Ο γρουσούζης.

Επίσης: γκαντέμω, γκαντέμικο.

Ο Μητσοτάκης λένε ότι είναι μεγάλος γκαντέμης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρουσουζεύω. Φέρνω γκαντεμιά, γρουσουζιά.

Με το που μπήκε μες το σπίτι μου με γκαντέμιασε. Όλη η μέρα πήγε στραβά.

Got a better definition? Add it!

Published

Κάθε μικρή μπάρα απο ραβδόγραμμα που πληροφορεί για στατιστικά όπως «ενέργεια χαρακτήρα», «χρόνος που απομένει για να τελειώσει η πίστα» κ.λπ. σε (βιντάζ) ηλεκτρονικό παιχνίδι.

- Πού κρύφτηκες ρε μαλάκα πίσω απ'το βαρέλι γαμώ το κέρατό σου! Έλα ρε που πλάκωσαν κι'οι χοντροί!
- Έχω μείνει με δυό πουτσίτσες ρε μαλάκα, μιά φάπα και χάνω ζωή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόψιμο πάνω σε σουτ (μπασκετική αργκό). Συνώνυμα: τάπα.

- Ρε μαλάκα, ποιον θυμήθηκα χθες;...
- Ποιον;
- Τον Τ σ α τ σ έ ν κ ο !...
- Πόοοο ρε πούστη, τον ρ ώ σ ο γ ί γ α ν τ α εννοείς!
- Που απλά στεκόταν ακίνητος, σήκωνε το χέρι, και τους έκανε όλους φυστικοβούτυρο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επαρχιώτης νεαρός, που προσπαθεί ν' ακολουθήσει την τελευταία λέξη της μόδας σε μουσική και ντύσιμο χωρίς παράλληλα ν' απωλέσει τη γοητεία του πρωτόγονου που τον διακρίνει απ' τους φλώρους της πόλης. Το αποτέλεσμα όμως, ακροβατεί συχνά στα όρια του κιτς και του νεοπλουτίστικου.

Εξέλιξη:

Προ δύο δεκαετιών, που η μέση ελληνική επαρχιακή οικογένεια δε μπορούσε να συντηρήσει 2 αυτοκίνητα (έστω και κορεάτικα) πλέον του αγροτικού (ή «αγρότη»), το τελευταίο ήταν και το όχημα που συνόδευε τον αγροτινέιτζερ στις εξόδους του. Την περίοδο δε των ποτισμάτων, έφευγε συχνά απ' το κλαμπ στη μέση της νύχτας για την καθιερωμένη «αλλαγή» (όχι του ΠΑΣΟΚ αλλά των σωλήνων). Σήμερα ενδέχεται να έχει εκλείψει το φαινόμενο αυτό, με τις εξελίξεις στην τεχνολογία αλλά και τη γενικότερη κρίση στην ελληνική γεωργική οικονομία.

- Για πού είμαστε απόψε; Κλαμπ «Γιδοκίνηση» για πριόνια ή στου «Τσέλιγκα» για ψητό και μπίρα;
- Κοψίδια ρε μαλάκα, η «Γιδοκίνηση» θα 'ναι ζίγκα στον αγροτινέιτζερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άγαρμπα εξελληνισμένη εκδοχή του ονόματος ενός παλιού δημοφιλούς ηλεκτρονικού παιχνιδιού (arcade) πλατφόρμας, του «Bubble Bobble» (εκείνο με τις φούσκες, τις τσίχλες, τη διαμαντόπιστα και τη φάλαινα).

Εμφάνιση:
Ο όρος έκανε την εμφάνισή του τη δεκαετία του '80, τη χρυσή δεκαετία των ηλεκτρονικάδικων, όταν και το Lower στα εγγλέζικα ισοδυναμούσε με διδακτορικό.

- Μαλάκα, πάω να φέρω πιτόγυρα στο Βαγγέλη που παίζει μπούμπλε στου Τζάννη. Το 'χει τερματίσει 3 φορές και συνεχίζει.
- Όχι ρε πούστη μου. Πάω να φωνάξω τη μάνα του. Κάποιος θα πρέπει να τον ταΐζει για να μη σταματήσει...

Σχετικό: Λούσας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Κωλοτρυπίδα, σούφρα, ροδέλα, σφιγκτήρας.

β. Η σφιχτή συγκεκριμένα κωλοτρυπίδα που ανοίγει δύσκολα.

Προέλευση:

Αναφέρεται στην ομοιότητα της πρωκτικής οπής με την αστεροειδή (συνήθως) ροδέλα τύπου γκρόβερ που δεν αφήνει τη βίδα να ξεσφίξει.

- Σώπα ρε μπήχτη, βρήκες κιόλας πίσω πόρτα;
- Μαλάκα μου, η γκόμενα είχε ένα γκρόβερ άλλο πράμα. Μου τον έπιασε απ' το λαιμό και κόντεψε να μου τον πνίξει.

(από leouras, 15/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο εμπνευσμένο από την επικαιρότητα (βλ. Χρήστος Ζαχόπουλος, 2008). Έτσι αποκαλείται ο κατά βάση ασχημάντρας που χρησιμοποιεί την όποια εξουσία έχει για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις. Συνήθως το ερωτικό κάλεσμα απευθύνεται σε υφιστάμενες υπαλλήλους του.

Μπορεί επίσης έτσι να αποκαλείται και ο ιδιαίτερα ευτραφής ερωτύλος που του αρέσουν οι πίπες αλλά και ο αποτυχημένος αυτόχειρ.

  1. - Ρε τον Ζαχόπουλο, πώς έβγαλε και πιτσιρίκα με τέτοιο χάλι; - Τι να πεις; Μεγάλο αφροδισιακό η εξουσία.

  2. - Καλά, ο κουτός, πήγε να αυτοκτονήσει κι ήταν ληγμένα τα χάπια; Ζαχόπουλος είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ογκώδες οικογενειακό αμάξι παλαιού τύπου, όπως πχ. η Κορτίνα (αλλά και γενικά το μεγάλο και φαρδύ οικογενειακό αμάξι). Συνήθως πρόκειται περί απεριποίητου αυτοκινήτου, χιλιοτρακαρισμένου, ξεχαρβαλωμένου και σκονισμένου μέσα κι έξω. Μέσα μυρίζει κακής ποιότητας δερματίνη σε συνδυασμό με κακής ποιότητας βενζίνη και μπαγιάτικη τσιγαρίλα που ξινίζει. Είναι ακατάστατο, γεμάτο στυλό Μπικ, σπιράλ μπλοκάκια, κασέτες, κλπ. Πιθανόν δε να έχει και πλεκτό μαξιλαράκι στο πίσω κάθισμα. Κατά κανόνα τα φλας του δεν λειτουργούν ή αναβοσβήνουν πάρα πολύ γρήγορα.
    Το αυτοκίνητο αυτό είτε είναι must ή ανήκει σε κάποιον ξεχασμένο από τον χρόνο αριστερό, ή, τέλος, σε κάποιον παππούλη.

  2. Η φαρδυκάπουλη γυναίκα, η κωλαρού.

  1. Είπα να κόψω από τα στενά για να φτάσω πιο γρήγορα κι έπεσα σ' έναν γέρο με μια μαούνα που δεν μπορούσε να στρίψει, δεν χωρούσε να περάσει, πήγαινε αργά, τα φρένα δεν ανάβανε, γάμησέ τα, έφτασα είκοσι λεπτά καθυστερημένος...

  2. Τι μπάζο, χριστέ μου, τι μαούνα! Και τη βρίσκει να την πηδάει, το πιστεύεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο σε μέγεθος και άχαρο αντικείμενο.

- Τι του πήρες για δώρο αυτή τη γκουμούτσα ρε παιδί μου;
- Εμένα μου φάνηκε χαριτωμένο.
- ...

Δες και κουμούτσα.

Σε άλλες γλώσσες: Oschi (γερμανικά), mamotreto (ισπανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified