Η λίστα με ληστές. Το λολοπαίγνιο είναι παλιό, από την δεκαετία του '80, αλλά φοριέται πολύ πρόσφατα λόγω της λίστας Λαγκάρντ.
Τι να το κάνουμε που μας είχε γεμίσει με δώρα; Τελικά βρέθηκε στην λήστα Λαγκάρντ κι αυτός...
Η λίστα με ληστές. Το λολοπαίγνιο είναι παλιό, από την δεκαετία του '80, αλλά φοριέται πολύ πρόσφατα λόγω της λίστας Λαγκάρντ.
Τι να το κάνουμε που μας είχε γεμίσει με δώρα; Τελικά βρέθηκε στην λήστα Λαγκάρντ κι αυτός...
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι η αδερφή που προέρχεται από ορεινό χωριό.
Ήρθανε οι άλλες, οι κατέ, απ’ το μαγαζί «Η ΠΕΘΕΡΑ» και μου το σφυρίξανε. Πιο μπροστά ο Αρίστος είχε ζευγαρώσει και με άλλες σορέλες. Η μια ζήλευε την άλλη, με το παραμικρό φαγώνονταν. Τα είχε, λέει, με την Αλέκα. Ε, και; Μπροστά μου δεν έπιανε χαρτωσιά. Ούτε οι υπόλοιπες χαζολούγκρες, καμιά δεν είχε την λατσοσύνη τη δικιά μου. Τα είχε μπλέξει με τη τζαζεμένη τη Δημητρούλα, την υψομετρού. Και με τη Σαλώμη. Αυτή η Σαλώμη ήτανε καπάτσα, καλίγωνε τον ψύλλο. Τον διεκδικούσε. Ήταν τραβηχτικός ο μπαγλαμάς. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Πάω να κινονίσω, λέει κάποιος όταν βρίσκεται καθ' οδόν με προορισμό το πλησιέστερο προπατζίδικο για να τα ακουμπήσει στο Κίνο.
Got a better definition? Add it!
Προσδιορίζει κάποιον του οποίου ο κώλος έχει πάρει το σχήμα του καναπέ του ή αντίστροφα.
Φοιτητής σε καθηγήτρια:
- Είστε πολύ όμορφη σήμερα!
- Είμαι παντρεμένη παιδί μου... (απομακρύνεται)
- Το μάθημα θέλω να περάσω μωρή χοντρέλα... φακλανιζέ... όχι να κεράσω...
Got a better definition? Add it!
Κουραδοκατουρλιό, το - (ουσ.) συνθ.
Η συγχρόνιση κοπράνων και ούρων που βγαίνουν ταυτόχρονα και επίτηδες από την κωλοτρυπίδα του ατόμου που ενεργείται εκείνη την στιγμή. Συνήθως η απελευθέρωση και των δύο απορριμάτων, ανακουφίζει, καθώς νιώθεις το κενό που απέμεινε στο στομάχι σου απαλλάσσοντάς σε από τυχόν πονόκοιλους.
Ετυμ. συνθ. εκ του κουράδα (η) + κατουρλιό(< ουρώ + κάτω) (το).
Άαααααααααι! Όλα μαζί έφυγαν!
βλ. και σκατούρημα
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες μουνοπορδής:
Κατά σειρά ορισμού:
1. Δεν ξέρω αν είναι μεταγλωτισμένο τελικά η όχι...απλά φαντάζομε μεταγλώτιση southpark στα ελληνικά και γελάω.. Δηλαδή τον έλληνα ηθοποιό να προσποιείτε μωρουδίστικη φωνή λέγοντας: «ρούφα τ' αρχίδια μου μουνοπορδή»
2. ΕΛΑ ΜΟΥΝΟΣΤΑΥΛΕ ΜΟΥΝΟΠΟΡΔΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΠΟΡΔΗΣ ΝΑ ΜΟΥ ΚΛΑΣΕΙΣ ΜΙΑ ΜΑΝΤΡΑ ΑΡΧΙΔΙΑ..
3. Είναι μία τιποτένια λεπτή μουνοπορδή.
Got a better definition? Add it!
Καρτοτηλέφωνο από το οποίο τηλεφωνείς χρησιμοποιώντας τηλεκάρτες... και όχι ό,τι κάρτα να 'ναι.
- Συγγνώμη παιδιά, μήπως ξέρετε κάνα τηλεκαρτοτηλέφωνο εδώ κοντά;
- Ναι.
Got a better definition? Add it!
Κλασική παράφραση του αρχαίου ελληνικού ρητού «ο νοών νοείτω».
Χρησιμοποιείται κυρίως από ανθρώπους που ανήκουν στις παρακάτω κατηγορίλλες:
Έχουν πάρει Δ' σε κάποια καρτέλα του δημοτικού σχολείου που «φοίτεψαν».
Δεν εφοιτέπσανε ποτέ, είναι από χωριό και ολυμπιακοί.
Έχουν διαγωνιστεί σε κάποια από τις εκπομπές της Αννίτας και έχουνε κερδίσει κιόλα
Έχουν μια δόση «χούμορ» η οποία ποτέ δεν είναι επαρκής για να πείσει (και πολλές φορές καταλήγει να παρεξηγείται από γκόμενα που με ξινισμένη μούρη τους απαντάει «....ΝΟΕΙΤΩ....» - σιγά μωρή χλαμούτσα, είχες και στο χωριό σου νοείτω;;;)
Ανήκουν στην κατηγορία λατέρνατιβ.
- Σαμαράς, Παπανδρέου, Παπαδήμος, Βενιζέλας... όλοι οι μασονοεβραίοι μας κυβερνάνε ρε... τα 'χουνε κάνει πλακάκια με τους αμερικάνους... παίζονται συμφέροντα και θέλουνε να μας αφανίσουνε το έθνος μας ναούμε... και ξέρεις γιατί...
- Ο νοών εννοείτω αδερφέ... ΧΡΥΣΟΙ ΑΒΓΟΙ να ξεβρωμίσει ο τόπος από δαύτους τους αλλουμινάτοι.
- Αυτό ξαναπές το!
- Ο νοών εννοείτω αδερφέ... ΧΡΥΣΟΙ ΑΒΓΟΙ να ξεβρωμίσει ο τόπος από δάυτους τους αλλουμινάτοι!
- Αυτό ξαναπές το!!!
- Το κούρασες..
Σχετικά: έτερον εκατέρωθεν, εξαπανέκαθεν, ο αναμάρτητος πρώτος χορεύει μπαλέτο
Got a better definition? Add it!
Ο υπερβολικά γυμνασμένος άντρας (θηλ.: σκίστρω) ο οποίος αρέσκεται στο να προκαλεί επιδεικνύοντας τους μυς του με θυμωμένο βλέμμα σε δημόσιους χώρους (π.χ. γυμναστήρια). Συνήθως το βράδυ κοιμάται αγκαλιά με ένα ροζ αρκουδάκι, γιατί κανένας δεν τον κάνει παρέα.
Ανάλογα με το μέγεθος των μυών και του ροζ αρκουδιού υπάρχει ο ξε-σκίστης ή ο υπερ-ξε-σκίστης.
- Είμαι ο πιο δυνατός, ο πιο γυμνασμένος και ο πιο άγριος εδώ μέσα!!!
- Σιγά ρε σκίστη...
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., μποντέος / μπονταίος, ντούκι, πρησμένος, σβάρτσος, σφίχτερμαν, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χαρακτηρισμός ο οποίος αρμόζει σε άτομο, συνήθως υπέρβαρο, που του αρέσει να τρώει χωρίς κανένα ενδοιασμό και να προκαλεί με τους χυδαίους τρόπους του. Συνήθως αφήνει το σώμα του ελεύθερο να πέσει στο πάτωμα, μαζί με τις τροφές που κουβαλάει, και να ουρλιάζει σα μικρό τρελό γουρουνάκι.
- Ρε συ Μήτσο μην τρως όλες τις σοκολάτες. Έχεις λερώσει τον τόπο!
- Άσε μας ρεε!
- Τι σκατόγουρνο που είσαι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified