Further tags

Μας έπρηξες τ' αρχίδια.

Γίνεται αντιληπτό μόνο στην Πάτρα! Οπουδήποτε αλλού η χρήση είναι μάταιη.

  1. Τι κορνάρεις ρε μαλάκα μια ώρα από πίσω και μας σκότισες τον κώλο;

  2. - Κώστα μου, απόψε να φάμε στο εστιατόριο που πρότεινε η μαμά, λέει είναι το καλύτερο!
    - Μας σκότισες τον κώλο κι εσύ, κι η μάνα σου και τα εστιατόρια σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φλογέρα, σε ντοπιολαλιές της Πελοποννήσου και της Βόρειας Ελλάδας.

Το άκουσα σε χωριό της Μάνης, και πληροφορούμαι ότι χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Λακωνία. Το επώνυμο Τσαφαράς (παίκτης ή κατασκευαστής φλογέρας) είναι επίσης διαδεδομένο σε χωριά της ορεινής Αρκαδίας (Δημητσάνα, Λαγκάδια, κ.α.), όπου ωστόσο η έννοια τσαφάρι έχει λησμονηθεί.

Πιθανότατα να συγγενεύει με το αραβικό τσαφάρ (صفـير), «κελάιδισμα», και το βουλγάρικο τσαφάρα (цафара), «σφύριγμα». Βλ. εδώ.

- Η παιδική του περιέργεια τον έφερε σε πρώτη επαφή με τον ήχο, και στο σχολικό μάθημα της χειροτεχνίας κατασκεύασε το πρώτο του «τσαφάρι» (φλογέρα) από απομεινάρια καλαμιών.
(από εδώ)

-Έκτος από την πανελληνία ονομασία, φλογέρα, ο λαός χρησιμοποίει και άλλες ονομασίες: Φλοέρα, φλουγιέρα, φλουέρα, φιόρα, (Έλληνες περιοχής Καβακλί, Β. Θράκη) φλιώρος (Νικήσιανη Παγγαίου Καβάλας), φράουρο (Πήλιο), μακροφλογέρα (Κασσάνδρα Χαλκιδικής), καλάμι, τζουρλάς, τσουρλάς, ζουρλάς, σουρλάς (Πελοπόννησος), τζαμάρα, τζουράς, τζουράι, τζιράδι (Ήπειρος), βαρβάγκα (Καρδίτσα, Τρίκαλα), καβάλι, καβάλα (Μακεδονία, Θράκη), γαβαλ (Έλληνες του Πόντου), παγιαύλι (Λέσβος, Χίος), τσαφάρι, τσαφλιάρ(ι) (Β. Ελλάδα, Πελοπόννησος), νάι νέι (παλιά ονομασία που δεν χρησιμοποιείται), νταρβίρα, ντιλιβίρα (Ρούμελη, Πελοπόννησος, Εύβοία), βιρβίρα, σβίρκα, και πίστουλκα (Σέρρες), ντουντούκα, τουτούκιν (Κομοτηνή), σουπέλκα (περιοχή Αρδέας, νομός Πέλλης), βιολί (Δώριον Τρυφιλίας, νομός Μεσσηνίας), λαγούτο (Αμοργός).
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Προορισμός νυχτερινής εξόδου. Συναντάται κυρίως ως ερώτηση «για πού την έχεις;»

Πέραν την αποκοπής της τελευταίας συλλαβής και κυρίως ο τονισμός της εναπομείνασας προ/παροξύτονης, που ακούγεται σαν γαλλικά (π.χ. η κληρού στο ναυτικό, καλημέ στα τσακώνικα, βλ. και εφτά νομά σ’ ένα δωμά, πώς να μπορέ να κλείσω μά κλπ, ενώ μετάφρα / η απόφα στα κουτσαβάκικα κλπ), το οποίον υφίσταται και στην ισπανοϊταλική (π.χ. profe στα ιταλικά αντί professore, porfa στα ισπανικά αντί porfavor, όπως και por αντί porque) ή των πρώτων συλλαβών (αναΐς < Παναής, λέας < εισαγγελέας κλπ), πλείστες εκφράσεις της ελληνικής αναφέρονται σε κάποιο θηλυκού γένους αντικείμενο-κατηγορούμενο, το οποίον συνήθως ελλείπει ή τρέπουν σε θηλυκό ένα αρσενικό ουσιαστικό ή επίθετο (π.χ. η προεδράρα / την κορόιδα μου κάνεις; / Πρωτάρα είσαι; κλπ). Π.χ.

  • Την έχω γαμήσει / βάψει
  • την έχω κάτσει (εδώ εννοείται μάλλον η βάρκα)
  • την έχω δει, την είδα
  • την άκουσα
  • την κάνω
  • είμαι στην ψαχτική (ψάχνομαι)
  • τηλεφωνική (χρησιμοποιείται με τα ρήματα ξηγιέμαι / σκάω / πέφτει κλπ), κ.ο.κ.

    Συνήθως αυτές οι εκφράσεις συμπληρώνονται νοηματικά κάπως αόριστα με τις λέξεις φάση / κατάσταση / ιστορία κλπ, όπως και οι λίγες ελλειπτικές σε ουδέτερο (βλ. το’ χεις ξεφτιλίσει, το γαμήσαμε και ψόφησε, το συζητάμε, να το τραγουδήσουμε, ζωγράφισέ το κλπ) με τις λέξεις θέμα / παραμύθι / κέρατο / πράγμα κλπ.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το ίδιο γίνεται και στις ελλειπτικές εκφράσεις της ιταλικής και ισπανικής, π.χ.

  • La has cagao (ισπανικά = τη γάμησες)
  • Te la comes (ισπανικά = τον ήπιες -εδώ εννοείται ο πούτσος σε θηλυκό δηλ. την έφαγες την ψωλιά).
  • Me la facio (ιταλικά = την κάνω), κλπ.

    Τώρα, περί ποίας γυναικός ο λόγος, απορία μουεζίνου βήξ...

Τέλος, χρησιμοποιούνται ειδικά στην ιδιαίτερα ειρωνική κι επιθετική πατρινιά αργκό (π.χ. η έκφραση «τί έχουμε;» με ταυτόχρονη ημιπεριστροφή του καρπού με προτεταμένο αντίχειρα και δείκτη, ακολουθούμενη σχεδόν πάντα από κλωτσομπουνίδι), εκτός από την εκτεταμένη χρήση του θηλυκού αντικειμένου-κατηγορουμένου ή ουσιαστικοποιημένου επιθέτου και οι μεμονωμένες λέξεις-προσφύματα «για» / «σε» / «ότι», σε ελλειπτικές αργκοτικές προτάσεις. Π.χ.

  • Σοβαρή; / σε σοβαρή; (Αντί «σοβαρά;»)
  • Σε δεκάλεπτη (αντί «σε περιμένω σε ένα δεκάλεπτο»)
  • Σε πολλά γέλια
  • Σε σχέδια (=κάνω παιχνίδι)
  • Ότι μάγκας κι έτσι (ειρωνικά)
  • Ότι τί; (επιθετικά)
  • Ότι; (τί μου λες τώρα;)
  • Ότι ας πούμε; Ότι τέλος πάντων; Ότι ξέρω ‘γω; (ειρωνικά για τον και καλά)
  • Για κλωτσές (λέγεται και αλλού)
  • Για κατακέφαλα (όπως λένε), κλπ.

    Υπάρχει και ρεμπέτικο τραγούδι, που περιλαμβάνει την ελλειπτικότατη πρόταση «...για να μαύρο...», παραλείποντας αυτήν τη φορά το ίδιο το ρήμα (=για να πιώ), που δημιουργεί ευτράπελους συνειρμούς κλίσης του ρήματος (εγώ μαύρω, εσύ μαύρεις κλπ), όπως Κολοκοτρώνω, Κολοκοτρώνεις, Κολοκοτρώνει κλπ (βλ. «Πολίτικη κουζίνα»)!

Όλα τούτα βέβαια, είναι ένα γλωσσικό παιχνίδι λιτότητας-ελλειπτικού λόγου, όπου τα ευκόλως εννοούμενα (για τους μεμυημένους) παραλείπονται. Δεν είναι πάντα έτσι όμως. Ο αμερικάνος στο Μιλγουώκι, είχε φάει τέτοιο σκάλωμα με μια Wendy, που χτύπησε ταττού τ’ όνομά της στον πούτσο του. Όταν σε κάποιο δημόσιο ουρητήριο όμως, πήρε το μάτι του την ψωλή ενός νέγρου, που κατουρούσε παραδίπλα κι είχε ένα W στην αρχή κι ένα Y στο τέλος, θόλωσε απ’ τη ζήλια του, αφού νόμισε πως η γκόμενά του τον απατούσε (πόσες Γουέντες έχει στο Μιλγουώκι;) και ζήτησε απ’ τον τύπο να καθαρίσει τη θέση του. Ο μαύρος τότε αμίλητος, τσίτωσε την ζαρωμένη επιδερμίδα της τσαπούς του, που έγραφε «Welcome to the Bahamas-have a nice holidaY»!

- Άλα της! Τί παλτουδιά μου’ σαξες αγορίνα μου; Για πού την έχεις;
- Είμαι για πάρτυ στης Βέας, έρχεσαι; Είναι ανοιχτό!
- Σε παρτάκι; Μέσα!

Το συγκρότημα Yo la tengo (=την έχω. Λέγεται ότι προέκειψε από σχετική αναφώνηση παίχτη baseball που πήγαινε να πιάσει μπαλιά) (από Jonas, 19/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευχή που δίνουν για την επομένη, όταν πρόκειται περί μεγάλης γιορτής (πχ Δεκαπενταύγουστος). Λέγεται κυρίως στην Αχαΐα.

- Άντε παιδιά, καλό τριήμερο και καλή αυριανή!
- Στω, θείε, επίσης...

Με την μαύρη έννοια... (από Khan, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα-Ιόνιο): υποτιμητικό «κοσμητικό» επίθετο για μικρομέγαλο παιδί ή ανυπόμονο δοκησίσοφο νεανία, με την έννοια των: χαζοβιόλη, παπάρι, σκατό, αρχίδι, παπαρίγκος, μηναριτζίκος, μαλακιστήρι = μικρός μαλάκας.

Αγνώστου ετύμου. Λόγω του ένθετου «γ», όπως προφέρεται σε συνδυασμό με την υποβολιμαία έννοια «παπάρι», θυμίζει αυτόν που «δεν βγήκε ακόμη απ' τ' αβγό» και κάνει κουτουράδες, αλλά ο Λευκαδίτης (από το 1947 εγκατεστημένος στην Πάτρα) αστικός λαογράφος Νικόλαος Πολίτης, στο βιβλίο του «Άντζουλος και Μαριετίνα» (θεατρικό με φόντο την παλιά Ζάκυνθο), στο γλωσσάρι του, το γράφει ως «παπάβουλο», με την ίδια σημασία -όθεν η εκτίμηση ότι ίσως να έχει σχέση με την παπική βούλα (;)

Πάντως, το ανωτέρω βιβλίο (Αχαϊκές εκδόσεις) έχει πολλά τυπογραφικά λάθη, πράγμα που δυσχεραίνει την περαιτέρω διερεύνηση...

ΕΚΔΟΧΗ Α:
Πιθανόν όντως να προέρχεται από σκώμμα κατά των Καθολικών που κατοικούν ακόμη την Πάτρα και τα Ιόνια νησιά, όπως και η έκφραση «τον κακό σου το φλάρο (και το μαύρο σου)» -εκ του φράρος / φρέρης = αδελφός (Καθολικός παπάς), αλλά και καπάκι καπνοδόχου σπιτιού ή πλοίου και πήλινης φορητής εστίας (Σίφνος). Η μαυρίλα ως εκ τούτου προέρχεται είτε από το ράσο είτε από την κάπνια, εκτός και αν, από το σχήμα του καπέλου των Καθολικών παπάδων, έλαβε την ονομασία του το εν λόγω καπάκι.

Άλλωστε οι ξεχωριστοί συνοικισμοί (βλ. Πάτρα, Σύρος, Ζάκυνθος, Κεφαλλονιά, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη κτλ) Ορθοδόξων και Καθολικών Ελλήνων και μη, ουδέποτε τελούσαν εν αγαστή συμπνοία. Όπου είχε ιταλόφερτους ή ιταλοπρεπείς αρχόντους, πίνανε το αίμα του κοσμάκη και μόνον το πόπολο ήθελε ένωση με την Ελλάδα (που δεν αναγνώριζε τίτλους ευγενείας και μαλακίες από μιας ξαρχής στα Συντάγματά της).

Στην Πελοπόννησο, μετά την αποχώρηση του Μπραΐμη, στους Γάλλους στρατιώτες του Μαιζόν που κοιτάγανε να γαμήσουνε, οι Ελληνίδες έγρουζαν: «Χάσου σκύλε Φράγκε!». Παρ’ όλα αυτά, τα μπουρδέλα φύτρωσαν ατάκα σα μανιτάρια, με πρώτη και καλύτερη τη θρυλική Πατρινέλλα (βλ. Ν. Πολίτη «Το Καρναβάλι της Πάτρας»).

Στη Σύρο προεξέχουν δυο χωριστοί μακρινοί λόφοι με την Καθολική και την Ορθόδοξη εκκλησία αντίστοιχα, για να μην ανακατεύεται η ήρα με το στάρι (όπως εκατέρωθεν νομίζεται).

Η Ζάκυνθος επί Βενετσιάνων, στέναζε από τις ίντριγκες και την τρομοκρατία των μπράβων του κάθε κόντε, που δολοφονούσαν εν ψυχρώ ανάμεσα στις σκοτεινές αψίδες (portici της Μπολώνια), τους πολιτικούς ή εμπορικούς αντιπάλους του (βλ. Η. Πετρόπουλος «Υπόκοσμος και Καραγκιόζης», Κ. Θεοτόκης «η Τιμή και το Χρήμα», Σ. Σκιαδαρέσης «Κεφαλλονίτικες ιστορίες», Α. Λασκαράτος «Ιδού ο Άνθρωπος-Στοχασμοί», «Επαναστάτης Ποπολάρος» - κατά τα λοιπά χαζο-ταινία με τον Πρέκα).

Στη Σμύρνη του '22 οι Καθολικοί κάτοικοι χαίρονταν κι ευφραίνονταν με το ξεπάστρεμα των Ορθοδόξων, που τους έβλεπαν ανταγωνιστικά, οι δε Ιταλοί τροφοδοτούσαν ολοφάνερα από την αρχή τον Κεμάλ, πριν από την υπογραφή του συμφώνου Franklin-Bouillon, αφού είχαν τσινίσει από την αρχή κατά της ελληνικής κατοχής της Σμύρνης το 1919, όπως και στο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (1913), κατά της προσάρτησης της Νοτίου Αλβανίας – Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα (βλ. Δ. Σωτηρίου «Ματωμένα Χώματα», Η. Βενέζη «Το Νούμερο 31328», Τζ. Χόρτον «Η Μάστιγα της Ασίας», Φ. Κλεάνθη «Έτσι χάσαμε τη Μικρασία» κ.α.).

Στο τέλος του 1ου Παγκοσμίου, στο Βαλκανικό μέτωπο, όπου πολεμούσαν Ιταλοί κι Έλληνες πλάι-πλάι ως δήθεν σύμμαχοι, κάθε βράδυ έπεφτε κι ένας νεκρός και από τις δυο πλευρές, από μεταμεσονύκτιες εκατέρωθεν μαχαιριές στα μουγκά (Σ. Μυριβήλης «Η Ζωή εν Τάφω»).

Οι ιταλικές προβοκάτσιες της Αλβανίας και της Κέρκυρας (1923) και εν τέλει ο τορπιλισμός της «Έλλης» ανήμερα της Παναγίας το '40, συγκλόνισαν το πανελλήνιο.

Λίγο πριν ή λίγο μετά το '40, από την Πάτρα απελάθηκαν περί τους 10.000 (ή και παραπάνω) Ιταλοί στην πλειοψηφία τους Πουλιέζοι, (συνοικία «ιταλιάνικα» στον Άγιο Διονύσιο), που αποτελούσαν τότε περί το 1/4 του πληθυσμού της πόλης (βλ. Λ. Σωτηρόπουλος «Μαρτυρίες για το λιμάνι των Πατρών πριν το '60»).

Οι Δυτικοί Καθολικοί ή Προτεστάντες (ευγενικός τρόπος δήλωσης ότι δεν πιστεύεις σε τίποτα), ακόμη θεωρούν τους Ορθοδόξους κάτι σαν αιρετικούς, ενώ στα ελληνικά σχολεία και στις εκκλησίες, μαθαίνουν ακόμα στα παιδιά μας ότι, δήθεν «κάλλιο σαρίκι τούρκικο, παρά τιάρα παπική», μένεα πνέοντες κατά της Δύσεως για τη διπλή Άλωση (1204 & 1453), διότι έτσι βολεύει τον κλήρο, αφού οι ικανότατοι άρπαγες δυτικοί αποτελού(σα)ν πραγματική απειλή, ενώ οι μπουνταλάδες οι Τούρκοι τους χάιδευαν (ανάλογες μισαλλόδοξες μαλακίες μας ταΐζανε και για τους Εβραίους, ενώ ο Χριστιανισμός είναι μια εβραϊκή θρησκεία!).

Άσε που, προϊούσης της Αναγεννήσεως, οι Δυτικοί την έψαχναν τη δουλειά, ενώ το βυζαντινοσμανλίδικο παπαδαριό προτιμούσε το «πίστευε και μη ερεύνα», ταυτόχρονα καλλιεργώντας και κόμπλεξ «ανωτερότητας» (sic) των νεοελλήνων έναντι των «κουτοφράγκων» (δηλ. μορφωμένων Ευρωπαίων), πράγμα που συνεχίζεται και σήμερα με μύθους περί «Γκρήκ λόβερ» (μόνον εγχωρίως κυκλοφορεί τέτοιος όρος), μαγκιά-κλανιά με παπατζήδικα ψευτοκόλπα της πεντάρας στα «χαζά» Αμερικανάκια, αρβελέρειες γλυκόπικρες αναμνήσεις τρισχιλιετούς πολιτισμού και βάλε...

Παρά ταύτα η νεοελληνική παράνοια είναι ότι ενώ ο τουρκομερίτης Καραμανλής δήλωνε ευθαρσώς ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν», στη συνέχεια ο αμερικανοθρεμμένος Παπαντρέας απειλούσε «Έξω από Ε.Ο.Κ. & Ν.Α.Τ.Ο.» και χαριεντιζόταν με τον Καντάφη, που πρώτα του στέλναμε όπλα και τώρα αρκείται να μαζεύει τα στρώματα θαλάσσης και τα μπρατσάκια, που παίρνει ο αέρας απ' τους λουόμενους στη Νότια Κρήτη...

ΕΚΔΟΧΗ ΒΟΥ:
Το 1986 Ο Φίλιππος Βλάχος εκδίδει τα «Χωριάτικα Βρωμόλογα» στο δικό του «τυπογραφείο κείμενα». Γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα : «Το μικρό αυτό Γλωσσάρι είναι εφτανησιώτικο και έχει δύο πηγές : το «Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν της Ζακύνθου του Λεωνίδα Χ. Ζώη, και τα ορεινά χωριά της Βόρειας Κέρκυρας, όπου έζησα μέχρι το 1958. Σχεδόν όλες οι λέξεις που καταγράφτηκαν δεν ακούγονται πλέον, ενώ έχουν σβήσει τελείως μαζί με τα νανουρίσματα, και τα «άσεμνα» ταχταρίσματα. Οι μαμάδες δεν λένε στα παιδιά τους κώλος, μουνί, σκατά, αλλά ποπός, πουλί, κακά, και τις πιάνει υστερία όταν τολμήσει καμιά γιαγιά να ταχταρίσει το μικρό τραγουδώντας :

Όποιος έκλασε να πιει να την πορδοκαταπιεί να τη βάλει στο βαρέλι να την πιει το καλοκαίρι κι άλλη μία στη μπουρέλα να την πιει την άλλη μέρα.»

Στη συνέχεια, καταγράφει:

αρχίδι• παπάβγουλο, λιμπό (Σ.Σ. βλ. Καββαδίας: ρουφόλιμπα = ρουφοκαυλέτα στα κεφαλλονίτικα), αμελέτητο, καλό, λιόκι (Σ.Σ. βλ. μακεδονίτικα Ημαθίας: Δυο λιόκια στο τζαντέ = δυο αρχίδια λιάζονται, σημ. χέστηκε η φοράδα στο γενή-τζαμί / αλώνι) χέστηκε η φοράδα (μας) στ' αλώνι), βόλι, βαρίδι. Γούμενος καθούμενος τ’ αρχίδια του έλυε κ’ έδενε (Σ.Σ. Θυμίζει το: Δουλειά δεν είχε ο διάολος, τ’ αρχίδια του έσπαε κι έραβε / γαμούσε τα παιδιά του) (Σ.Σ. Χάριν καταγραφής, να προσθέσουμε και το ρουμελιώτικο «αγγειά» (π.χ. θα πάρεις τ’ αγγειά μου).

βυζιά• Εκείνα τα συκόφυλλα πολλή βαστάν δροσία και τα παχιά σου τα βυζιά πληγώνουν την καρδία.

γαμήσι• Ξύλο και γαμήσι δεν αλησμονιούνται. Ο χορός και το γαμήσι είν’ τση γυναικός η φύση Στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση.

γαμώ• όποιος θέλει να γαμήσει, πρέπει να χασομερήσει, νάχει άσπρα να χαλάσει και να μην τα λογαριάσει. Καθώς έτριψες θα γαμήσεις.

διάολος• καλόγερος θα να γενώ να σώσω την ψυχή μου μα δε μ’ αφήνει ο διάολος πού’ χω μες το βρακί μου
(Σ.Σ. Τούτο το Ζακυνθινό μαντιναδάκι, το λένε ακόμα στις αρέκιες της πόλης).
(Πηγή): http://kuk.blogspot.com/2005_01_01_archive.html

Δηλαδή, κατά τον Ζακυνθινό Φ. Βλάχο, παπάβγουλο σημαίνει νέτα-σκέτα «αρχίδι» (χωρίς ωστόσο να μας εξηγεί πού κολλάει ο παπάς / πάπας), όπερ δεν αποκλείεται, αφού ακόμα παρομοιάζουμε τα τρομπολίνια με αβγά -π.χ. λέμε όταν χτυπήσουμε στην «οικογένειά» μας, ότι «μου γίνανε ομελέτα», στην δε ισπανική και γερμανική αργκό οι όρχεις λέγονται αντίστοιχα και huevos / Eier = αβγά, ενώ μια και ο λόγος περί φαγωσίμου, οι Εγγλέζοι τα λένε spuds = πατάτες κι οι Ιταλοί το μουνί το λένε figa = σύκο…

Καλή όρεξη!

- Εμένα πάντως μάνα, δε μου το βγάζεις από το μυαλό, ότι η φωτιές του καλοκαιριού, είναι δουλειά της αντιπολίτευσης για να πέσει η κυβέρνηση!
- Άκου μυαλό που κουβαλάει είκοσι χρονώ παιδί... Παιδί μου, χάζεψες; Πού τ’ άκουσες αυτά τα πράματα;
- Στην τηλεόραση τα λένε...
- Άντ’ απο κεί βρέ παπάβγουλο, που ακούς τσι μούρλιες του ενού και τ’ αλλουνού!

Ο Σιορ-Διονύσιος (από HODJAS, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως μετρική αποκαλείται η σιδηροδρομική γραμμή της Πελοποννήσου επειδή έχει πλάτος ανάμεσα στις ράγες 1μ, έναντι της «κανονικής» που έχει 1,435μ.

Η μετρική γραμμή μετά τα νέα μέτρα του ΥΜΕ θα πεθάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα) : Τρελός, χαζός.
Συνώνυμα : μπανταβός, μουρλός, κουρλός (Κεφαλλονιά), κουζουλός (Κρήτη), σαπατελός (Ρούμελη), τσουκάλας (Δ. Μακεδονία), μερελός / μερέλας (Πάτρα), κιζιρπάσης (Κύπρος), παλαβός / παλάβρας, ζεβζέκης, χαϊβάνι, ζαντός (Πόντος) κτλ.

(γέροντες)
- Ορέ ποιό είναι εκιό το τσαλαφό, που βγάνει τα ρούχα του στην τηλεόραση και κουνιέται σα ξεβιδωμένο ; Κάπου το' χω ξαναδεί.
- Είναι η κόρη ενού Μιχαλόπουλου γιατρού απ' την Αρόη. Χορεύτρια, λέει.
- Αμ' αν ήταν έτσι ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα - Ιόνιο) : Βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση, καταστρέφομαι, χάνω το παιχνίδι, μου καταγιγνώσκεται ποινή (δικαστική, πειθαρχική ή γκολ).

Συνώνυμα : Τρώω πούτσα / καβλί / ψωλιά (μεταφορικώς) / τον ήπια κ.τ.λ.

  1. Μήτσο! Στείλε γρήγορα τα χαρτιά στο λογιστή, μη φάμε κανά παστέλι από την εφορία.
  2. Η ΑΕΚ έφαγε τρία παστέλια χτές απ' το γαύρο.
  3. Άσε, τρία χρόνια παντρεμένος με την Ουρανία, έχω φάει τρελό παστέλι. Μου' χει ψήσει το ψάρι στα χείλη η κουφάλα.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα) Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος. Bλ. και λήμμα : γκαρλιά(ν)γκος.

Τον έπιασε απ' τον καρύτζαφλο και τον ακινητοποίησε.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκαρίτσαφλος, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Έκφραση, που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος είναι αφηρημένος και δεν προσέχει τα τεκταινόμενα ή την συνομιλία.

Στη Νάουσα Ημαθίας: Κατ' τον ντοίχο το χορό

Εύστοχα αμερικανιστί: You don 't know what the score is, buddy.
μερικώς εφαρμόσιμο βρετανιστί: You 've lost the plot mate.

-Ρε σείς, πάμε το βράδυ Ωδείο, που παίζουνε οι Suicidal Tendencies;
-Ναι αμέ!
-(αφηρημένος) Ρε αυτοί δεν είναι που λένε το «και μαζί και μόνος»;
-Καλά, αγόρι μου, στον Πύργο λειτουργάνε !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified