Η περίεργη αίσθηση του ότι γαμάς κάποια άγνωστη που δεν είναι εκεί μαζί σου.

- Πως είναι η ερωτική σου ζωή;
- Να πάρει ο διάολος! Τώρα τελευταία μπερδεύτηκε… νομίζω πως deja-γαμώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύνθετη: πούτσος + ραχάτι (αδράνεια).

Η συνήθης κατάσταση ενός πούτσου, εκτός των τριών περιπτώσεων του όταν γαμάει, μαλακίζεται ή κατουράει ο κάτοχός του.

Μεταφορικά η ολική κατάσταση αδράνειας του εν λόγω κατόχου.

- Με τι ασχολείσαι τελευταία;
- Με τίποτα… Πουτσοραχάτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλική πράξη στην οποία ο πούτσος χώνεται σε μία από τις μασχάλες της ερωμένης και συνεχίζει εκεί μέχρι τελικού οργασμού.

Συνήθως εκτελείται εφόσον όλες οι άλλες τρύπες έχουν ικανοποιηθεί και από εξελικτικής απόψεως βρίσκεται σε μία φάση πριν προσπαθήσουμε να τον χώσουμε σε κάποιο ρουθούνι.

Ο όρος «ρουθουνόπιπα» είναι ακόμα σε πειραματικό στάδιο καθώς τα πρακτικά πειράματα έχουν δώσει αμφίβολα αποτελέσματα μέχρι στιγμής.

Μωρό μου, ξεσκιστήκαμε, νισάφι, πάρε μου μια μασχαλόπιπα να τελειώνουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυχερός εραστής μίας όμορφης γυναίκας.

Τον ζηλεύω τον Κώστα, είναι πολύ ομορφομούνης ο μπαγάσας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οστρογρόθος: (γρόθος του νότου) κάτοικος νοτίων περιοχών μιας των τριών Ευρωπαϊκών χερσονήσων, Ιβηρικής, Ιταλικής και Βαλκανικής, αν τυχαίνει να είναι πολύ μαλάκας.

Πως τα πας εκεί κάτω;
Γάμησέ τα, το μέρος είναι όμορφο αλλά είναι γεμάτο οστρογρόθους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ορθάνοιχτο, ξεχειλωμένο μουνί, μέσα από το οποίο βλέπεις έως τις παρυφές του γαλαξία μας. Έχει έννοια παραπλήσια με της πηγαδομούνας.

- Ρε συ Μάνο, κουνιόμουνα μέσα-έξω στο μουνί της Λίτσας αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα.
- Φαρδύ μπουρί ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα υποειδικοτήτων της Γυναικολογίας ασχολούμενη αποκλειστικά με το μουνί (όχι σάλπιγγες, ωοθήκες και εξαρτήματα). Στους γιατρούς αυτούς καταφεύγουν κυρίες ή/και δεσποινίδες με φαγούρα στο μουνί τους αγνώστου αιτιολογίας. Οι υποειδικότητες αυτές είναι: ''μουνίατρος - ψωλοχώστης'', ''μουνίατρος - χυσοβύζης'' και ''μουνίατρος - μουνογλείφτης''.

- Αχ έχω πάει γι' αυτή τη φαγούρα σε όλους τους γυναικολόγους βρε Σούλα μου και δεν βρίσκω γιατρειά!
- Σε μουνίατρο πήγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που ηδονίζεται όταν γλείφει γυναικείες πατούσες και δάχτυλα. Συνήθως προηγείται επιμελές βάψιμο των τελευταίων από τον ίδιο. Χρησιμοποιεί ειδικά οικολογικά βερνίκια με γεύσεις φρούτων. Υπάρχουν γυναίκες που τρελαίνονται όταν πέσουν σε πατουσολάγνο - άλλες κάνουν εμετό στη θέα του.

- Αχ Μαίρη μου ο Μάριος με έγλειφε όλο το βράδυ!
- Στο μουνί;
- Όχι. Στην πατούσα μου.
- Τυχερή! Έπεσες σε πατουσολάγνο!

(από Khan, 08/12/14)Οδός Πατούσα, ο αγαπημένος δρόμος των πατουσολάγνων, κοντά στην πλατεία Κάνιγκος. (από Khan, 16/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που ξέρει να ερεθίζει σεξουαλικά και να σηκώνει τους πούτσους των αντρών με αυτά που φοράει (μίνι μέχρι τον αφαλό, αβυσσαλέα ντεκολτέ), και με τον τρόπο συμπεριφοράς που είναι ανάφτρα. Τώρα το αν σου κάθεται μετά είναι μια άλλη ιστορία.

Τι σταυροπόδια είναι αυτά που κάνει η Τσαπανίδου! Μεγάλη σηκώστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζαρώνω, συρρικνώνομαι.

- Κοίτα τον ρε πως κατάντησε. Κατσίρντισε.
- Αχ που να στα λέω Δόμνα μου. Η πούτσα του Κυριάκου μου κατσίρντισε καλά-καλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified