Γενικά ο καραγκιοζαίος, ο λεβιές, ρόμπα ξεκούμπωτη, τύπος που καταφέρνει πάντα να ξεφτιλίζεται δημοσίως. Κανένα επίπεδο ή αξιοπρέπεια. Αγνώστου προελεύσεως η λέξη. Ίσως από τους λουστράκους, υποθέτω...

- Γιωργάκη έρχεσαι; Πάμε κάνα Ψυρρή για τσεκερά!
- Οκέικ μαν. Αρκεί να μην είναι κι αυτός ο Ευγένιος. Όλο ρόμπα μας κάνει! Μεγάλη λουστραρία αδερφέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συμπαγής, ευθύβολος εμετός, απόρροια εκτεταμένης κατανάλωσης αλκοόλ.

-Και αφού πιώ το δέκατο υποβρύχιο βγαίνω λίγο να πάρω αέρα, και με το που βγαίνω φεύγει στα καπάκια ρουκέτα στο πεζοδρόμιο... Ε, έτσι ίσιωσα και άρχισα τις τεκίλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται επίσης για να υποδηλώσει κατάσταση πλήρους αδράνειας, όμοια με αυτή στην οποία βρίσκεται κάποιος υπό την επήρεια ηρωίνης.

Παράγωγο ρήμα: ζαμπονιάζω.

-Πω ρε φίλε από τις 5 το απόγευμα το μόνο που κάνω είναι να κάθομαι στον καναπέ και να βλέπω τηλεόραση, έχω γίνει ζαμπόν (/ έχω ζαμπονιάσει)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ ωραίο, το super, το ολοκληρωμένο (από το κομπλέ - complet).

-Κάτσαμε στην παραλία όλη μέρα και περάσαμε κόμπλα!

Got a better definition? Add it!

Published

Η μπύρα που αγοράζεις στο περίπτερο όταν δεν έχεις λεφτά, ή βαριέσαι να πας στο bar.

- Τέλος του μήνα και δεν είχαμε μία. Χτυπήσαμε κάτι περιπτερόμπυρα στην πλατεία και περάσαμε κόμπλα.

(από Khan, 19/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ή τσουλί)

Η γκόμενα που το δίνει εύκολα στον έναν και τον άλλο. Συνώνυμο του πουτάνα (πιο εύηχο ίσως!).

Προέρχεται από το ισπανικό chulo -a που σημαίνει όμορφος /-η. Στα λιμάνια οι πουτάνες είναι chulas και οι Έλληνες ναυτικοί το έφεραν ως συνώνυμο της πουτανιάς. Παρόμοιας χρήσης σε συγκριτικό βαθμό: τσουλάκι (λίγο τσούλα ή τσούλα νεαρής ηλικίας) και τσουλάρα (δεν τη σώζει τίποτα).

Καλό το Μαράκι, αλλά μεγάλο τσουλάκι ρε παιδί μου.

(από nick, 25/03/09)Την όπερα Λα φανΤΣΟΥΛΑ ντελ Ουεστ έγραψε ο Τζιάκομο ΠΟΥΤΣΙνι. Τυχαίο; Δε νομίζω... (από poniroskylo, 04/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο dealer.

-Και να σου πω, παίζει να χει τίποτα καλό ο μαν σου αυτή την περίοδο;

(από poniroskylo, 23/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ζυγαριά. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως αναφερόμενος στη ζυγαριά της οποίας ο ρόλος είναι το ζύγισμα συνήθως μπάφου αλλά και λοιπών ναρκωτικών ουσιών.

Θα φέρω τζινξ γιατί όταν ο μαν το κόβει με το μάτι πάντα παίζει ψείρισμα...

Jinx, η Halle ως Bond Girl (από Vrastaman, 04/08/09)(από jesus, 20/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παραισθησιογόνο μανιτάρι.

Η ετυμολογία προέρχεται από το αγγλικό mushroom -> shroοm -> σρούμι.

-Μου θυμίζει το σκηνικό Νταμ που 'χαμε φάει σρούμια με τον ψηλό και δεν υπήρχαμε για κάνα πεντάωρο...

Got a better definition? Add it!

Published

Το Άμστερνταμ εν συντομία. Χρησιμοποιείται από άτομα που έχουν επισκεφθεί αρκετές φορές την εν λόγω πόλη και κατ' επέκταση νιώθουν μια κάποια οικειότητα προς αυτή.

-Πω ρε φίλε τέτοια σοκολάτα είχα να πιω από τα περασμένα Χριστούγεννα στο Νταμ!

Got a better definition? Add it!

Published