Παράδειγμα: Ζμπούτσαμ = Στην πούτσα μου. Αδιαφορώ. Κιτι μι νιαζ΄ ιμένα πουτονει α; Ζμπούτσαμ!
Παράδειγμα: Ζμπούτσαμ = Στην πούτσα μου. Αδιαφορώ. Κιτι μι νιαζ΄ ιμένα πουτονει α; Ζμπούτσαμ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παράδειγμα: Αλάρωτος= Αυτός που δεν λαρώνει, που δεν ησυχάζει.
Το πδί αυτό ωρέ δε λαρώνει πθεινά .
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παστρικός, (ο) = Ο καθαρός.
Παστρικιά, (η) = Η γυναίκα ελευθερίων ηθών, η πόρνη. Οι γυναίκες αυτές αναγκαστικά πλενόντουσαν συχνότερα.
Παράδειγμα: Ολα μές το σπίτι του Μήτσου είναι παστρικά (καθαρά).
Παράδειγμα: Αυτή θα παρς Γιορ; Αυτή ωρέ είναι παστρικιά!
Άι ρε παρτσακλό πάενε παρέκια μη σε κάνω νταούλ στο σκόπ!
Got a better definition? Add it!
Published
Ματσιουμάν = Ο ψευτόμαγκας, το ψευτοαντράκι.
Παράδειγμα: Έλα δω ρε ματσιουμάν να σου δείξω εγώ πόσ' απίδια παίρνει ο σάκος άκσες ;
Αισιαπέρα σρίξου σκουντουφλιά νασι κατιβάσου τα μαγλα καταή.
Got a better definition? Add it!
Published
Παράδειγμα εδώ: Οταν δεν απαντάει κάποιος σε μία παρατήρηση, μούγκα στη στρούγκα. Μαρή εχς κανά χαμπερ' απου του Γιάν; Ιτς κρίτς. Τούπα ναμιπαρ' αλλά ίτς κτρίτς!
Got a better definition? Add it!
Published
Ζούφιος = Ο άδειος, ο κούφιος, ο χαλασμένος.
Παράδειγμα εδώ Μωρ'συ ουάντρας ίνι τζούφιος τουξερες;
Got a better definition? Add it!
Published
Αφενός, ρατσιστικός χαρακτηρισμός του αφρικανικού πέοντα ο οποίος θεωρείται (και μάλλον δικαίως) ιδιαίτερα ευμεγέθης.
- ΟΛΟ το καστ μαυροι γυμνασμενοι κ κουλ, παντου nigga δηλαδη, οι μονοι λευκοι ειναι οι γκομενες που ψαχνονται να φανε αραποπουτσα... (εδώ)
Αφεδύο, αραπόπουτσα αποκαλείται και η μελιτζάνα με λολαδερή διάθεση. Η έτσι χρήση τεκμηριώνεται τόσο στην Β. Ήπειρο...
- στους Δρύμαδες, χωρίο της Χιμάρας, και εκεί την ποδία την λένε μπροστομούνα! Και την μελιτζανα μαυρόπουτσα!
- αυτή είναι μια εκδοχή , τη λέγανε στα χωριά του βούρκου έτσι και αραπόπουτσα επίσης, αλλά στα Ριζά την έλεγαν μαύρη... (Φόρουμ Βορειοηπειρωτώνε)
...όσο και στην ορεινή Αρκαδία - βλ. Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 31.) του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά.
Got a better definition? Add it!
Εδώ βλέπω ότι η λέξη είναι ηπειρώτικη και σημαίνει μαλαπέρδα. Το θυμάμαι στην Λευκάδα να παίζει ως τζενέρικ προσβολή, χωρίς να θυμάμαι τη λέξη να χρησιμοποιείται με την έννοια του πέους.
Είναι άλλωστε παγιωμένη η σχέση της Λευκάδας, κυρίως της πόλης, με τη Ρούμελη και την Ήπειρο, περισσότερο απ' τ' άλλα νησιά του Ιονίου.
Άντε γαμήσου παραπέρα ρε πουτσοφλίγκαρε.
Got a better definition? Add it!
Βρωμοκοπάω άσχημα και ζέχνω σαν ζώο στην ηπειρωτική διάλεκτο.
Από 'ναν πόρδο ζωκοπάει το ύψωμα.
Got a better definition? Add it!
Ιδιωματισμός της Ηπείρου που περιγράφει τύπο φτυαριού στενότερου και παράλληλου ως προς τη λαβή, που χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη στενών τρυπών και αυλακιών. Συχνότερα απαντάται ως μπελ'.
- Τάσου, θα μου δώκεις του φτυάρ' ν' ανοίξου κανένα χαντάκ';
- Άμα θες χαντάκ' να σ' δώκω καλύτερα του μπελ'.
Got a better definition? Add it!