Άχρηστα πράματα, σκουπίδια αλλά όχι μόνον.
Τι τα θέλεις τα σιανάφαρα στο κατώι;
Άχρηστα πράματα, σκουπίδια αλλά όχι μόνον.
Τι τα θέλεις τα σιανάφαρα στο κατώι;
Ασαφή σύνολα: αρχιδιές, καλαμπαλίκια, κούρκουτα (Κρήτη), μαλακίες, παπαριές, σέα και μέα, σιανάφαρα, συμπράγκαλα, τσαμπασίρια, τσάντζαλα μάντζαλα, τσουμπλέκια
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικάνικο hacktivism, αποτελεί λεξιπλασία εκ των χάκερ και ακτιβισμός. Όπως αναφέρει η Βικούλα, ο όρος δημιουργήθηκε το 1996 από ένα μέλος της κολεκτίβας χακερονίων Cult of the Dead Cow ονόματι Omega. Ο χακτιβισμός είναι η χρήση δικτύων υπολογιστών για να προωθηθούν ακτιβιστικώς πολιτικοί στόχοι, και έχει πλέον καταστεί χαρακτηριστικό μέρος της κυβερνοκουλτούρας. Περισσότερα για μορφές και εξέχοντα περιστατικά χακτιβισμού στο ως άνω άρθρο της Βικούλας και στα παραδείγματα.
Πάσα (Δ.Π.): Vrastaman.
Ο «χακτιβισμός» έφτασε στο ζενίθ του την χρονιά που μας πέρασε! Το 2011 πραγματοποιήθηκαν οι περισσότερες ψηφιακές «παραβιάσεις» στην ιστορία του hacking.
Οι «χακτιβιστές» χρησιμοποιούν ψηφιακά εργαλεία προκειμένου να παραβιάσουν συστήματα ασφαλείας, για να διαμαρτυρηθούν ή να πάρουν θέση για πολιτικά θέματα. (Εδώ).
Η πιο γνωστή ομάδα χακτιβιστών αυτή τη στιγμή είναι οι «Anonymous» οι οποίοι μέσα σε λίγα χρόνια κατάφεραν να κάνουν επιθέσεις στα πιο ισχυρά και απροσπέλαστα κυβερνητικά sites αλλά και σε σελίδες παιδικής πορνογραφίας. Η ιστορία όμως των χακτιβιστών ξεκινάει πολλά χρόνια πριν. Η πρώτη επίθεση χακτιβιστών έγινε το 1989 από τους W.A.N.K. οι οποίοι κατάφεραν να εμφανίσουν στην αρχική σελίδα μεγάλων sites τα αρχικά τους. Οι W.A.N.K. διαμαρτύρονταν κατά των πυρηνικών. Οι χακτιβιστές δεν θέλουν να συνδέονται με τους χάκερς και διακρίνονται σε τρία είδη: Τους χακτιβιστές με «λευκό καπέλο», με «γκρι καπέλο» και με «μαύρο καπέλο», αναλόγως της δράσης τους. (Εδώ).
Ο “χακτιβισμός” θα συνεχιστεί
Σύμφωνα με τους ανώνυμους χάκερς που δρουν προς όφελος του WikiLeaks, οι επιθέσεις τους θα συνεχιστούν. [...]
Η εταιρία πιστωτικών καρτών Visa έγινε το τελευταίο θύμα τέτοιας επίθεσης, μετά την Mastercard. Τα sites των δύο εταιριών βγήκαν έτσι εκτός λειτουργίας για πολλές ώρες τη νύχτα της Τετάρτης προς Πέμπτη. Και οι δύο εταιρίες δέχθηκαν επιθέσεις Denial of Service (DDoS), με βομβαρδισμό των ιστοσελίδων τους με αιτήσεις, τις οποίες αδυνατούν να διαχειρισθούν, προκαλώντας κατάρρευση της ιστοσελίδας.
Η ομάδα των χάκερς ανακοίνωσε ότι στράφηκε επίσης και κατά της ιστοσελίδας της Σουηδής εισαγγελέως στην υπόθεση Ασάνζ, ενώ μέλη της ομάδας δεσμεύθηκαν να επιτεθούν εναντίον κάθε εταιρίας ή φυσικού προσώπου «με πολιτική κατά της WikiLeaks». (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Καλιαρντής προέλευσης, σημαίνει εκσπερματίζω, χύνω, ξεφορτώνομαι τα φλόκια, περισσότερο ως μια ζωώδη εκτόνωση και αποφόρτιση, που ενίοτε χρειάζεται ως εξαέρωση για να ξελαμπικάρει κανείς.
- transafentra
GLYKIA MOY S'EYXARISTW POY ME DEXTHKES STO CLUB SOY. EPISHS S'EYXARISTW GIA TA KALA SOY LOGIA. NAI PITHANON NA
GNWRIZOMASTE. SE GLYKOFILW TRANSAFENTRA.
(Διάλογος κάπου στα διαδίχτυα).
μήπως θες τις φωτο με ζουμ....και ευρυγωνειο επαγγελματικό φακό;;;;;; μάλλον για να πάιζεις την πουλαρα σου θελεις τις φωτο....μας πηδηξες με τις φωτο και τις φωτο......τραβα να ξεφλοκαρεις σε κανβα ντέλλο να ηρεμήσεις...... (Κάπου σε μπουρδελοσάι).
Μου πήρε το χεράκι μου και το’ βαλε εκεί, ύστερα με κάθησε πάνω του, λίγο μου την ακούμπησε στα μπούτια ο πουρός και με πασάλειψε με τα φλόκια του. Μπουλκουμέ. Εντάξει ο κατέ αυτό γουστάριζε, να ξεφλοκάρει ήθελε. Πήρε μετά μια παλιοπατσαβούρα, και τα καθάρισε. (Από το καλιαρντογράφημα στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι το μοναστήρι. Προφάνουσλυ, με το να θεωρείται ως ένα σπίτι (τσαρδί) με κηφήνες θίγεται το γεγονός ότι ένα μοναστήρι δεν συμβάλλει και τόσο στην πραγματική οικονομία, αλλά λειτουργεί τρόπον τινά παρασιτικά επί της κοινωνίας.
Πόσα να φας σιχτίρ-πιλάφια; Και για πού είσαι μετά; Είσαι ή για το γκρεμό ή να την κάνεις για καυλόγερος στο κηφηνότσαρδο. Την έβγαζα εδώ κι εκεί. Τη μέρα στα τζουρά, τη νύχτα στα πάρκα. Κουλά. Πα ντ’ αρζάν. Νάκα μπερντέ. Οι λούγκρες είναι όλες καταδικασμένες υπάρξεις, περνάει η ζωή τους κολλημένη σ’ ένα ψέμα, σ’ ένα μουσαντό. Είναι ζούρλες, οι καψερές. Έτσι κι εγώ, ζούσα μέσα σ’ ένα τζασλό όνειρο, περιμένοντας το μιράκλι, τον πρίγκιπα του παραμυθιού να με σώσει. (Από καλιαρντογράφημα στο pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).
Got a better definition? Add it!
Ο γαμαωδέρνουλας, γαμιάς της γειτονιάς κ.τ.ό. ή απλούστερα κάποιος ή κάτι που είναι τόσο καλός γενικώς ή στον τομέα του, ώστε γαμάει μανούλες. Πιθανόν να πρόκειται για μετεξέλιξη του γαμάουα, αν και σημασιολογικώς διαφέρει λίγο, μας πάει περισσότερο προς την κατεύθυνση του γαμιά και του γαμάιντερμαν. Γενικά, πάντως, χρησιμοποιείται πολύ λιγότερο από τα παραπάνω και δυσκολεύεσαι να το βρεις στον γούγλη.
- Πολύ καλό σιντάκι.Ευτυχώς ο Σεφ της καρδιάς μας διάλεξε παραγωγάρες και έχτισε γαμάουερ δισκίον .Οι συμμετοχές από Nas και Black Thought γάμησαν μάνες. (Εδώ).
- Ο ποδοσφαιριστής που τρώει παιδιά είναι ο παιχταράς, η παιχτούρα, ο μάγος της μπάλας, ο φοβεγός και τρομεγός, ο μέγας μπαλαδόρος, ο οδοστρωτήρας, ο γαμάουερ, αυτός που κάνει παπάδες, που ζωγραφίζει στο τερέν, που ρίχνει ξύλο μεταφορικά και κυριολεκτικά (Jeanoir στο τρώει παιδιά).
Got a better definition? Add it!
Απαξιωτικά, οι κρατήσεις και εισφορές που επιβαρύνουν τον εργοδότη: φόρος μισθωτών υπηρεσιών, ασφαλιστικά ταμεία, κ.ταλ. Εκτός εάν απασχολεί κόσμο με μπλοκάκι ή μαύρα.
Πάσα: Χότζουλας, εδώ.
- ΙΚΑ, μίκα, σύκα, ΤΕΒΕ, σε ταράζουνε στο κλέβε.
(άγνωστος αστιάτωρ, εδώ)
- Τυπική σε όλες τις υποχρεώσεις μου, εφορίες, ΙΚΑ μίκα, σίκα, έκτακτες σφαλιάρες (προφανώς για εξοικείωση) και ότι άλλο σκαρφίζονταν τυχοδιώκτες, απολύτως άχρηστοι πολιτικοί.
(αγκανακτισμένη πωλήτρια, εκεί)
- οι Ελληνες πληρωνουν φορους,εκαναν αντισταση-πολυτεχνεια,εξοριες,αλβανικο επος,θυσιες αιμα αγωνες κλπ.Σε καμια περιπτωση οι αλλοδαποι και οι γυφτοι δεν εχουν τα ιδια δικαιωματα (ακομα και στην παρανομια) με εμενα που ο πατερας μου πληρωνε ικα μικα συκα χρονια,ο παππους μου θυσιαστικε σε στρατοπεδο συγκεντρωσης και τα ξαδερφια μου εκαναν πολυτεχνεια
(δίπους συνομοταξίας homo horribilis, παπαραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Εκφράζει τη δυσαρέσκεια / εκνευρισμό / βαρεμάρα / τεμπελιά / απογοήτευση για κάτι.
Εκ του κόβω τις φλέβες μου.
Πω πω αύριο πρέπει να σηκωθώ 6 η ώρα. Βαράω κοπείο!
Got a better definition? Add it!
Σλανγκιά για τον πατερναλιστή.
Η πατερνάλα πάντα αντλεί την λεβεντιά / κυριαρχία της εξωγενώς, συχνά προβάλλοντας για άλλοθι την παλαιότητα ή κάποιο επινοημένο πολιτικό ή μεταφυσικό τοτέμ. Εγκάθετη ή αυτόχριστη, θέλει να αποφασίζει πριν από σένα για σένα, ακόμη κι αν εσύ διαφωνείς. Γιατί, τσσς, είσαι ένα αφελές παιδί, ανώριμο να διακρίνει το σωστό από το λάθος.
Παίζει και ως πατερνάλας.
Το παράδειγμα σκοπίμως δεν περιέχει το λήμμαν, μπας και ψαρέψω καμία στα σχόλια :Ρ
Got a better definition? Add it!
Οτιδήποτε σου δοθεί χωρίς αντίτιμο, κοινώς το τζαμπέισον.
Χρησιμοποιείται και όταν κάποιος αποφεύγει να δώσει το αντίτιμο που του αναλογεί. Το άτομο αυτό λέγεται λαπατζής ή λαπαδόρος.
- Άσε χτες πήγαμε στο μπαράκι δίπλα και δούλευε ο Νίκος. Ήπιαμε το σβέρκο μας και δε μας πήρε ούτε Ευρώ!
- Πάλι λάπα τη βγάλατε δηλαδή; Κουφάλες!
- Το βράδυ εννοείται πως θα πάμε στου Γιάννη για ταινία ε;
- Όχι ρε φίλε δε το μπορώ το τύπο είναι πρηξαρχίδας
- Πάς καλά ρε έχει λάπα φαΐ και μπύρες
- Ε άμα είναι έτσι πάμε.
- Που ρε φίλε θα πιούμε καφέ λάπα; Δεν έχω μία.
- Πάμε στο Μπουρλότο Καφέ θα δουλεύει ο Σάκης τέτοια ώρα θα του πούμε να μας ξηγηθεί λάπα καφεδάκι.
- Χτες πάλι γίναμε ηφαίστεια έτσι;
- Άστα να πάνε ήταν πολλές οι βόντκες
- Πλήρωσες πολλά;
- Μπα ούτε ευρό, δεν ένιωθα και έφυγα λάπα.
- Έλα ήρθαν τα σουβλάκια τεσσεράμισι ευρό έκαστος είναι
- Πλήρωσε εσύ ρε τα δικά μου για να μη χαλάσω πεντάευρο
- Τι να μη χαλάσεις πεντάευρο ρε καρναβάλι τεσσεράμισι ευρώ είναι; Πάλι λάπα θες να φας;
- Θα τα πληρώσετε όλα μαζί η ο καθένας χωριστά;
- Έλα μωρέ κράτα τα όλα από δω και θα τα βρούμε εμείς μεταξύ μας.
- Άντε παιδιά εγώ τι κάνω τα λέμε αύριο για καφεδάκι πλατεία
- Που πας ρε λαπαδόρε. Πλήρωσες το μερίδιο σου;
- Α ναι ρε το ξέχασα.
- Τι ξέχασες ρε νούμερο πριν εικοσιδύο δευτερόλεπτα πληρώσαμε. Κόψε τη λάπα με μας γιατί θα φας σφαλιάρες καμιά μέρα.
- Καλά που ήσουν προχτές ρε που σε πήρα τηλέφωνο και είχε τόση φασαρία;
- Είχα πάει στους Red Hot Chilly Peppers ρε!
- Άντε ρε βρήκες εισιτήριο;
- Ούτε καν ρε λάπα μπήκα μέσα.
- Θα πάμε θάλασσα τη Κυριακή;
- Ναι ρε εννοείτε!!!
- Να πω και στο Μπάμπη;
- Προφανώς και όχι ο τύπος είναι μεγάλος λαπατζής τρεις φορές το πήρα και δε κόλλησε ούτε ένα ευρό για βενζίνες. Για λάπα είναι πρώτος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ή αλλιώς έχ' γαβριάξ'.
Η απέλπιδα προσπάθεια κοπέλας ή ώριμης γυναίκας, να έρθει σε σεξουαλική επαφή, διότι έχει πάρα πολύ καιρό να συνουσιασθεί.
- Καλά ε! Η Σταυρούλα από τότε που την έστειλε ο Βαγγέλης, έχει τρελαθεί! Ψάχνεται απελπισμένα! - Άσε μαλάκα... Έχει γαβριάξ' για πούτσο η γκόμενα!
Δες και γαυρίζω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified