Τύπος παρακμιακός και κατώτερο ον της κοινωνίας. Δουλειά του να δέρνει και να απειλεί. Συνήθως οπλοφορεί. Χαρακτηριστικά του: βρώμικο μούσι με φύλλα από τυρόπιτα, κιτρινισμένο από τη νικοτίνη, και ορισμένα σάπια δόντια. Ξεχωρίζει από τις χαρακιές στην μάπα από συμπλοκή με αναρχικούς.

Εισπράκτωρ του γνωστού κλαμπ σεξουαλικής διασκέδασης lolita.

Απ\' το ΑΜΑΝ, πολύ υποδεέστερο από την πραγματικότητα. (από Khan, 26/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κυρίως για άτομα μπουχέσες οι οποίοι κλάνουν μεντολάστιχα σε καθετί που τους τρομάζει ή δεν μπορούν / φοβούνται να το πράξουν, ενώ φαίνονται αρχιδάτοι.

Πορτιέρης σε νυχτερινό κέντρο που του λες γαμώ την μάνα σου και κλαίει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος γλίτσας και πέτσας. Λέγεται για άτομα ανύπαρκτα, επονομαζόμενα και λεβιέδες.

Τύπος με cooperaki από Κηφισιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγάλο γυναικείο στήθος, που συνήθως θυμίζει αγελάδας.

- Κοίτα ρε μωρό πρώτο εκεί!
- Καλή είναι, αλλά έχει κάτι μαστάρια ...σαν αγελάδα είναι να πούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την λίγδα και το κοκορέτσι. Είναι βρώμα που παρατηρείται στα δόντια ενός ανθρώπου μετά από ανελέητο γλέντι του Πάσχα.

- Ρε τι έχουν τα δόντια σου; Μπόχα;
- Όχι ρε, έφαγα οβελία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σχισμή που διακρίνεται από το στήθος ή τα οπίσθια μιας γυναίκας.

Τί φοράει πάλι η Ευλαμπία σήμερα ρε Λάκη! Κοίτα έναν κουμπαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βοηθητικός ηθοποιός. Αυτός που προσπαθεί πολύ για κάτι αλλά στο τέλος αποτυγχάνει λόγω έλλειψης καλής στρατηγικής, ο ανάξιος αναφοράς.

-Τι...έφαγες χυλόπιττα; Πωπω, ρε φίλε είσαι πολύ κομπάρσος τελικά!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακάσχημη γυναίκα, η σαύρα, η πατσαβούρα, η γυναίκα που και αν δεν έχεις γαμήσει για χρόνια δεν της τον δίνεις, και στο δίλημμα αν προτιμάς να την γαμήσεις ή να τον πετάξεις στα σκυλιά διαλέγεις το δεύτερο. Η ρίζα είναι από την αγγλική λέξη lizzard (=σαύρα).

- Πώ!!! ρε μαλάκα, ωραία τα τμήματα της πληροφορικής, αλλά τα αμφιθέατρα είναι γεμάτα λουκάνικα και λίζες!!!
- Δεν λες πάλι καλά ρε μαλάκα! τουλάχιστο δεν έχετε μύγες!!! χαχα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ ανδροπρεπής (επίθετο). Συνήθως χρησιμοποιείται με αρνητική έννοια. (Σημειωτέον: η λέξη δεν είναι ελληνικής πρόελευσης, αλλά ισπανικής. Χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες λοιπόν, γραφόμενη ως macho.)

- Τι μάτσο κάγκουρας αυτός ο Γκλέτσος ρε παιδί μου... Μ' αρέσει που είναι και στο ΚΚΕ - σκέτος προοδευτισμός αυτό το κόμμα, μέχρι και στις σχέσεις των δυο φύλλων...
- Ρε μαλάκα, τι μιλάς; Είσαι τόσο άσχετος που γράφεις λάθος το «φύλο» ακόμα και όταν μόνο το προφέρεις!...

Δες ακόμη: αριδάς, χέζω στο δάσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρασί, αλλά μάγκικα. Από τα κρασί + χασίσι.

- Βάλε κρασίσι να πιούμε να γίνουμε λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified