1. Μπουρδελοσλάνγκ. Κουρτινιάρικο, εννοείται: πριβέ, είναι η γουαναμπή ιδιωτική εξυπηρέτηση, η παραμεροποίηση, δηλαδής, σεξοϋπηρεσιών σε ο-Θεός-να-τον-κάνει ξεχωριστό χώρο, οριζόμενο απλά από κουρτίνα, ένεκα ενδεχομένως του ευτελούς του καταστήματος.

  2. Γενικότερα, θέμα παρασκηνιακό και απόρρητο.

  1. Πριβε κουρτινιαρικο εχει σε πολλα μαγαζια. Αλλα δεν σημαινει οτι σωνει και καλα θα εισαι μονος σου. Και οι υπολοιποι τι να κανουμε να περνουμε νουμερο σαν στο ικα και να περιμενουμε να χυσεις; (από εδώ).

  2. Θα ασχοληθώ με το παρασκήνιο της εκλογής Πούτιν... Θα σας πω διάφορα αλλά ό,τι πω είναι εκ των πραγμάτων κουρτινιάρικο, οπότε ας ετοιμαστούμε... Βλ. μήδι Λιακό, όπου ασχολείται με το αγαπημένο του θέμα, νεοτάξ κουρτινιάρικες κατινιές και πουτινιάρικες βλαδιμηριές, που γαμάνε τα πρέκια στις πρώτες.

Στην αρχή του βίντεο, κουρτινιάρικο θέμα περι Πούτιν (από xalikoutis, 03/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανύπαντρη στα καλιαρντά, -με αντώνυμο το πεντηκοστή που είναι η παντρεμένη-, ή ευρύτερα ο/η κάτοικος στην αγαμήτου και απάρτου γωνία. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά το θεωρεί γενικότερα λαϊκό και όχι αποκλειστικά καλιαρντό.

Προφ είναι χριστιανοσλάνγκ προέλευσης με την έννοια ότι την Σαρακοστή νηστεύουμε τα αρτύσιμα, απέχοντας από την κρεωφαγία, την ιχθυοφαγία, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, ή ακόμα και τα λαδερά, περιοριζόμενοι σε κάποια μαλάκια που επιτρέπονται, ενώ την Πεντηκοστή αρτυόμαστε. Η σλανγκική σημασία της Σαρακοστής έχει αναλυθεί ενδελεχώς από τον Γκατσάνδρα στο λήμμα σαρακοστιανός-σαρακοστιανή, στο οποίο και παραπέμπουμε για την περαιτέρω ανάλυση, καταγράφοντας εδώ απλώς την πάλαι ποτέ αντίστιξη παντρεμένης-ανύπαντρης διά του διπόλου πεντηκοστή-σαρακοστή.

Πού να παντρευτεί ο καψερός; Με μια αδελφή σαρακοστή που δεν βλεπόταν με τίποτα στα αζήτητα, έμεινε στο ράφι κι αυτός.

(από Khan, 08/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χρηματίζεται, λαδώνεται, και το λαδοτύρι (αυτός που λαδώνει).

- Ααα, κοίτα τον πουλημένο τον διαιτητή, ταπαιρνίδης..
- Τον ξέρεις;
- Δεν είναι επίθετο, λαδώνεται.
- Ααα τον ξεφτίλα.

(Και παρομοίως για τον ταχωνίδη...)

Δες ακόμη: τα χώνω, σχήμα γνωστού αγνώστου και -ίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καμουφλαρισμενη έκφραση για τους γκέι...

Κούνημα κοίτα.. ο τσαχπίνης... το σφυρίζει το πέναλτι!

(από Khan, 03/03/14)

Δες και την τρίζει την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοζανίτικα: ζγιαζ' απ' τ'ς κουνιστές: φέρνει προς γκέι, γκεουλίζει.

Τούτος ζγιάζ απ' τ'ς κουνιστές, να τον προσέχεις.. και να τον στρώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χάσιμο που βρίσκεται κάποιος. Η τρέλα, το ταράκουλο λόγω κάποιου συμβάντος ή λόγω κούρασης.

  1. Έχω πάθει ψυχολογικό λαλά από την κούραση.. η μέρα ήταν πολύ φορτωμένη, πάω για ύπνο.

  2. Έχω πάθει ψυχολογικό λαλά για πάρτη της και εκείνη με δουλεύει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ερώτηση κρίσεως σε ξερόλες και ξερόλισσες, πρήχτες, μπαραμπάγκους που μας τα κάνουνε τσουρέκια, μεσοπαράωρους (μισόχαζους) και εν γένει όλα τα συναφή είδη.

Πού ήσουνα εσύ ρε παιδί μου τόσο καιρό; Αστέρι μου, κρυφό ταλέντο είσαι, πόσα ξέρει ο κώλος σου εσένα! Και δε μου λες; Σ' αφήσανε ή τους έφυγες;

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σεξουλιάρα... Κοπέλα για τον μπέο, με την κυριολεκτική σημασία της έκφρασης.

Τι ψωλοπορνη είναι αυτή ρε δεν έχει αφήσει αρσενικό για αρσενικό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνωθεν όρος προσδιορίζει τον κλασσικό πούστη, που προσπαθεί να μην εκδηλώνεται μπινελικώνοντας ασύστολα.. Αναφέρεται και στον καιρό κατά περίσταση.

Ο καιρός είναι γαμωκαντηλοπουστάρας, ΤΕΛΟΣ.
(Δεν μου έρχεται παράδειγμα για το λήμμα αυτό :p)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του πηδήκουλας και καριόλης. Με τον όρο αυτό αναφερόμαστε στο σεξομανή (άτομο) και στον κωλόκαιρο κατά περίσταση.

  1. -Είμαι πηδιόλης -Σ αρέσει η ιππασία βλέπω (πηγή ask.fm)

  2. Ο καιρός σήμερα είναι πηδιόλης φίλε... Δεν παίζει να βγω μου γάμησε τα σχέδια για το βράδυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified