Το αντικείμενο που μας τη σπάει γιατί δεν υπακούει όπως θα θέλαμε, χαλάει εύκολα, αποσυναρμολογείται χωρίς λόγο, δεν χωράει εκεί που θέλουμε να το βάλουμε, δεν εμφανίζεται όταν το ψάχνουμε, γενικά μας φέρνει αντίσταση.

  1. - Άντε, πάμε να φύγουμε...
    - Κάτσε ρε μαλάκα δυο λεπτά, δεν βρίσκω πού το έχω βάλει το γαμίδι...
    - Ποιο γαμίδι;
    - Το κλειδί του αυτοκινήτου ρε πούστη μου, το κέρατό μου μέσα...

  2. - Τι έπαθες;
    - Δεν δουλεύει το γαμίδι και τά 'χω πάρει άσχημα.
    - Εγώ σου είχα πει ότι είναι για πέταμα
    - ...

βλ. και κέρατο, άντερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο κομπλεξικό και περίεργο, με την έννοια της παραξενιάς και επιπλέον και χαμηλού I.Q. Επιπλέον άστατος χαρακτήρας που σε εκπλήσσει με τη συμπεριφορά του δυσάρεστα. Συνήθως είναι και μικρόσωμος. Μπορεί να προσδιορίζει άντρα ή σε γυναίκα ανεξαρτήτου ηλικίας.

- Τι ατομάκι περίεργο είναι αυτός, ρε! Άλλα του λέω και άλλα καταλαβαίνει. Κι όλο βλακείες κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

καυλοαφιονισμένος, -η, -ο: Αυτός ή αυτή που επιτίθεται σεξουαλικά εξαιτίας μακροχρόνιας στέρησης ή γενικότερης μανίας. Χαρακτηρίζει συνήθως νεαρά άτομα που εκδηλώνουν άμεσα και ξεδιάντροπα και πολλές φορές αδιακρίτως σεξουαλικό ενδιαφέρον από τα πρώτα λεπτά που αντικρύζουν κάποιον.

  1. Καλά τα κοριτσάκια σήμερα έχουν ξεφύγει τελείως. Σ'την πέφτουν με το "καλημέρα". Είναι τα περισσότερα καυλοαφιονισμένα!

  2. Ρε συ ο τύπος είναι ασυγκράτητος. Με έφερε σε δύσκολη θέση. Είχα καιρό να γνωρίσω κάποιον τόσο καυλοαφιονισμένο.

Got a better definition? Add it!

Published

Ιδιωματική φράση που λέγεται σε έναν συνομιλητή, αλλά αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο που είναι παρόν, όμως έχει εκστομίσει τέτοια μαλακία που δεν αξιώνει κατά πρόσωπο απάντησης.

Η ερμηνεία του απαιτεί τρία στάδια αντίστροφης αναγωγής: Σημαίνει ότι το τρίτο πρόσωπο δεν είναι καλά... άρα χρειάζεται εξετάσεις... άρα πρέπει να του πάρουμε αίμα.

- Σοβαρά ρε μαλάκες, νομίζω ότι το Metal έχει πεθάνει.
- Τι είπε αυτός ρε μαλάκα Μπάμπη; Άκουσα καλά ή μπήκε λακ στ' αυτιά μου; Πάρ' τον αίμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Τσάμπα, κούτρα.

Όπου μπέχο... τρέχω κι αντέχω!

Γιαννιώτικη διάλεκτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κεφάλι, γκλάβα.

  2. Τσάμπα, μπέχο.

  1. Ας το χωρέσει η κούτρα σου... δεν είναι για τα μούτρα σου (από παλιό λαϊκό τραγούδι).

  2. Όπου κούτρα... με τα μούτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοιτητική μπουάτ με ροκ κι έντεχνη μουσική.

Συνήθως ο κιθαρωδός (είτε ελπιδοφόρος εικοσάχρονος είτε αποτυχημένος τριάντα-και-κάτι), υποχρεούται απ' τους θαμώνες να παίξει το «Να μ' αγαπάς» του Παύλου Σιδηρόπουλου κατά ν φορές ανά βραδιά, όπου ν ο εκάστοτε μέσος όρος ηλικίας στο κοινό. Συνήθεις τιμές ν: 17≤ν≤23.

  1. (ροκ πρωτοετής και κιθαρωδός)
    - Φίλε θα παίξεις άλλη μια φορά το «Να μ' αγαπάς»;
    - (Μέσα απ' τα δόντια του) ...Να σας γαμήσω κωλόπαιδα... (Φωναχτά) Έγινε φιλαράκι!

  2. - Πάμε στο ναμαγαπάδικο ν' ακούσουμε τον Τέλη και την κιθάρα του;
    - Και να φάμε και κανένα πρωτοετάκι; Γαμώ... Βάζω τη μπαντάνα μου και φύγαμε.

Επιτέλους! Ο γουτσισμός υφίσταται βαρύ πλήγμα από τους Χατζηφραγκέτα! (από Khan, 14/10/10)(από Τσακ εις την μέσην, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρες και γυναίκες που συνδυάζουν τουλάστιχον δύο από τις παρακάτω ιδιότητες:

  1. Άνδρες και γυναίκες που συχνάζουν τα καλοκαιρινά τριήμερα σε νησιά και επαρχιακές πόλεις φορώντας λευκά ρούχα.

  2. Άνδρες και γυναίκες που θα πλήρωναν για να αρμέξουν κατσίκες θεωρώντάς το «επαφή με τη φύση».

  3. Άνδρες και γυναίκες που απαντούν στο τηλέφωνο με τη φράση Έλα μου.

- Ρε συ, το νησί γέμισε φαντάσματα με πέδιλο.
- Όχι ρε μαλάκα, Αθηναίοι είναι.

Βλ. και Αθηνέζος, -α

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικαιολογητικά και κόστος διακοπής στρατιωτικής θητείας. Χρησιμοποιείται όταν ένας κληρωτός διαμαρτύρεται (συνήθέστερα ενώ πάει το πρωί για φρουρά ή όταν κάποιος ΕΠΟΠ τον πρήζει) ότι η θητεία του είναι αφόρητη.

- Σειρά, δεν την παλεύω.
- Ασημάκι, αφού ξέρεις: τέσσερις φωτογραφίες και πενήντα ευρώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο που εισήγαγε σε διήγημά του στη Βαβέλ ο Κωστάκης Ανάν και σημαίνει Αριστερές Μούρες-Δεξιά-Πορτοφόλια.

Αναφέρεται σε φανταστική αριστερού προσανατολισμού φοιτητική παράταξη. Όπως φανερώνει η επεξήγηση των αρχικών, μέλη της είναι όσοι προέρχονται από εύπορες μεσοαστικές και άνω οικογένειες και ταυτόχρονα επιδεικνύουν αναρχοαριστερή συμπεριφορά, η οποία φυσικά εξανεμίζεται μόλις ο μπαμπάς τους τους δώσει θέση στην εταιρεία του.

Ο μέσος έλληνας φραγκάτος φοιτητής. Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας (για Β.Π. και Πανόραμα Θεσσαλονίκης).

(Πάντειο Πανεπιστήμιο, καφέ βιβλιοθήκης):
- Ρε φίλε, τι γκομενάκι είναι αυτό με το στιλάτο μπλουζάκι, το μελαγχολικό βλέμμα και το βιβλίο του Κέρουακ να εξέχει τυχαία από το ταγάρι της;
- Α, αυτή; Αυτή είναι η Φωτεινή, η κόρη του καρδιοχειρούργου του Πατέλη από τα Μελίσσια. Καταλαβαίνεις, Α.Μ.ΔΕ.Π.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified