Ο χοντρός άνθρωπος.

Ο αχόρταγος μου έρωτας σ' εσένα βρίσκει λεία Ακούγοντας κιθαρισμούς του Πάχο ντε Κοιλία Φτάνει 200 bpm της καρδιάς ο χτύπος Κι ας λένε οι άλλοι γύρω πως χορεύω με το λίπος Ο αχόρταγος μου έρωτας σ' εσένα βρίσκει λεία Ακούγοντας κιθαρισμούς του Πάχο ντε Κοιλία Φτάνει 200 bpm της καρδιάς ο χτύπος Κι ας λένε οι άλλοι γύρω πως χορεύω με το λίπος.

(Ημισκούμπρια, Χορεύοντας με το λίπος, ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η Δευτέρα μετά από Σαββατοκύριακο (το οποίο μπορεί να ακολουθεί και άλλη, μεγαλύτερη αργία). Το λένε έτσι γιατί παλιά οι τσαγκάρηδες δεν δούλευαν τις Δευτέρες. Σήμερα χρησιμοποιείται ως αστείο προς κάποιο άτομο που είτε αργεί είτε δεν ξεκινάει καν να δουλέψει τη Δευτέρα, υπονοώντας πως είναι τεμπέλης και υπεκφεύγει τη δουλειά.

-Τι έγινε ρε Κώστα, ακόμα να πιάσεις δουλειά; Τσαγκαροδευτέρα σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published

Σε παλαιότερη δημοσιογραφική slang, το πολιτικό σύστημα που εφάρμοζε ο (πατέρας) Μητσοτάκης εμπνευσμένος από πολιτικές της Μάργκαρετ Θάτσερ.

Σε επίπεδο ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης φάνηκε ιδιαίτερα σκληροπυρηνικός (νεοφιλελεύθερος), γι’ αυτό και του καταλογίστηκε ο λεγόμενος «μητσοθατσερισμός».εμφανιζόμενο κείμενο συνδέσμου

Got a better definition? Add it!

Published

Ο συνδυασμός του να μένεις στο αστικό κέντρο, αλλά να κάνεις και διακοπές, ίσως και με λίγες ολιγόχρονες αποδράσεις, λόγω είτε των μέτρων για την πανδημία του κορονοϊού, είτε φτωχοποίησης. Εκ του αγγλικού staycation < stay = μένω + vacation = διακοπές.

  1. Οι είκοσι καλύτερες παραλίες της Αθήνας για στεϊκέσιο.
  2. Φτύνουν τον φτωχοποιημένο πολίτη στα μούτρα, όταν του λένε ότι κάνει και καλά κουλ στεϊκέσιο, ενώ δεν του έχουν αφήσει λεφτά να ξεμυτίσει από το σπίτι του.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ χοντρός άνθρωπος.

Ημαρτον με το κήτος που δεν σέβεται τον εαυτό της και την βλακεία αποδοχής κάθε στραβού ανάποδου. Όσο και να μας τα πρήζετε το άσχημο θα το λέμε. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χοντρός με μεγάλη κοιλιά.

Ήταν ένας γάτος μαύρος πονηρός κάθε που εβράδιαζε ντύνονταν γαμπρός τα μαλλιά του έκανε λίγο κατσαρά κι ένα κόκκινο παπιόν φορούσε στην ουρά

Σε κάθε σπίτι πήγαινε όπου έβλεπε καπνό ζητούσε τα κορίτσια δήθεν για σκοπό κι αυτές άλλο δε θέλανε φορούσαν νυφικά κάλιο μ’ένα γάτο παρά με κοιλαρά. (Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Ο Μαύρος Γάτος, 1984).

Got a better definition? Add it!

Published

Εν μέρει αντιδάνειο από το αγγλικό broligarch. Είναι ο ολιγάρχης που στηρίζει πατριαρχικό σεξιστή πολιτικό, επειδή είναι bro (< brother = αδελφός) στο πλαίσιο συντηρητικής πατριαρχίας. Σύγκρινε με μπροσιαλιστής (=σεξιστής σοσιαλιστής παλαιάς κοπής) και τεκ μπρο (σεξιστής που ασχολείται με τεχνολογία.

Δέκα σημαντικοί μπρολιγάρχες στηρίζουν Τραμπ.

Got a better definition? Add it!

Published

Μονοπάρι, το (ουσ.) Το μονοπάτι το οποίο επιλέγεις να ακολουθήσεις παρόλο που οι φίλοι σου σε προειδοποίησαν ότι με τη συγκεκριμένη επιλογή το βέβαιο επακόλουθο θα είναι να λάβεις ένα περίτρανο παπάρι.

- Και του λέω του ξεροκέφαλου του Φερδινάνδου να το προσπεράσει το ρημάδι το Μακτάν χωρίς να σταματήσει... αλλά εκεί αυτός, το μονοπάρι του.

Got a better definition? Add it!

Published

Μυθικής γεύσης τοπικό έδεσμα των Κυκλάδων και ειδικότερα της Νάξου. Παράγεται σε τοπικούς φούρνους. Σύμφωνα με το μύθο, οι πατάτες που βαριόσαντο να πανε και να πουληθουν στα παζαρια της ηπειρωτικής Ελλάδας αιχμαλωτιζονται κάθε καινούργιο φεγγάρι και παραδίδονται σε ειδικούς φούρνους που τις κάνουν πίτες για ανυποψίαστους τουρίστες και ξεναγους.

Η γεύση της πατατοπιτας, παρά το μεγάλο ντόρο γύρω από το έδεσμα παραμένει έτσι κι έτσι.

κολύμπησε 15 ώρες για να φτάσει στο νησί και τσάκισε 4 βαρεμένες πατατοπιτες από τη λιγουλάκι του.

Η Ιωάννα γύρισε όλο το νησί από φούρνο σε φούρνο και τελικά βρήκε βαρεμένη πατατόπιτα, τελικα η κούρου ήταν καλύτερη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μουνόδουλος που λαχταρά πολύ το γυναικείο αιδοίο.

Λίγο με το μαλακό, δεν πρέπει να δείχνεις πολύ λαχταρομούνης.

Got a better definition? Add it!

Published