εντελώς βλάκας δηλαδή, θα είναι κάποιος που είναι:
ο άνθρωπος εγκεφαλογράφημα ευθεία, ο πιο ζωντανός ζύθος, αυτός με το πιο ακατοίκητο ρετιρέ, το απόλυτο βλάκατρον, ο βλάκας με... πατέντα, ο βλάκας με... λοφίο και την... περικεφαλαία, ο άρχοντας των μαργαριταριών, ο πλανητάρχης της βλακείας (άρα ο Μπους θα μπορούσε να θεωρηθεί και διπλός πλανητάρχης).

Θα μπορούσε :

α) Το όνομα του πρότυπου βλάκα ή βλάκα αναφοράς (π.χ.: Μπους) να αποτελεί, μονάδα μέτρησης βλακείας. (π.χ.: 1 Βush).

β) Σε υποτιθέμενο όργανο μέτρησης βλακείας, η αποτιμώμενη τιμή της βλακείας κάποιου βλάκα, να αποτιμηθεί, συγκριτικά με την επίδοση του πρότυπου βλάκα (maximum τιμή του οργάνου, π.χ.: 1 Βush).

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 1.

  1. Θα μπορούσαμε εμφατικά να αναφερθούμε σε κάποιον:

α) Πολύ κουτό, με φάτσα - έκφραση - διάνοια που φωνάζει από μίλια... μακρυά πως είναι το... κουτόχορτο, το... βλήτο. (βλ. παρ. 2).

β) Που δεν είναι κουτός, αλλά που ωστόσο έκανε τη... βλακεία. Τον αποκαλούμε έτσι, με στόχο να τον κοροϊδέψουμε, να τον ειρωνευτούμε, αλλά και να εκτονωθούμε (βλ. παρ. 3).

Κλείνοντας, αποτείνω τις ευχαριστίες μου στον άψογο acg.

  1. - Ο Μπους είναι το απόλυτο βλακόμετρο.
  1. - Κοίτα τι κάνει ρε μαλάκα το βλακόμετρο; Βρέχει καταρρακτωδώς κι ο παπάρας ποτίζει τον κήπο.
    - Μια ζωή βλάκας αυτό το παιδί.
  1. - Μόλις φάγαμε, πήγε ο Νώντας κι έκανε βουτιά στη θάλασσα. Παραλίγο να φουντάρειο πούστης. Μιλάμε για το... βλακόμετρο. Τίποτα άλλο δε λέω.
    - Καλά δεν το πιστεύω. Αυτός είναι πανέξυπνος.
    - Τι να πω;... Λέει πως του την καύλωσε ξαφνικά να ρίξει βουτιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.

  1. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).

  2. Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:

- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).

- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..

- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).

- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).

.

  1. - Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
    - Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!

  2. - Γεια σου ρε ούζερ!
    - Ούζερ; - Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
    - Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.

  3. - Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν. - Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
    - Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.

  4. - Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!

  5. - Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.

Βλ. και luser

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός, για να πούμε ότι κάτι είναι άλλα αντ΄άλλων, παλιά τεχνολογία, ή για τα μπάζα.

-Η Αϊντχόφεν τι θα κάτσει το βράδυ;
-Πάλι στοίχημα Ολλανδία παίζεις. Αφού ξέρεις ότι πιο ουαγκαντούγκικο πρωτάθλημα δεν υπάρχει!

Χάρτης της Μπουρκίνα Φάσο - η Ουαγκαντουγκού πρώτο τραπέζι πίστα (από poniroskylo, 13/03/09)

Βλ. και αντάβαλος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος μπαγαπόντη τρολεατζή, που συχνάζει στις φοράδες και τα κουβεντοδωμάτια και συστήνεται ως Αναΐς, ενώ στο τέλος αποδεικνύεται Παναής. Το χειρότερο είναι να σου κλείσει και ραντεβού από κοντά.

Ασίστ: Vrastaman.

Μια παρεξήγηση της Ironick έγινε αφορμή ο Τάκης Βρωμοστομίδης να θεωρηθεί Βρωμοκουβέντα/ Βρωμόστομη στο θηλυκό, αλλά ύστερα από έναν συμβιβασμό στο ουδέτερο «Ντέρτι»/ «Βρωμόλογο» βγήκε τελικά απ' την ντουλάπα ως e-Παναής.

Από το Παναής. (από Hank, 23/02/09)αφιερονετε εξερετικα (από ο αυτοκτονημενος, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνιστί: «ότι πεις εσύ αφεντικό», αλλά προτιμάται τελευταίως εις την αγγλική.

Φράση η οποία μπορεί και να έχει τις ρίζες της στην εποχή των ιπποτών ή των σαμουράι ή και των σαολίν, κουνκ φου, ζίου ζίτσου και παρομοίων κινέζικων λέξεων και πολεμικών τεχνών.

Η φράση μπορεί να λεχθεί με ειρωνική, περιπαικτική, αλλά και σκωπτική διάθεση.

Λέγεται με παιδική φωνούλα ή με κινεζική προφορά και ελαφρά κλίση της κεφαλής (περαιτέρω κλίσεις καταντούν αηδία ή το υποκείμενο έχει ήδη λουμπάγκο). Ενίοτε συνοδεύεται από ένα «μαλάκα» χαμηλοφώνως.

Σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε, είτε την ανωτερότητα του αντικειμένου της ζήλειας και του φθόνου μας (όταν όντως είναι ανώτερο μας ή απλά το αφεντικό μας), είτε τον δουλεύουμε άγρια και θέλουμε να το κάνουμε προφανές.

Χρησιμοποιείται ιδίως από την ευγενή τάξη των υπαλλήλων γραφείου, κάποιας ηλικίας, προς τους ΙΤ και κομπιουτεράδες της εταιρίας, όταν έρχονται και μας πουλάνε μούρη για κάθε μαλακία που κάνουμε με τους Η/Υ.

- Ρε Βαγγέλα, δεν σου είπα να αρχειοθετήσεις ξεχωριστά τα εξερχόμενα από τα εισερχόμενα ; Πάλι μνι τα έκανες, gtp είσαι…
- Yes, master - Τι είπες ρε;
- Τίποτε αφεντικό, θα το κάνω αμέσως, - μαλάκα…

- …(μετά από μια ώρα διάλεξης…) μετά θα συνδέσεις το firewire, θα πατήσεις download, στο port21 πάντα, θα βάλεις κωδικό, και μετά όλα εντάξει. Όπως σου είπα και χθες… και τα έκανες πουτάνα. Κατάλαβες;
- Yes master…

- Ρε Λιλιαν, ωραίες πίπες κάνεις! Πάτα μου ακόμα μια.
- Yes master! (και μετά ξύπνησα)

yes, master (από BuBis, 18/02/09)Igor (από Pirate Jenny, 18/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «e-bay», ο γκέι που «δημοπρατείται» από το Διαδίκτυο.

Μας πέτυχε ένας e-gay στο ιντερνέτι και την έπεφτε σ' όλους μας, ποιος θα πρωτοτσιμπήσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαόλου κάλτσα αποκαλείται το sock puppet, η ψεύτικη δηλαδή persona που δημιουργεί εν είδει μαριονέτας κάποιος εγγαστρίμυθος σπαστήρας ή τρολεατζής με σκοπό την μπαγαποντοδοσία, την πανοποντοδοσία ή την εν γένει χειραγώγηση μιας διαδιχτυακής κοινότητας.

«Διαόλο-καλτσισμός ορίζεται ως η δημιουργία πλαστής online ταυτότητας για την απονομή σπεκ, την υπεράσπιση, η την δημιουργία ψευδαίσθησης υποστήριξης κάποιου, των συμμάχων αυτού, ή της εταιρίας του...» (New York Times)

«...υποψην εινε ακομα 13 μαθητες μου που θα χρησημοποιησουν τον υπολογιστη μου και μαλον 5 αστερα θα βαλουν 9 απο αυτους με εχουν αστροδοσει
να εινε καλα τα παιδια ...οι μαθητες μου ειδαν αυτα που γραφοντε εδω και αποφασησαν να με πριμοδοτησουν...» (Εκμυστηρεύσεις μιάς διαόλου κάλτσας από εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published