Αυτός που καπνίζει πολύ, το φουγάρο.
-Ανάβει το ένα μετά το άλλο. Μερικές φορές καπνίζει και δύο μαζί. Τούρκος σου λέω...!
Αυτός που καπνίζει πολύ, το φουγάρο.
-Ανάβει το ένα μετά το άλλο. Μερικές φορές καπνίζει και δύο μαζί. Τούρκος σου λέω...!
Got a better definition? Add it!
Ο τσιγκούνης, σπαγγοραμμένος.
- Κέρνα μια μπύρα κι εσύ μια φορά ρε εβραίε!
Got a better definition? Add it!
Η αρνητική απάντηση σε πρόταση εξόδου, φτιαξίματος, γάμου κ.ό.κ. Συνήθως τη ρίχνει η γυναίκα και την τρώει ο άνδρας.
Το ρίχνω χυλόπιτα σε άλλες γλώσσες: einen Korb geben (γερμανικά, «δίνω ένα καλάθι»), dar calabazas (ισπανικά, «δίνω κολοκύθες»)
Got a better definition? Add it!
Το πέσιμο, το γλίστρημα, η σαβούρδα. Την τρώμε και συνήθως προκαλούμε τον γέλωτα των γύρω...
Την είδα που με κοίταγε από τις εξέδρες και λέω μέσα μου «παιχταρά μου, τώρα πρέπει να κάνεις την κίνηση να την εντυπωσιάσεις». Και με το που πάω να σουτάρω το ανάποδο ψαλίδι, τρώω μια σούπα, όλη δική μου! Ε, κι άρχισε να γελάει με τις φίλες της και την έκανε...
Πτώσεις: μπίστος, σαβούρδα, σαβούρτα, σαβούρντα, σαβούρα, σάρα, σούπα, στρόφι.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται και σφιχτερμάνος, κατά το πολισμάνος. Ο σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, φουσκωτός. Ο πολύ γυμνασμένος και συνήθως με λίγο μυαλό. Δουλεύει πόρτα στο μαγαζί της γειτονιάς για να πληρώνει τις κρεατίνες του.
Της την πέφτω και μετά από λίγο σκάει ο γκόμενός της, ένας σφίχτερμαν, και την κάνω με ελαφρά...
Βλ. και μπρατσορακέτας, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.
Got a better definition? Add it!
Εκ του αγγλικού man (άνδρας). Χρησιμοποιείται ως φιλική προσφώνηση, όπως τα δικέ μου, παιχταρά μου, αρχηγέ μου κτλ. Η ευρεία χρήση του στη νεοελληνική δικαιολογείται από τη δημοτικότητα του μαύρου lifestyle, της «μαύρης» μουσικής (hip hop, rap) και του MTV.
Πού 'σαι ρε μαν;
Και δε μου λες ρε μαν...
Δες και -μαν.
Got a better definition? Add it!
Παίρνω πρέφα / χαμπάρι, είμαι ενημερωμένος σε κάποιο αντικείμενο, γνωρίζω. Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά για κάποιον που δεν πληρεί τα προαναφερθέντα.
- Καλά και θα πας μέχρι εκεί για να του αλλάξεις εσύ την ώρα στο PC του;
- Αφού δε σκαμπάζει μία από κομπιούτερς!
Got a better definition? Add it!
Ο πρεζάκιας, το πρεζόνι, ο ναρκομανής τέλος πάντων. Προκύπτει από την πρέζα, την ηρωίνη.
- Και του 'δωσες λεφτά;
- Ε, του 'δωσα. Δεν είδες πώς ήταν ο πρέζονας...;
Got a better definition? Add it!
Ο σκράπας, ο κακός μαθητής, ο ανεπίδεκτος μαθήσεως.
- Μήδεν στα θρησκευτικά ρε;! ΣΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ;! «ΣΛΑΠ!» Κουμπούρα!
Got a better definition? Add it!