Γυναικότυπος, πρόκειται για την στρουμπουλή και ελαφρώς παχουλή γυναίκα, όπου όμως ισχύει μέχρι κάποιο βαθμό το «τα πάχη μου, τα κάλλη μου», καθώς βγάζει κάτι το χυμώδες, το σεξουλιάρικο, το μητρικό, μια ζουισάνς όπου ο έρωτας περνάει από το στομάχι.

Βγάζει κάτι σε νεολωξάντρα, σε νεοσιξτίλα, σε μπεμπέκα. Νταξ στους ανορεξικούς καιρούς που ζούμε μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αρκετά αρνητικά ή κατ' ευφημισμόν για να μην πούμε ότι η κοπέλα είναι τόφαλος, ή έστω έχει λίγα κιλά παραπάνω από ό,τι θα θέλαμε σύμφωνα με τα μοδέρνα, φευ, γούστα μας. (Παρεπιφτού, μία λύση για την ζουμπουρλού είναι να το παίξει ειρωνική ζουμπουρλού, emoζουμπουρλού, ζουμπουρλογκοθού κ.ο.κ.)

  1. Την Ελένη Μενεγάκη την αφήσαμε ζουμπουρλού και παχουλούλα στα τελευταία μπάνια του καλοκαιριού και την βρήκαμε φιτ και αδύνατη στην πρεμιέρα της εκπομπής της. (Μενεγάκη, Λίλη: Πώς έχασαν κιλά;)

2. Ξεχάστε τις δίαιτες στον ύπνο σας και πιάστε τα κοψίδια. Όσο πιο στρογγυλή, παχουλή και ζουμπουρλού γίνεστε τόσο πιο καλό το όνειρο, όλα καλά, όλα τέλεια. (μην μπερδευτείτε και εφαρμόσετε τις οδηγίες στον ξύπνιο σας θα απογοητευτείτε και δε φέρουμε καμία ευθύνη).

  1. Σε βλέπω μου χαμογελάς και με κοιτάς με νάζι
    μετά το παίζεις γκόμενα και τάχα δε σε νοιάζει
    μακρυμαλλούσα ζουμπουρλού με τα γεμάτα στήθη
    το βλέμμα σου το αδιάφορο εμένα δε με πείθει

Το ξέρω πως κι εσύ ζητάς, μάτια μου, απεγνωσμένα
να δεις το νόημα της ζωής με πόδια ανοιγμένα
και το κορμί το ζουμερό θέλει χαρές να κάνει
με πλάτη –εκεί– στο δάπεδο και φάτσα στο ταβάνι. (Στιχάκιας στιχώνει εδώ)

4. Σε είδα: Αιόλου. Κοκκινομάλλα, σε έχω τύχει πολλές φορές να κυκλοφορείς πέριξ της πλατείας Αγίας Ειρήνης, κοντούλα και ζουμπουρλού. Δεν θυμάμαι μόνο ποια ήταν η τελευταία φορά που σε είδα. Ένας ψηλός με γένια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άφραγκος, ο μπατίρης, αυτός που 'χει ξεμείνει από λεφτά, που 'χει μείνει ταπί. Γενικότερα, ο φτωχός.

  1. Παντα ετσι δεν κανουν ολοι; Να κερδισουν το ΘΡΥΛΟ.....κι ας πεσουν κατηγορια,μονο αυτο θελουν.....οι ακουποι,αμπαλοι,αμυαλοι.......αλεφτοι(χωρις λεφτα) (από εδώ)

  2. Α έχω να δηλώσω έλα αν ξέρεις να μαγειρευεις ειδικά! έτσι κι αλλιως σκουρα προβλεπονται τα πραγματα στην πατρίδα
    Β: έχω να δηλώσω ότι...φοβάμαι το εξωτερικό για τέτοια μόνιμα ανοίγματα επίσης είμαι τάπω
    Γ: Είσαι και συ κοντή;;;
    Β: όχι μαρήηηηη άλεφτη
    (από εδώ)

  3. - στο 78.50 αγορασα λιγα ΤΝΑ αυριο αν γινει χαμος θα αυξησω λιγο θεση..
    δεν αντεχω εντελως αχαρτος:)
    - cold, έχω ΤΖΑ που θα τα δώσω στο τέλος του μηνός (Μαϊου) και θα πάρω ΤΝΑ! Έτσι δεν μένω ποτέ άχαρτος-άμα δεν αντέχεις! Μόνο άλεφτος!!:))
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Μια στρογγυλή (ωοειδής) πέτρα, συχνά βότσαλο, που την έβαζαν στα κοτέτσια, για να συνηθίσουν οι κότες στο κλώσημα, χωρίς να σπάσουν το κανονικό αυγό, ή όταν τους το είχαν πάρει.

Συνεκδοχικά κάτι μικρό στρογγυλό και σκληρό (δηλ. ό,τι έχει τις ιδιότητες του πρόσβολου).

Πιθανώς ίδια ρίζα ή και έννοια με το πρέσβελο.

  1. Στο Animal Planet έδειξε ένα φίδι που μπήκε στο κοτέτσι κι έφαγε το πρόσβολο.

  2. Σφιγγόμουν μιάν ώρα κι έβγαλα ένα πρόσβολο.

  3. Σαν πρόσβολα μου γινήκαν απ' το κρύο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σανίδες η μια καρφωμένη δίπλα στην άλλη, ώστε να φτιάχνουν ξύλινο πλαίσιο, πάνω σε δέντρο, μουριά συνήθως, όπου κοιμούνταν τα καλοκαίρια οι αγρότες για να φυλάνε τη σταφίδα ή τις καλλιέργειές τους από κλέφτες.

Μεταφορικά, το κεφάλι που είναι πλακέ πίσω.

  1. Οι δικοί μου κοιμόνταν στη φρουτζάτα πάνω στη μουριά.

  2. Αυτός έχει ένα κεφάλι φρουτζάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ ξερό, που δε τρώγεται, κυρίως για ψωμί.

Αυτό το ψωμί είναι πρέσβελο, το έχουν ψήσει πριν από 2 εβδομάδες, δε τρώγεται λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοβάται πολύ. Στον πληθυντικό κιοτήδες, στον αόριστο κιότεψα.

  1. Μόλις είδαν τους τούρκους κιότεψαν.

  2. Γυρίστε πίσω ρε κιοτήδες.

  3. Είσαι μεγάλος κιοτής, τράβα μπροστά ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που δεν είναι μοιρασμένο σε μέρη, που δεν έχει μοιραστεί ακόμα.

Τα αδέλφια κληρονόμησαν πολλά σπίτια, αλλά ακόμα τα έχουν αμοίραγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσχημος, κακοφτιαγμένος.

Τι αμπράζικη είναι αυτή η γυναίκα, μεγάλα δόντια, καμπούρα μύτη, δε βλέπεται λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τηλεόραση στην αργκό των κληρωτών του Πολεμικού Ναυτικού είναι ο μικρός στρατιωτικός σάκος σε σχήμα τετραγώνου, ο οποίος δίνεται στην κατάταξη μαζί με το λουκάνικο και τα υπόλοιπα είδη που μοιράζονται στους ναύτες.

Ονομάστηκε έτσι από τους ναύτες γιατί στο σχήμα φέρνει (κάπως) στις παλιές τετράγωνες τηλεοράσεις. Σε αυτόν τον σάκο μπαίνουν τα πολιτικά είδη τα οποία φέρνει μαζί τους στην κατάταξη ο ναύτης, αλλά γενικά χρησιμεύει για να βάλεις ο,τιδήποτε που θέλεις να κρατήσεις με το ένα χέρι.

- Είδες τι κάνει για μας το Π.Ν.; Εκτός από το λουκάνικο και τα υπόλοιπα πράγματα, μας δίνει και τηλεόραση!
- Σωστός, φίλε. Τύφλα να 'χουν οι τριανταδυάρες χάι ντεφινίσιον. Το Π.Ν. είναι αλλού...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πια κάποιος ή κάποια κατάσταση μας έχει σπάει τα νεύρα τόσο πολύ, κοινώς μας «έχει πρήξει τα αρχίδια», και αυτό συνεχίζεται εις διπλούν, εις τριπλούν, εις το διηνεκές... τότε μπορούμε (όχι και τόσο χαρούμενοι) να αναφωνήσουμε τον όρο πρηξαρχιδισμός, ως μια απόφανση από την οποία δε μπορούμε να ξεφύγουμε. Κι αυτό στο πλαίσιο της τραγικής κατάστασης η οποία μπορεί να μας κάνει ακόμα και να γελάσουμε ωσάν τρόφιμοι κάποιου ιδρύματος ψυχικής υγείας!!!

Περιμένεις το λεωφορείο και αυτό δεν έρχεται ποτέ;
Το παιδί σου επιμένει να πάτε βόλτα σε ώρες που είναι αδύνατον;
Το αφεντικό στη δουλειά σε αναγκάζει να κάνεις ένα σωρό άκυρες εργασίες άνευ ουσίας και άνευ σημασίας;
Ε!!! Πρηξαρχιδιμός!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified