Φεύγω, αποχωρώ. Κυρίως απευθύνεται με άσχημο τρόπο σε κάποιον, προτρέποντάς τον να φύγει και να μας αφήσει στην ησυχία μας.

Σχετικά λήμματα: την κάνω, την κανά, παίρνω τον πούλο, τζους, ξεμπαζώνω

-Δεν σε αντέχω άλλο ρε, μας έχεις πρήξει από την ώρα που ήρθες, άντε άδειασέ μας την γωνιά γιατί θα τσακωθούμε πολύ άσχημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός και ο μεσάζοντας για κάποια αξιόποινη πράξη ή για κάτι για το οποίο πρέπει να κουνηθούν τα νήματα, συχνά κάτω από το τραπέζι.

  1. - Έχεις καμιά άκρη να βρούμε τραπέζι σήμερα το βράδυ στον Μαζωνάκη; Σήμερα είναι η πρώτη μέρα και είναι όλα κλεισμένα.

  2. - Θέλω να ψωνίσω μαύρο αλλά η άκρη που έχω λείπει διακοπές, έχεις εσύ καμιά άκρη να βρούμε;

Βλέπε ακόμη βύσμα και δόντι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «ωραίος», με την έννοια του «σωστός» και του «μπράβο».

- Έχω σπάσει το κεφάλι μου να θυμηθώ ποιος έπαιζε στο «Έλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ» εκτός από τον Ψάλτη! - Μα ο Γαρδέλης και ο Μιχαλόπουλος! - Αρουραίος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του Ολυμπιακού, κατά τους οπαδούς του Παναθηναϊκού. Είναι η απάντηση των «πράσινων» στο «λαγοί» που τους αποκαλούν οι «κόκκινοι».

- Άντε ρε βαζελάκο που μιλάς κιόλας, τριάρα φάγατε την Κυριακή! - Κοίτα ρε που μας κουνιούνται και οι αρουραίοι, οι τελευταίοι της Ευρώπης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος που είναι γεμάτο άντρες.

- Λες να πάμε για ποτό σε εκείνο το ροκάδικο; - Όχι ρε, εκεί είναι πάντα αρχιδόκαμπος, πάμε σε κανένα κλαμπάκι να δούμε κανένα γκομενάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από το τσιγάρο και χρησιμοποιείται για τα τσιγάρα με χασίς.

Στρίψε κανένα γάρο να πιούμε ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όπλο, πολύ μάγκικα. Από το αγγλικό gun.

Σταμάτα ρε, σταμάτα γιατί θα βγάλω το γκάνι και θα στην ανάψω μες τα μούτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρόσωπο που συμπεριφέρεται σαν διακοσμητικό είδος.

Χρησιμοποιείται πολύ για κάποια μοντέλα και άλλες όμορφες παρουσίες στα τηλεοπτικά πλατό, που δεν μιλάνε και δεν κάνουν κάτι άλλο. Είναι εκεί μόνο για να ομορφαίνουν τον χώρο.

Πλέον το λέμε γενικά για κάποιον, που δεν μιλάει και δεν συμμετέχει.

- Θα πάω για καφέ με την Μαρία, θες να έρθεις; - Τι να έρθω να κάνω, θα λέτε πάλι ιστορίες για τις διακοπές σας, θα κουτσομπολεύετε άτομα που δεν ξέρω και εγώ θα κάνω την γλάστρα.

(από spirtulis, 21/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενέρωμα, η απογοήτευση, το πακέτο. Συνήθως την «τρώμε», αλλά πολλές φορές απλά εννοείται.

Είχε παρκάρει πάνω στην Ερμού και ο μισός έκλεινε ένα δρομάκι. Ε, γυρίζει να πάρει το αυτοκίνητο και του το είχε πάρει ο γερανός. Έφαγε μεγάλη ήττα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λύνω τις διαφορές, ξεχρεώνω.

- Ωχ, έχω πιει τόσα ποτά και έχω ξεχάσει το πορτοφόλι μου στο σπίτι! Ρεζίλι θα γίνω, με βλέπω να πλένω ποτήρια! - Άσε, καθαρίζω εγώ, τόσες φορές έχεις κεράσει εσύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified