Εννοούμε το είδος εκείνου του μεθανιούχου αερίου το οποίο λόγω εντάσεως και ορμής έχει τη δυνατότητα να σκίσει το εσώρουχο του αεριζόμενου ατόμου.

- Γιαννάκη μου αύριο θα σου κάνω μαυρομάτικα φασόλια. Κανόνισε να μη φορέσεις το καλό σου το Calvin Klein. Θυμάσαι τι έγινε την Τρίτη που είχα ρεβύθια! Να το φυλάξεις για όταν θα πας να κοινωνήσεις!
- Ευτυχώς που μου το 'πες μάνα! Να μου φύγει καμιά σωβρακοξεσκίστρα και να το κλαίμε μετά... Αν και λέω να το βάλω πρώτα στο ραντεβού με την Τασία να κάνω εντύπωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρυφερός εραστής, ο συναισθηματικός αγαπησιάρης τύπος που είναι γατούλης στο κρεββάτι.

— Και τι έλεγε το γκομενάκι;
— Άσε φιλενάδα, πολύ γατουλογαμούλης ο τύπος και δεν ξέρω πώς να τον στείλω!

(από Khan, 12/02/14)(από Khan, 16/02/14)

Η λέξη προέρχεται από τα καλιαρντά (βλ. το σχετικό βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γνωστό άθλημα μπάσκετ, κρύβει τη λέξη μπάφος και ορίζει την κατάσταση που δύο ή περισσότερα άτομα συγκεντρώνονται για να πιουν μπάφους.

-Τι λέει μαλάκες; Πάμε να παίξουμε κάνα μπάφκετ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος κλανιάς, γνωστής και ως μουλωχτή. Συνήθως βρωμάει απίστευτα και προκαλεί δόνηση στο κάθισμα του ιδιοκτήτη της. Κανείς δεν ξέρει ποιός την αμόλυσε, σε αντίθεση με την δυνατή κλανιά που σε κάνει ρεζίλι αλλά δεν βρωμάει, οπότε τζάμπα σε κράζουν.

Η Μαρία έχοντας γύρω της 5 άνδρες άφησε με την ησυχία της μια υπόκωφη η δονούσα, έχοντας σίγουρο ότι ο ένας θα κατηγορήσει τον άλλον για την μπόχα. Είχε φάει το μεσημέρι μπρόκολο με φασόλια χάντρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουκάμισο συνήθως χαβανέζικο, αμφιβόλου αισθητικής το οποίο συνηθίζει να φοράει ο συμπαθής ηθοποιός με τα νεύρα τσατάλια. Το λέμε για να τονίσουμε την κακογουστιά.
Το πουκάμισο «Γιώργος Κωνσταντίνου» φοριέται μονάχα άμα πας διακοπές στην Καραϊβική, Μπαχάμες, Χαουάη κ.λπ.
Οπουδήποτε αλλού σε κοροϊδεύουν πίσω από την πλάτη σου.

- Ρε Ερρίκος να το πάρω;
- Καλά είσαι μαλάκας ρε Φώντα; Πουκάμισο «Γιώργος Κωνσταντίνου» θα πάρεις;;; Δεν βλέπεις ότι φούξια ανανάδες με κίτρινες φοινικιές σε ροζ φόντο δεν παλεύεται με τίποτα; Απαπαπα. Καλύτερα να κυκλοφορείς γυμνός.

Το φόρεσε και ο Αdrianno Celentano (από allivegp, 12/08/11)Το φόρεσε και ο Αdrianno Celentano (από allivegp, 12/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το ψωλή και μπετονιέρα, αναφέρεται σε ακόλαστη γκόμενα με χαμηλές ηθικές αντιστάσεις που έχει τόση αδυναμία στις ψωλές, όση και η μπετονιέρα στο τσιμέντο.

- Αλήθεια σου λέω Τάκη μου! Είσαι ο πρώτος μου...
- Σε ποιον τα πουλάς αυτά μωρή ψωλομπετονιέρα; Που για να μετρήσεις τους πούτσους που 'χεις φάει πρέπει να προσλάβεις λογιστή (ορκωτό)...

Got a better definition? Add it!

Published

Πούστης, ντιγκιντάγκας, κίναιδος, καταπυγών.

- Τα 'μαθες ρε; Πιάσανε λέει τον Χατζηγιάννη στο κρεβάτι με τον Αλέκο Αλαβάνο!
- Χα χα! Φούστα, μπλούζα κι ελαφριά πούδρα ο Μιχαλάκης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ο οποίος 2/100 του δευτερολέπτου μετά που θα ανάψει πράσινο φανάρι, αρχίζει τις κόρνες για να φύγεις. Συνήθως είναι άτομο που περνάει με κόκκινα συνέχεια και κάνει κάθε είδους καγκουριές.

Ο Θεοφύλακτος περίμενε ήρεμα στο φανάρι, μέχρι που άρχισε τα δικά του ο κορναλάκας από πίσω και του χάλασε τη γαλήνη που είχε μέσα του. Κατέβηκε και τον έβαλε να φάει το κουμπί της κόρνας, καθότι ήταν και πρώην καθηγητής ζίου ζίτσου.

(από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τραγουδιστής του ΟΤΕ... για κάποιο λόγο.

- Με έχουν στην αναμονή οι βλάβες και έχω βαρεθεί να ακούω αυτές τις βλακείες του Χατζηγιάννη ότι είναι εκεί η γκόμενα και εκείνος απαντάει το τηλέφωνο. Νισάφι πια...

(από Khan, 11/03/15)(από Khan, 11/03/15)

Βλ. και Οτεγιάννης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανατριχίλα που σου έρχεται με το που μυρίσεις μέσα στο τρένο Πακιστανό/Κούρδο/Μουσουλμάνο γενικά που πλύθηκε τελευταία φορά στο περσινό ραμαζάνι, πότη που τα τσούζει από το πρωί ή κυριούλη/κυριούλα που έχει τσακωθεί με το σαπούνι ή πιστεύει ότι σαπούνι είναι περιοχή στην Αφρική. Η τρενιχίλα είναι πολύ έντονη τις πρωινές και μεσημβρινές ώρες του καλοκαιριού... Υπομονή θα κατέβετε.

- Μπήκα που λές στη Βικτώρια και μου ήρθε μια τρενιχίλα άνευ προηγουμένου. Ήταν μέσα 2 διμοιρίες Κούρδοι εργάτες και ένας μπεκρούλιακας. Έφριξα μέχρι να κατέβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified