Μεγάλη πράσινη σαύρα. Η γυναίκα που μιμείται την κίνηση της σαύρας, κωλοκουνίστρα. Σε επέκταση γυναίκα παιχνιδιάρα, τσαχπινογαργαλιάρα.
Είν' αυτή μια τσαπερδόνα! Σε 10 λεπτά, με το νάζι της, θα τον έχει ψήσει, σου λέω!
Μεγάλη πράσινη σαύρα. Η γυναίκα που μιμείται την κίνηση της σαύρας, κωλοκουνίστρα. Σε επέκταση γυναίκα παιχνιδιάρα, τσαχπινογαργαλιάρα.
Είν' αυτή μια τσαπερδόνα! Σε 10 λεπτά, με το νάζι της, θα τον έχει ψήσει, σου λέω!
Σχετικά: τσαχπινιάρης, τσαχπινογαργαλόπουστα, τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα, τσαχπινομπιρμπιλογαργαλιάρης
Got a better definition? Add it!
Το πολύ δυνατό κλιματιστικό, αυτό που δημιουργεί πολικό κλίμα. Προέρχεται απο την αρκούδα και το air-condition, σε σύμπτυξη.
- Είχε βάλει στο αμάξι το αρκουδίσιον στο φουλ, ο μπαγλαμάς, και το δαγκώσαμε μέχρι να φτάσουμε.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τις λέξεις: πουλάω + μούρη. Αυτός που έχει υφάκι, στιλ και γυαλί ρέιμπαν.
Πολύ στιλ ο τυπάς, πουλμούρ. Δεν τα χάφτω εγώ όμως. Έτσι και βγάλει το γυαλί και βγει απ' το γκάμπριο δε θα μετράει μία!
Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το εκμοντερνισμένο «χρυσό μου». Συνήθως το χρησιμοποιούν οι φιλενάδες μεταξύ τους. Ο τόσο γλυκός τρόπος που παραπέμπει σε βρεφική ηλικία (βλ. ζουζούνισμα) -μπιάχ!!
Έλα βρε ζουζού μου, πού χάθηκες;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
...ή αλλιώς τα βορειοελλαδίτικα. Ο τρόπος ομιλίας των Μακεδόνων. Εμπεριέχονται: τα με, σε, το βαρύ λάμδα, γενικά η βαριοσύνη λόγω του κλίματος που σε αναγκάζει να 'σαι με την φραπεδιά ολημερίς. Εξού και φραπεδούπολη, προσωνύμιο της πόλης.
Δες και σε λέω, με λες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αν την δεις θα καταλάβεις τι εννοώ. Η κοντή γεματούλα, χωρίς το γνώθι σεαυτόν, που μου φοράει το μίνι, καλτσόν δίχτυ και μπότα μαύρη.
Κοίτα, κοίτα τον μπόγο, την χιονόμπαλα, λύγισμα και κούνημα και αυτοπεποίθηση το κοντοπούτανο! Με τρελή πίπα θα τον κρατάει τον άλλον τον χάφτα δίπλα της.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έχω γίνει λιώμα απ' το ποτό, δε βλέπω μπροστά μου. Κυρίως για τα ναβαρινοαλάνια χρησιμοποιείται.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που μετράει, συνήθως άσχημα, που κωλολέει, που δεν παίρνει χαμπάρι μία.
Χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την αρτιότητα, την αξία, το μέγεθος της εγγύησης που αποτελεί κάποιος ή κάτι.
Ψηλλλέ τσίμπησα μια οθόνη, πολλλή ζόρικη σε λλλέω. Τρακόσα εκατομμύρια χρώματα, 85 ίντσες και δε συμμαζεύεται...
Άσε τον Τάκη πάνω μου. Είναι ζόρικος ο Τάκης, θα του εξηγήσω και θα καταλάβει...
Got a better definition? Add it!
Η προσβολή, συνήθως μπροστά σε άτομα που δε θα έπρεπε να είχε γίνει, αποτελώντας μέγιστη προσβολή και δημόσια ξεφτίλα.
Του χουφτώνουν τη γυναίκα μπροστά του, τον αποκαλούν βλακάκο μπροστά του, κατουράνε το αμάξι του μπροστά του, κολλάνε τις μύξες τους στα ρούχα του μπροστά του και δεν κάνει τίποτα! Τη μία προσβόλα μετά την άλλη τρώει ο ξεφτίλας...
Δες και -α.
Got a better definition? Add it!
Το στραβάδι, ο γκαβός, ο τυφλοτσόγκας αυτός που δε βλέπει την τύφλα του.
Προκύπτει απ' τον γνωστό ποιητή Νίκο Καββαδία:
γκαβός + Καββαδίας = γκαβαδίας
-Θα μας σκοτώσεις ρε γκαβαδία; Το κόκκινο δεν το βλέπεις;!
Got a better definition? Add it!