Further tags

  1. Πληροφορική

Από τους επαγγελματίες της πληροφορικής, ως big irons χαρακτηρίζονται οι servers. Όχι οι απλοί servers, αλλά οι μηχανές που ζυγίζουν περίπου ένα τόνο και φιλοξενούνται σε racks τουλάχιστον 24U.

Στην πληροφορική ο όρος προέρχεται από τη δεκαετία του '90 όπου, στην αυγή της εποχής των PC, οι μηχανές αυτές άρχισαν σιγά σιγά να μπαίνουν στο περιθώριο. Θυμάμαι με νοσταλγία ένα Perkin Elmer 90 το οποίο ήταν μαζί με τους δίσκους και τις ταινίες του 4 racks 220 x 50 x 50 cm, και είχε κεντρική μνήμη (RAM) 728ΚΒ και δύο δίσκους 32inch x 80 Mb. Όταν το πετάξαμε, κάναμε 4 άτομα 3 ημέρες να το λύσουμε γιατί δεν έβγαινε από την πόρτα του computer room.

  1. Αυτοκινητιστές

Big irons λένε οι ψαγμένοι φορτηγατζήδες τους μεγάλους σε όγκο τράκτορες με τους ατελείωτους ίππους, ή τα βαρέος τύπου μηχανήματα.

Ο όρος προέρχεται από τις ΗΠΑ, όπου ως γνωστόν εκεί και λόγω BIG αισθητικής της χώρας και του λαού, η παραγωγή και χρήση ΜΕΓΑΛΩΝ οχημάτων είναι σύνηθες φαινόμενο.

  1. Data Center
    - Ρε παιδιά, το ένα τροφοδοτικό του server δεν παίζει. Δίνει fault στο panel.
    - Μη μασάς ρε. Big iron είναι. Έχει άλλα 3 τροφοδοτικά on-line.

  2. «Την περασμένη εβδομάδα πήγαινα Θεσσαλονίκη με το 142 (Scania) και στο Μαλιακό με περνάει ένας Ολλανδός με ένα big iron που δεν κατάλαβα από που ήρθε... Μαλλιά πήγαινε ο δικός σου. Μου φάνηκε σαν Volvo αλλά δεν είμαι και σίγουρος».

(από dimitriosl, 20/03/10)(από dimitriosl, 20/03/10)(από dimitriosl, 20/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικά με την μουσική:

  1. Η κονσέρβα αναφέρεται σε ένα στάνταρ ρεπερτόριο συγκροτήματος, ορχήστρας, συνόλου, ή μεμονωμένου μουσικού το οποίο δεν ανανεώνεται, αλλά απλά αναπαράγεται αυτούσιο σε ζωντανό περιβάλλον, συχνά δε χωρίς να αλλάζει ούτε καν η σειρά εκτέλεσης των κομματιών. Και ενίοτε κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια...

Οι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν ένα συγκρότημα σε αυτή την κατάσταση ποικίλλουν. Άλλες φορές είναι καθαρά απώλεια έμπνευσης ή ευελιξίας των μελών του (ή του μεμονωμένου μουσικού), άλλες φορές είναι απλά βαρεμάρα (ιδιαίτερα αν υπάρχουν αρκετά χρόνια ζωής στις μουσικές πιάτσες), άλλες φορές είναι το ζήτημα είναι καθαρά εμπορικό (όπως στις περιπτώσεις μουσικών που παίζουν σε εκδηλώσεις, συνεστιάσεις, γάμους, μπαράκια, ξενοδοχεία κλπ.). Κάποιοι την βλέπουν τη δουλειά και απομακρύνονται, άλλοι επιμένουν στο ίδιο μοτίβο μετατρέποντας εν τέλει το μουσικό λειτούργημα σε μία εντελώς μηχανική δουλειά που δεν αποφέρει πλέον κανένα δημιουργικό όφελος, αλλά μόνο χρηματικό. Ή, απλά, τη μούρη του να λες ότι «παίζω 30 χρόνια και τα 'χω κάνει όλα».

  1. Σχετικά με ντιτζέι ή έτοιμες ηχογραφήσεις: η κονσέρβα δηλώνει είτε το ετοιματζίδικο πρόγραμμα ενός ντιτζέι (και καλά τώρα, γιατί όλοι νομίζουν πως ο ντιτζέι το μόνο που έχει να κάνει είναι απλά να αλλάζει σιντί και να επιλέγει κομμάτια -και πάρα μα πάρα πολλοί δηλώνουν ντιτζέι κάνοντας ακριβώς αυτό και μόνο αυτό) με ελληνικό και/ή ξένο ρεπερτόριο, ή την χρήση ετοιματζίδικης μουσικής σε καταστάσεις όπου παραδοσιακά επιβάλλεται η παρουσία μίας ορχήστρας (π.χ. παραδοσιακοί γάμοι με κλαρίνα και νησιώτικα από σιντί).

Βέβαια για να λέμε τα πράγματα με τ' όνομά τους, πολλοί θεωρούν την (κατά την γνώμη του συντάκτη) επιβεβλημένη παρουσία ορχήστρας ως κάτι όχι απλά δευτερεύον, αλλά ούτε καν τριτεύον (άσε που οι γαμιάτικες ορχήστρες κοστίζουν τα κέρατά τους), αλλά τι να λέμε τώρα...

  1. H διαφορά μεταξύ τους είναι τεράστια, καθώς ειδικά σε πολυκάναλο μουσικό πρόγραμμα νιώθουμε ότι ακούμε live μουσική και όχι «κονσέρβα». Αυτό είναι φυσικά αναμενόμενο αφού το CD είναι βασισμένο σε τεχνολογία του 1981, ενώ τα SACD και DVD-Audio έκαναν τα πρώτα βήματά τους το 1999 και το 2000 αντίστοιχα. (Εδώ)

  2. Κονσέρβα πρώτη οι Ζωντανοί στο Κύτταρο - Σκηνές Ροκ [Ελλάς, 2005, 64'] του Αντώνη Μποσκοΐτη, που μας είχε χαρίσει κάποτε [2002] την Φλέρυ - Τρελή του Φεγγαριού. Τα παλιά θυμούνται οι Διονύσης Σαββόπουλος, Μαρίζα Κωχ [Γκαρίζα Ωχ!], Δημήτρης Πουλικάκος [Εξαδάχτυλος πουρόκερ], Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Δέσποινα Γλέζου, Βαγγέλης Γερμανός, Λήδα, Γιάννης Bach Σπυρόπουλος, Δημήτρης Ψαριανός, Λάκης Παπαστάθης, Socrates και οι Πελόμα Μποκιού. Τους σιγοντάρουν κάτι Μακρινά Ξαδέρφια. (Εκεί)

  3. Ο χειροτερος DJ ειναι της Ξανθης (90.6). Ολος μια κονσερβα ειναι (συνεχεια παιζει μια playlist που θα ακουσεις και «επιτυχιες» απο το περσινο καλοκαιρι) και εχεις και το εκνευριστικο jingle «ο νεος DJ...»

Ετσι ειναι ο νεος; Αντε,καλα...... (Παραπέρα)

(από Vrastaman, 12/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό της τηλεόρασης για την ηλεκτρονική παραποίηση:

  1. Χαρακτηριστικών συνεντευξιαζομένου μάρτυρα που καταθέτει είτε για άλλον είτε για τον εαυτό του, προς απόκρυψη χαρακτηριστικών και διασφάλιση της ανωνυμίας του (δίκην witness protection),

  2. Φυσιογνωμίας συλληφθέντος κατηγορουμένου, προ αμετακλήτου καταδίκης του, προκειμένου να μην προσβάλλεται η προσωπικότητά του (πάλι καλά),

  3. Επιμάχων σημείων εντόνου περιεχομένου (π.χ. βίαιη σκηνή, κανα τσιμπουκάκι κλπ).

Θυμίζει την ηθικώτατη κάλυψη των καυτών λεπτομερειών στα «προσεχώς» ταινιών σεξ και βίας των παλιών σινεμάδων (π.χ. παλιά έβαζαν με πινέζες παπαζωτό ή συνασπισμούς στα στήθη και το γυονί της πορνοστάρ ή ακόμα και στα όπλα των καουμπόηδων).

Η προληπτική αυτολογοκρισία γίνεται για να μην εκτίθεται ο εικονιζόμενος (π.χ. να μην διασύρεται ο κατηγορούμενος, να μη φάνε λάχανο τον καρφή, να μην σκανδαλίζεται ο κοσμάκης και κυρίως για να μη φάει καμιά μηνυσούμπα το κανάλι, αν και ταυτόχρονα υποδηλώνεται τεκμήριο αληθοφάνειας της είδησης = λαυράκι = τηλεθέαση = λεφτά.

Η ηθελημένη μείωση της ποιότητας ανάλυσης της εικόνας του εμφανιζομένου (και άλλες γενικές), κάνει τη φάτσα του να μοιάζει με το παρδαλό μωσαϊκό που είχε το πάτωμα των παλιών σπιτιών μέχρι και το ’80 περίπου (μετά κυριάρχησε το πλακάκι).

Ειδικότερα, όταν κάποιος θέλει να κάνει μια βαρύγδουπη αποκάλυψη (π.χ. υπάλληλος που γνωρίζει κύκλωμα λαδωμένων υπηρεσιών, μπάτσος που «δεν εγκρίνει τις πρακτικές συναδέλφων του» κλπ) ή από «πρώτο χέρι» καταγγελία (π.χ. «περίοικος που ζει την ζοφερή καθημερινότητα» των οίκων ανοχής κλπ), ή μια τηλε-ομολογία (π.χ. μετανοημένος πρεζάκιας που εξηγεί τα αίτια που τον ώθησαν στην τοξικομανία «για να βοηθήσει τα νέα παιδιά που δεν ξέρουν πού μπλέκουν», μάνα ρέηβερ που βιώνει την απόγνωση της συγκατοίκησης με τζαζεμένο παιδί κλπ), αλλοιώνεται με τεχνικά μέσα το πρόσωπό του ή καμιά φορά και η φωνή του ή κάθεται ανάποδα σε μια πολυθρόνα και μετά τα ξερνάει όλα.

Συνήθως, τα μωσαϊκά προοιωνίζουν ένα εντελώς τετριμμένο (πια) παραμύθι (π.χ. ρεμούλες στο Δημόσιο, ναρκωτικά, αντιεξουσιαστές, παραθρησκευτικές οργανώσεις, οικογενειακά δράματα κλπ), που ελάχιστα καθηλώνει την έσχατη επαρχιακή θείτσα.

Όπως εύστοχα παρατηρούν τα Ημισκούμπρια για τα αυξημένα νούμερα τηλεθέασης που σημειώνει μια αληθινή «κατάθεση ψυχούλας»:

[i]…Θ’ ακούσετε ιστορίες από σβέρκους κι από πλάτες, ηρωινομανείς, ορειβάτες, ζευγολάτες…
Μιζέρια-δυστυχία και πόνος τραγικός, όλα σας τα προσφέρουμε στο πακέτο του ενός! [/i]

Το μωσαϊκό χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε εκπομπές «αβάσταχτης αλήθειας», που ξεκίνησαν με τη Μονογενή με συνταρακτικούς τίτλους σε στυλ «Φάκελλος Σατανισμός» κλπ (όπως και άλλες ομώνυμες φακελο -εκπομπές, που έτσι προδίδουν την πηγή των πληροφοριών τους), έπειτα μας πήρε από το χέρι ο Παπαρδέλλας να γνωρίσουμε τα άγνωστα παιδιά μας (είχαμε-δεν είχαμε), μετά μας ήρθε κι εκείνο το κουνάβι που ξετρυπώνει τους εξαφανισμένους (θένε-δε θένε), συνεχίσαμε με Γρανίτα και καταλήξαμε στη ρηαλητεία.

Οι μουσικές καταδίωξης, τα επιβλητικά headlines και τα τεχνικά τερτίπια των εκπομπών (χρώμα-ήχος-εφέ), έπειθαν την κυρα-Περμαθούλα να ψελλίσει «τιπεστώρα» και το μπάρμπα-Μπρίλιο ν’ ανακλαδιστεί «τσ-τσ τι γίνεται στον κόσμο», πριν κάνουν το σταυρό τους και πάνε για ύπνο. Αλλά μπαφιάσαμε πια…

Τη σήμερον ημέρα ελάχιστοι ψευτοχορταίνουν με μωσαϊκά και φορμάικες και το λαϊκό αίτημα είναι για όλο και περισσότερο ωμή «αλήθεια» (εννοείται μόνον η σκοτεινή πλευρά της που πουλάει, αφού υπάρχουν και θετικές πλευρές της πραγματικότητας, που θάβονται γι’ αυτό το λόγο), που θυμίζει τους Ρωμαίους θεατές της αρένας που επιζητούσαν ατόφια βία (π.χ. καταργώντας την δεξιοτεχνία των μονομάχων χάριν ενός πρωτόγονου πετσοκόμματος με μπρούτα εργαλεία), κατά την περίοδο της παρακμής της αυτοκρατορίας.

Έτσι, όλο και συχνότερα απαιτείται για να ψηθεί το φιλοτηλεθεάμον κοινό, να κατατίθενται τα «εν οίκω» στο Δήμο, για αποκομιδή (μαζί με τ' άλλα απορρίμματα).

Το σύγχρονο πέρασμα σε ολοένα και πιο εξευτελιστικές εκπομπές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παίρνοντας γραμμή από το αγγλο-αμερικάνικο πρότυπο του ξεκωλιάσματος για τα φράγκα είναι ενδεικτικό της εποχής (π.χ. έρχομαι στο σπίτι / μαγαζί σου και σου τη λέω στεγνά, όλοι το βλέπουν κι εσύ κάνεις διαφήμιση ή παίρνεις κάποιο δώρο = βγάζεις λεφτά, έρχομαι να σε βοηθήσω ως «οικονομικός σύμβουλος» και σε κάνω ρόμπα δημοσίως για να ξελασπώσεις = βγάζεις λεφτά, παίζουμε παιχνίδι γνώσεων και σε ξεμπροστιάζω ότι είσαι ασχετίλα = βγάζεις λεφτά, «επαΐοντες» ξεφτιλίζουν νέα παιδάκια λαϊκής καταγωγής σε «διαγωνισμούς ταλέντων», που πάνε μπας και ξεφύγουν από τη μιζέρια νομίζοντας μαλακωδώς ότι θα μπουν στο πάνθεον της αναγνωρισιμότητας = βγάζεις λεφτά κλπ-κλπ). Μόνο που τώρα, η διαπόμπευση είναι face on αφού ο Μωσαϊκός Νόμος μας τελείωσε (καμπανάκι και μαλακίες δεν έχει)…

Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών είναι το δάκρυ του ξεφτίλα πρωταγωνιστή, που όχι μόνο δεν τονε σώζει κανένα μωσαϊκό πια, ίσα-ίσα η κάμερα θα σπεύσει να ζουμάρει αδιάκριτα να τσακώσει τη γυαλάδα. No pain no gain…

Τα μαλακισμένα αντεπιχειρήματα της Υπερασπίσεως π.χ. άμα δε γουστάρεις ρε μάγκα άλλαξε κανάλι / σβήστη τη ρημάδα / αυτά θέλει ο κόσμος / ενήλικες είναι κι έχουν δώσει την συγκατάθεσή τους στην κατρακύλα- τί σε κόφτει; / οι χαζοί καλά περνάνε / κοίτα τη δουλειά σου κτλ, εξοβελίζουν τον διαμαρτυρόμενο στην (περαιτέρω) απομόνωση και την εξορία της γραφικότητας, καίτοι όλοι αυτοί (θύτες-θύματα) ψηφίζουν στις εκλογές.

Έχουμε οράμματα για τη σούφρα πολλών τέτοιων, αλλά δεν είναι της παρούσης…

  1. - Ρε συ, έχει αφιέρωμα για ουσίες στην Πλατεία! Αυτός που μιλάει ο Αρντανιάν είναι;
    - Δε μπορώ να καταλάβω, με το μωσαϊκό που του’ χουν βάλει στη μάπα
    - Απ’ τη φωνή μοιάζει κάπως, δε νομίζεις;
    - Σάμπως και τον έχω ακούσει ποτέ να μιλάει; Μόνο μουγκρίζει…

  2. - Κοίτα τι γίνεται στον Άγιο Παντελεήμονα βρε παιδί μου, ντροπή τελοσπάντων! Μα να βαράνε αλλοδαπούς κάτω απ’ τη μύτη της αστυνομίας;
    - Καλά ρε μάνα εσύ τα μωσαϊκά περίμενες, για να πάρεις χαμπάρι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή δίνω πρέσσα.

Κυριολεκτικά, εκφωνείται σε περιπτώσεις όπου ανοίγω την στρόφιγγα του αγωγού για να επιταχύνω τη ροή και να αυξήσω την παροχή του ρευστού, επομένως και την πίεση στη διατομή του αγωγού.

Στην καθομιλουμένη, όμως, μπορεί να έχει πλείστες άλλες χρήσεις, όπως,

  • επιστρατεύω όλες τις εγκεφαλικές δυνάμεις που μου έχουν απομείνει προκειμένου να ολοκληρώσω μία εργασία,
  • επιταχύνω την εργασία μου ώστε να προλάβω το ραπόρτο προ της δεδομένης προθεσμίας,
  • τεντώνομαι προκειμένου να μπορώ να αγγαρειομαχήσω με αξιώσεις, ως φανταρική λειτουργία,
  • πέφτω με τα μούτρα στο διάβασμα ώστε να προλάβω να βγάλω κάποια ύλη μέχρι αύριο που δίνω μάθημα.

    Γενικά, κολλάει σε οριακές καταστάσεις όπου συντρέχουν λόγοι «αύξησης της ροής» εργασίας, πληροφορίας κουλουπού...

- Ρε φίλε; Δε μαζευόμαστε το βραδάκι να δώσουμε λίγη πίεση μπας και βγάλουμε δυο-τρία κεφάλαια μέχρι αύριο; Δε χάνουμε τίποτα... -Πω ρε μαν, νωρίς το θυμηθήκαμε και φέτο... Δε γ...ται; Και τα υπόλοιπα πρωί-πρωί τα χτυπάμε μια σμίκρυνση. Οκ, θα σκάσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη slang των ηχοληπτών, φέτα είναι το τμήμα της κονσόλας ή του μίκτη που περιέχει τα όργανα ρύθμισης και τις συνδέσεις για ένα κανάλι ήχου. (Υπάρχουν κονσόλες οχτακάναλες, δεκαεξακάναλες και λοιπά – το track που λένε στα εγγλέζικα. Κάθε κανάλι και φέτα.)

Κατά κανόνα, σε κάθε κανάλι αντιστοιχούν ένα fader (γραμμικό ποτενσιόμετρο που ελέγχει την ένταση του ήχου), κάποιες βαθμίδες equalizer (κανείς δε λέει «ισοσταθμιστής»), ποτενσιόμετρο προενίσχυσης, διάφορα κουμπάκια (mute, groups, πανάρισμα, συμπίεση, ειδικά εφέ, κέρατα) και υποδοχές για τα βύσματα. Και επειδή όλα τούτα, όπως τα βλέπεις από πάνω, είναι στοιχισμένα κάθετα, έχει επικρατήσει η ονομασία φέτα.

Συνεκδοχικά, φέτα λέγεται και πιο συγκεκριμένα το fader, πιθανότατα επειδή χρησιμοποιείται συχνότερα από οτιδήποτε άλλο. (Βλ. παρ. 2β, 3.)

  1. Να ρε φίλε, αυτή είναι ραδιοφωνική κονσόλα της προκοπής! Οι φέτες είναι αποσπώμενες, κι άμα χαλάσει καμιά, τη βγάζεις χωρίς να κοπεί η ροή. Την πας για επισκευή, μετά την ξαναμοντάρεις κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ενώ με τη μαλακία το μίκτη που έχουμε εμείς, όποτε βγάζει πρόβλημα (και βγάζει πρόβλημα κάθε τρεις και λίγο), βγαίνουμε εκτός αέρα!

  2. — Δώσε προσοχή, νέος! Οι φέτες, όπως τις βλέπεις από αριστερά προς τα δεξιά, είναι: σιντί ένα, σιντί δύο, πικάπ ένα, πικάπ δύο, μινιντίσκ, πισί, υβριδιακό, μικρόφωνο ένα, μικρόφωνο δύο, μάστερ. Θα τα θυμάσαι, ρε όρνιο;
    — Μ.. μάλιστα, κυρία Σοφία.
    Κεριά και λιβάνια! Τα ποτενσιόμετρα δεν τα πειράζεις. Το μάστερ δεν το 'γγίζεις. Τις υπόλοιπες φέτες τις πας ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΜΕΣΗ για θα σε πάρει ο διάλος. Γκέγκε;
    — Μ.. μμ.. μμμάλιστα, κυρία Σοφία!

(σημ.: εδώ η πρώτη αναφορά σε φέτες δηλώνει τα κανάλια συνολικά, ενώ η δεύτερη δηλώνει μόνο τα fader)

  1. Ο Στράτος, που δούλευε εδώ παλιά, ήτανε τεχνικός με αρχίδια, μπορούσε να λύσει την κονσόλα και να την ξαναδέσει με κλειστά μάτια. Ενώ ο Μήτσος, που φέρανε τώρα, είναι αρχίδια τεχνικός. Μόνο ν' ανεβοκατεβάζει φέτες ξέρει. Κι αν στραβώσει κάτι, χαώνεται και βάζει τις φωνές ότι «κάποιος του πείραξε τις ρυθμίσεις». Άντε βγάλε άκρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στους Η/Υ σημαίνει τα άλλ' αντ' άλλων αποτελέσματα που οφείλονται, συνήθως, σε λανθασμένο λογισμικό (βλ. software). Χρησιμοποιείται ενίοτε και ο συγγενής όρος «αρκούδες», που όμως σημαίνει κυριολεκτικά τα τερατώδη ψέμματα, τις ανακρίβειες.

  1. Ρε Μήτσο, έκανα τις ρυθμίσεις τού KDE όπως μου είπες και μου βγάζει αρκούδια. Δε γαμιέται, παλιά μου τέχνη κόσκινο, ξαναγυρνάω σε Gnome.

  2. Μετά την αλλαγή που έκανες στα εκτυπωτικά, η μισθοδοσία βγάζει αρκούδες.

  3. Το σλανγκρ μου έβγαζε αρκούδια χθες, αλλά ήταν το character set. Το γύρισα σε UTF-8 και συνήλθε.

Αρκούδια (από panos1962, 09/11/09)Μετά τις τελευταίες ρυθμίσεις στο Adobe Photoshop (από panos1962, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεταφερσιμότητα (portability) προγραμμάτων στους Η/Υ. Ο όρος προέρχεται από γαλλοποίηση και συνακόλουθη παραφθορά της λέξης portability -> πορταμπιλιτέ -> πορταμπιντέ. Η χρήση του όρου κρίνεται απαραίτητη, καθώς ο αγγλικός όρος, αλλά και ο ελληνικός είναι γλωσσοσπάστες.

  1. - Ρε μεγάλε, το 'χεις ρίξει στη Java. Γιατί έτσι;
    - Γιατί έχει και γαμώ τα πορταμπιντέ· κάνω πρόγραμμα και μου τρέχει από Cray μέχρι κινητό τηλέφωνο!

  2. - Πήραμε το καινούριο Compiz. Είναι κατσεκαλάν!
    - Κατσεκαλάν μπορεί να είναι. Δες όμως και το πορταμπιντέ μην πάθεις καμιά κασκαρίκα.

  3. Πολύ καλό το καινούριο GUI. Έχει και πορταμπιντέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος έλκει την καταγωγή από την αργκό των Η/Υ. Πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο του γκουρού που σημαίνει ειδήμων, βαθύς γνώστης θεμάτων των Η/Υ και της Hi Texh γενικότερα. Το λέμε συνήθως για άσχετους που το παίζουν επαΐοντες. Στην κυριολεξία, κουρού είναι είδος τυροπιτακίου χωρίς σφολιάτα (βλέπε σχετικό μήδι).

  1. -Άκουσα ότι αυτός ο καινούριος είναι γκουρού.
    -Κουρού είναι! Χθες μου γάμησε το registry και δεν μπορώ να το συνεφέρω.

  2. Ήρθε απ' την εταιρεία ένας κουρού και τα έκανε κουλουβάχατα. Όλοι οι servers αλλάξαν IP. Τι να σου πω, χαμός. Μπλέχτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλεςμ!

Τυροπιτάκια κουρού (από panos1962, 06/11/09)Εργασίες αποκατάστασης μετά από παρέμβαση κουρού (από panos1962, 06/11/09)Richard Stallman (από panos1962, 06/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χτυπήματα στην ιντερνετική αποκαλούνται:

  • Ο αριθμός παραπομπών που καταγράφει ένα ψαχτήρι (π.χ. το γούγλε γούγλε) για κάποιον όρο. Ο αριθμός αυτός προσμετρά το δημοφιλές ενός όρου,
  • Η επισκεψιμότητα μιας ιστιοσελίδας. Οι ιστομάστορες συχνά επιβραβεύονται από τον αριθμό χτυπημάτων σε λυνξ μπανερακίων που αναρτούν.

Εκ του αγγλοσαξονικού hit.

  1. Δε σημαίνει τίποτα 100 χτυπήματα τη μέρα. Έχεις τόσα θέματα, και «Ριβάλντο» να βάλει κάποιος στο Google θα βγεις εσύ. Αυτό δε σημαίνει ότι διάβασε κάτι από το δικό σου Blog. Δεν είναι το παν οι μεγάλοι αριθμοί. Περισσότερο μετράει πόσο σε εκτιμούν κάποιοι που αξίζει η εκτίμησή τους. Αυτούς φρόντισε να κερδίσεις. (από εδώ)

  2. Η παραγωγή των χρημάτων από το adsense δεν είναι μια δύσκολη έννοια ούτε. Το κυριότερο πράγμα που θυμάται είναι ότι θα κάνετε τα χρήματα σε πόσες φορές οι επισκέπτες σας χτυπούν στις αγγελίες που παρουσιάζονται στην περιοχή σας. Η παραγωγή των χρημάτων από το adsense είναι πολύ ευκολότερη εάν έχετε πολλή κυκλοφορία. Επειδή προφανώς, εάν κανένας δεν επισκέπτεται την περιοχή σας καμία δεν μπορεί να χτυπήσει στις αγγελίες σας. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάμε για:

  • Άτομο που που χαρακτηρίζεται από έλλειψη επαγγελματισμού, υπευθυνότητας, τεχνογνωσίας, κλπ.
  • Πρόχειρο κατασκεύασμα (π.χ. αρχίδια μηχάνημα) ή παρεχόμενη ψευτο-υπηρεσία.
  • Εταιρεία που παρέχει προϊόντα ή / και υπηρεσίες gtp προδιαγραφών, πρόχειρα οργανωμένη δουλειά, κ.λπ.

    Στο background μιας προχειράντζας μπορεί να υπάρχει:

  • Κακή ποιότητα (π.χ.: β διαλογής υλικά. Τα σετ α λα μαμά σπεκς των προϊόντων είναι gtp προδιαγραφών, βγαίνουν ελαττώματα κάθε τρεις και λίγο, κλπ).

  • Φτηνοδουλειά.
  • Δουλειά του ποδαριού.
  • Κακός επαγγελματισμός (δεν υπάρχει σεβασμός για τον πελάτη, δεν υπάρχει οργάνωση στην εργασία, υπάρχει ftp προγραμματισμός, κ.λπ/).
  • Έλλειψη τεχνογνωσίας.

    Μια προχειράντζα δε μας γεμίζει το μάτι, ωστόσο μπορεί να αποτελεί τη λύση ανάγκης όταν:

  • Δεν υπάρχει χρόνος να ασχοληθούμε σοβαρά με κάτι, παρόλο που έχουμε τις ικανότητες. (π.χ. είμαστε πτωμάντα απ' την κούραση, τα μάτια κλείνουν και θέλουμε να φτιάξουμε κάτι πρόχειρο για να φάμε πριν την πέσουμε).

  • Ψάχνουμε για μια προσωρινή λύση.
  • Δεν υπάρχουν τα αναγκαία χρήματα. Να μη συγχέεται όμως αυτό με την κίνηση πολλών σπάγγερμεν να επιλέγουν κατά κανόνα προχειράντζες. Χαίρονται για το κατόρθωμα τους... αλλά το φθηνό κρέας το τρώνε οι σκύλοι.

    Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως μπορεί κάποιος να πιαστεί κότσος, όταν για μια προχειράντζα του κοστίζει ο κούκος αηδόνι.

Βλ. και λήμματα: δευτεράντζα, μαϊμού.

Σημείωση: Μπορεί να θεωρήσουμε ως προχειράντζα ένα προϊόν ή μια υπηρεσία κατωτέρων στάνταρ από αυτά που υποθέτουμε.

  1. Φυσικά και καλά θα κάνεις γιατί το Κ-mouse interface είναι πολύ super επινόηση, άσε που μόνο αυτός το φτιάχνει (αυτός το επινόησε κιόλας). Φτιάχνει και άλλος ένας στην Ολλανδία αλλά η δουλειά του είναι πολύ προχειράντζα και χωρίς πλαστικό case.
    Δες

  2. Πειράζει που έχω γίνει κακή επαγγελματίας;
    Είμαι μεγάλη προχειράντζα τελικά... Ντροπή μου.
    Δες

  3. Το manual... πολύ με απογοήτευσε! Τι κουτσουρούδικο φυλλάδιο είναι αυτό; Τι προχειράντζα ήταν αυτή; Περίμενα να συναντήσω κανα «τόμο», σαν αυτούς που μας συνηθίζει η Nokia, αλλά φεύ!
    Δες

  4. Πολύ προχειράντζα αυτή η εταιρεία... αλλά για τέτοιου είδους πράγματα δεν αξίζει να πληρώνεις φιρμάτα πράγματα.

  5. Θέλω κάποια στιγμή να αγοράσω ένα μηχάνημα με προσωπικότητα. Επειδή όμως δεν έχω τα απαραίτητα γκαφρά, τη βγάζω προσωρινά μ΄αυτή την προχειράντζα.

  6. Άλλαξα σπίτι πρόσφατα και έχω τοποθετήσει τα πράγματα στο πατ κιούτ. Έκανα προχειράντζα δουλεία μωρ' αδερφάκι μου, αλλά βλέπεις μου 'χουν τύχει διάφορα τώρα και πνίγομαι. Δεν προλαβαίνω να χέσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified