Ρήμα ενεργητικό. Εκκένωση του πρωκτού με μεγάλη δυσκολία λόγω ογκώδους περιττώματος. Συνοδεύεται συνήθως από ελαφρά μορφή αιμορραγίας.

Ρε φίλε πήγαινε στη τουαλέτα να δεις τον μπέμπη που ξέχασε ο προηγούμενος. Πρέπει να μπουρακώλιασε ο τύπος μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα κατώτερης κοινωνικής τάξης η οποία το παίζει ανώτερης κοινωνικής τάξης προσπαθώντας ν' αντιγράψει-υιοθετήσει τον τρόπο που συμπεριφέρονται οι γυναίκες της τάξης αυτής, με ανεπιτυχή πολλές φορές τρόπο.

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λεβέντης στα αρβανίτικα.

Ενίοτε ως παρατσούκλι, συνθετικό σε μικρό όνομα, πχ. ο Κωτσιονταής.

  1. Για κοίτα ενα νταή.

  2. Μη περνιέσαι για νταής γιατί θα φας της χρονιάς σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένεση με μίγμα ηρωίνης και κοκαΐνης. Από το αγγλικό speedball με την ίδια έννοια.

Άμα δεν έχεις βαρέσει σπιντμπολάκι δεν ξέρεις τι θα πει μαστούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηρωίνη. Από το αρχικό γραμμα της λέξης «άσπρο» ή «άσπρη».

Άλφα έχουμε. Να βρίσκαμε και λιγο κάπα για κάνα σπιντμπολάκι, ψώνιο θα την κάναμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοκαΐνη. Από το αρχικό γράμμα της λέξης.

- Έλεγε το κάπα που σου φέρανε;
- Μπα, σκέτο μανιτόλ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω ντρίτσα - κάτσα = δεν ακολουθώ τις οδηγίες, δεν κάθομαι ήσυχα, δεν συμφωνώ ή δεν έχω τη διάθεση να συμφωνήσω σε κάτι.

  1. Αυτός μου κάνει ντρίτσα-κάτσα, πού θα μου πάει, θα τον καταφέρω να συμφωνήσει.

  2. Αυτός δεν κάθεται στα αυγά του, μου κάνει ντριτσα-κάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει λούβα (λέπρα).

Μεταφορικά ο άρρωστος, αυτός που αρρωσταίνει εύκολα. Επίσης για τα ζώα.

  1. Προσέχτε, μη τον φιλάτε γιατί είναι λουβιάρης.

  2. Πάλι άρρωστος είσαι ρε λουβιάρη;

  3. Αυτή η γίδα είναι λουβιάρα, θα την πουλήσω να ησυχάσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω κάτι κομμάτια.

  1. Σιγά ρε, από το πολύ πλύσιμο έκανες το παντελόνι κοκλίβα!

  2. Μην τρέχετε πάνω στα λιόπανα, θα τα κάνετε κοκλίβα!

  3. Μας φάγανε τα ποντίκια τα σακκιά και τα κάνανε κοκλίβα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μούρλια, τρέλα.

  1. Η ζούρλια δε πάει στα βουνά.

  2. Η ζούρλια η μούρλια και το κακό συναπάντημα.

  3. Η ζούρλια πάει σύννεφο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified