Μέσο, βύσμα για κατάληψη θέσης, ύστερα από τηλεφωνική συνομιλία.

Μην έχεις ελπίδα, έχει πέσει σύρμα για τη συγκεκριμένη θέση.

Got a better definition? Add it!

Published

Σε συνέχεια του ετέρου ορισμού, λέγεται για κατάληψη θέσης με μέσο, βύσμα.

Έχει πιάσει στασίδι ο γαμπρός του υπουργού, οπότε δεν υπάρχει ελπίδα να ανοίξει η θέση.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο αλεξιπτωτιστής, αυτός που καταλαμβάνει θέση με μέσο, βύσμα.

Δεν τον ανταγωνίζομαι, παρόλο που είμαστε συνυποψήφιοι, γιατί είμαι σίγουρος ότι στο τέλος κάποιος ουρανοκατέβατος θα πάρει τη θέση.

Got a better definition? Add it!

Published

Εισχωρώ σε θέση αντικανονικά, χάρη σε μέσο, βύσμα. Στην καθιέρωση της έκφρασης έχει συμβάλει ο κωμικός Κώστας Βουτσάς με την ατάκα "έτσι και τρουπώσω, τρούπωσα" στην ταινία Ένα Έξυπνο Έξυπνο Μούτρο του 1965.

  1. Όποιος τρουπώσει, τρούπωσε. (Εδώ).
  1. Ως μέτοχος της ΕΕΤΑΑ «τρούπωσε» στο ΔΣ ο «Φραπές». (Εδώ).

    1. Με τον Κυριάκο, κανείς δεν χάνεται – «Τρούπωσε» στο Μαξίμου και ο Κοντοζαμάνης". (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Εξαντλούμαι στη δουλειά, μου φεύγει ο πάτος.

Ούτε και φέτος διακοπές και από Σεπτέμβριο θα ξεπατωθούμε στη δουλειά!

Got a better definition? Add it!

Published

Φτάνω στο αμήν σημαίνει φτάνω σε οριακό σημείο, έχω εξαντληθεί.

Όταν η κατάσταση φτάσει στο αμήν, ο Γιωργάκης και η μακάβρια ακολουθία του θα επιδοθούν στους πάσης φύσεως εκβιασμούς. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η δύναμη, η αντοχή < τουρκικό takat < αραβικό طاقة (taqat = δύναμη).

Δεν έχω τακάτι, τα έχω φτύσει. (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published

Η σωματική και ψυχική δύναμη, η αντοχή (< ανακαρώνω + -α (αναδρομικός σχηματισμός) < ανα- + καρώνω < αρχαίο ελληνικό καρόω < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα **ḱrhesn*.

Αληθινά, στο δεξί φρύδι του δρόμου ήταν ένα παλιάλογο και κοντά ένας ξερακιανός χωριάτης κρα­τούσε το χαλινάρι του. Μα το ζώο είχε τέτοιο χάλι, που μολογούσε ότι κι ελεύθερο αν μείνει, ανάκαρα δεν έχει να κινηθεί. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η Σμυρνιά).

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει εξουθένωση. Βλ. Τα Κανδυλιώτικα.

Έχω σπουρίξει από το κρύο.

Got a better definition? Add it!

Published

'Ετσι χαρακτηρίζονται οι ρομαντικοί που παίζουν για τη φανέλα, χωρίς κρυφή ατζέντα, οικονομικά και πρoσωπικά οφέλη. Δεν λέγεται στον ενικό, πχ “ο Μήτσος είναι φανελάκης ρε, στηρίζει τη φάση χρόνια τώρα”. Aλλά θα πούμε, "Είναι από τους φανελάκιδες ο Μητσάρας ρε". Δεν είναι το ίδιο με το "την ιδρώνει τη φανέλα" που μπορεί να είναι δείγμα καλού επαγγελματία ή υπονοούμενο για ομοφυλόφιλες καταστάσεις (πουστοαστείο).

Ο Μητσάρας στηρίζει τη φάση χρόνια τώρα ρε, έχει βοηθήσει πολύ κόσμο, είναι από τους φανελάκιδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified