Οικογένεια μικρών ψαριών που ζουν μέσα στα παντελόνια.

Τα παντελονόψαρα εντοπίσθηκαν για πρώτη φορά στους Βυζαντινούς χρόνους. Αρχικά το είδος ονομάσθηκε περξ περισκελείδιος διότι είχε θεωρηθεί, εσφαλμένα, ότι είναι μια υποκατηγορία της γνωστής πέρκας. Η πλάνη αποκαταστάθηκε μόλις κατά την Αναγέννηση χάρη στην άνθηση της εμπειρικής μεθόδου και, βέβαια, την διάδοση των φαρδιών παντελονιών. Τότε και το ψαράκι αυτό πήρε την επιστημονική του ονομασία pisciculus pantalonaeus. Οι Άραβες, βέβαια, οι οποίοι ήταν είχαν προηγμένη επιστημονική σκέψη αλλά και φορούσαν από τότε άνετα σαλβάρια γνώριζαν για το ψάρι αυτό ήδη από τον 10ο μ.Χ. αιώνα - η φωνητική απόδοση της αραβικής ονομασίας είναι bantalun samak.

Στην Ελλάδα, τα παντελονόψαρα είναι γνωστά με την κοινή ονομασία αρχίδια. Η έκφραση πιάσαμε παντελονόψαρα ισοδυναμεί με την έκφραση πήραμε τ' αρχίδια μας. Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται κατά κόρον από την συμπαθή τάξη των ερασιτεχνών αλιέων αλλά έχει και ευρύτερες εφαρμογές.

  1. - Θα το πουλήσω το σκάφος, ρε γαμώτο, δεν πάει άλλο ... οργώσαμε τη θάλασσα ένα Σαββατοκύριακο, μέχρι Αλόνησο φτάσαμε ... πάλι παντελονόψαρα πιάσαμε ... και μια περιουσία για βενζίνες και δολώματα, γαμώ το χαΐρι μου μέσα ...

  2. - Τί έγινε, πιάσαμε τίποτα στο προπό;
    - Παντελονόψαρα, πρώτο μπόι ... μια απ' τα ίδια ...

αυτό που λένε μέχρι τον αστράγαλο... (από BuBis, 09/06/09)έχεις ένα λούτσο στην τσέπη σου ή χαίρεσαι που με βλέπεις; (από BuBis, 18/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απέτυχα. Έφαγα ήττα. Οι προσδοκίες μου διαψεύσθηκαν και οι ελπίδες μου απεδείχθησαν φλούδες - ΟΚ, φρούδες. Με άλλα λόγια, πήρα το το τρίτο το μακρύτερο κι έμεινα στον άσο.

- Τι έμαθα ρε, πέθανε η θειά σου η Μαριάνθη; Τι λέει, σου άφησε τίποτε;
- Καλά, βαλτός είσαι ρε πστ ... όχι, βέβαια ... πήρα τ' αρχίδια μου δια μίαν εισέτι φοράν ... το σπίτι στην Καλαμαριά τό 'γραψε στην ανηψιά της την άλλη, τη θεούσα, και τα υπόλοιπα τ' άφησε στην εκκλησία ...

(από Galadriel, 05/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συρφετός πραγμάτων. Πολλά και διάφορα αντικείμενα, σκόρπια εδώ κι εκεί, τα οποία ενοχλούν - δυσχεραίνουν την κίνηση και τις μετακινήσεις και γενικώς προκαλούν σύγχυση και τρικυμία εν κρανίω. Μπορεί να είναι μικρά ή μεγάλα. Η λέξη μπορεί να αναφέρεται σε είδη οικιακού εξοπλισμού ή, ακόμη καλύτερα, σε αποσκευές - βαλίτσες, βαλιτσάκια, τσάντες, τσαντούδια, κούτες, κουτάκια. Η χρήση της λέξης υπονοεί ότι τα περισσότερα από τα αντικείμενα τα οποία περιγράφει είναι άχρηστα. Απαντάται και ως περιληπτικό ουσιαστικό στον ενικό: το καλαμπαλίκι.

Με αυτή την σημασία, σχετικά λήμματα είναι τα: τσιμπράγκαλα, συμπράγκαλα, τσαμπασίρια, μπόρδοκλας, μπούμπιστρο

Καλαμπαλίκια, όπως λέει ο koumanos, εννοούνται ενίοτε και τ' αρχίδια - ή, ακριβέστερα, το όλο σύστημα εξαρτημάτων, της τσουτσούς συμπεριλαμβανομένης. Σχετική λέξη εδώ είναι τα κρεμαντζόλια.

Η προέλευση της λέξης είναι από το τούρκικο kalabalik=πλήθος, οχλαγωγία αλλά και συνονθύλευμα αντικειμένων.

  1. - Βρε αγόρι μου, δεν μπορείς να κουνηθείς εδώ μέσα... Πού τα μάζεψες τόσο καλαμπαλίκια... Οι συγκάτοικοί σου τι λένε;

  2. - Καλά ρε Κατερίνα, για ένα Σαββατοκύριακο πάμε στο Λονδίνο ... δεν θα μεταναστεύσουμε... Τι το θες όλο αυτό το καλαμπαλίκι; Άσε που θα πληρώσουμε και υπέρβαρο στο αεροπλάνο...

  3. - Βυζιά πεπονάτα, κάλτσα διχτυωτή, τακούνι δέκα πόντοι, κάνω μια έτσι με το χέρι και πιάνω κάτι καλαμπαλίκια να, με το συμπάθιο... Τελικώς, τραβέλι ήτανε και αυτή...

(από Khan, 20/08/11)

Ασαφή σύνολα: αρχιδιές, καλαμπαλίκια, κούρκουτα (Κρήτη), μαλακίες, παπαριές, σέα και μέα, σιανάφαρα, συμπράγκαλα, τσαμπασίρια, τσάντζαλα μάντζαλα, τσουμπλέκια

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω στην άκρη, κάνω κουμάντο για πάρτη μου.

Λέξη που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες φοιτητές της Ιταλίας. Από το Ιταλικό risparmio = αποταμίευση.

- Καλά, ρε αδερφάκι μου... είσαι μεγάλος μοναχοφάης... - Γιατί το λες αυτό, Βαγγέλη μου, με πληγώνεις ...
- Άσε μας, ρε φούρμπο, το ρισπάρμιασες όλο το χταποδάκι στο πιάτο σου μη τυχόν και φάει κάνας άλλος και τώρα κάνεις το κορόιδο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιεκτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα ανόητη και σπαστικιά. Έχει γνώμη για όλα και γνώση για ελάχιστα και συνδυάζει την πολυλογία με την ενοχλητική φωνή. Συνήθως άνω των 40.

Είναι σύνθετη λέξη από το κόρακας (με μετατροπή του -ο σε ) + αηδόνι. Η καρακαηδόνα νομίζει ότι είναι αηδόνι και επιβάλλεται να κελαηδήσει, όλοι οι άλλοι την βλέπουν ως κοράκι και παρακαλούν από μέσα τους να βγάλει τον σκασμό.

  1. - Το ίντερνετ διαφθείρει τη νεολαία ... Αν διαβάσετε αυτά τα βλογκς, θα φρίξετε...
    - Ε, εντάξει... δεν είναι και τόσο δραματικά τα πράγματα κυρία Χατζηκωλάρα μου... Μην ανησυχείτε και τόσο πολύ... (ουστ, μωρή καρακαηδόνα πού 'μαθες και τα μπλογκς κι έχεις κι άποψη ...)

  2. Η καλύτερη δυνατή επιλογή γι' αυτό το show. Eίναι χαριτωμένη, είναι γλυκιά, είναι κεφάτη κι όχι καμιά σιτεμένη καρακαηδόνα κι ας την αφήσουμε κι εμείς να κάνει το κέφι της όσο καλύτερα μπορεί. (Από σχόλιο σε forum μετά την επιλογή της Καλομοίρας για τη Γιουροβίζιον)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή. Ειδικότερα, το βαθύ και ανήλιαγο κελί. Είναι παραφθορά της τούρκικης λέξης zindan που ακριβώς σημαίνει μπουντρούμι.

Χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά (βλ. παράδειγμα 1) αλλά είναι μάλλον σπάνιο. Πιο συνηθισμένη είναι η έκφραση για το γκιζντάνι (βλ. παράδειγμα 2) που σημαίνει ότι κάτι είναι Γ.Τ.Π. (γου-του-πού), φορ δε πουτς ον δε ράιντ και τελείως για φτύσιμο.

Μια ειδική χρήση της λέξης (βλ. παράδειγμα 3) συναντάμε στο τραπέζι της πόκας. Στο γκιζντάνι λέμε ότι βρίσκεται/πάει κάποιος που χάνει πολλά και συνεχώς αγοράζει κάβες ή βγάζει λεφτά απ' την τσέπη.

  1. (Από το www.mpakouros.com)
    Άιντε να σε δούμε παλικάρι, που είσαι εσύ. Αν δεν ήταν ο Κολοκοτρώνης σήμερα θα μιλούσες σερβοκροάτικα, και θα σε λέγαν Αμπντούλ. Θα ήσουν δε σε κάνα τουρκικό γκιζντάνι...

  2. - Άσε με ρε, με τον πάλτουρα... Αυτός ο παίκτης δεν κάνει ούτε για την Αναγέννηση Επανομής... Για το γκιζντάνι είναι...

  3. - Τι έγινε, Γιαννάκη; Καλό κόλπο πήρες... Ρέφαρες; - Είσαι καλά, κόρη μου; Στο γκιζντάνι είμαι, κανονικά... Χίλια γιούρια χωμένος είμαι...

Ένα πολύ γλυκό τούρκικο τραγουδάκι για το Μπόντουμ. Αφιερωμένο εξαιρετικά στους απανταχού ανεξίτουρκους... (από HODJAS, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός υβριστικός χαρακτηρισμός για τον αστυνομικό.

Προέρχεται από τα τούρκικα και συγκεκριμένα από τη λέξη baskin =αιφνίδια έφοδος, ντου της αστυνομίας. Στην Ελλάδα, απαντάται στην αργκό των αστικών κέντρων σίγουρα από τον μεσοπόλεμο και φαίνεται να υπήρχε ακόμη πιο παλιά στα ιδιώματα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.

Πέραν του *ο μπασκίνας *υπάρχει και το θηλυκό ***η μπασκίνα*** (Βλ. παράδειγμα 2) και το ουδέτερο ***το μπασκίνι***. Επίσης, τα περιληπτικά ουσιαστικά ***το μπασκιναριό***, ***η μπασκιναρία*** και το γαλλοπρεπές ***μπασκινερί*** (βλ. παράδειγμα 3)

  1. Από το athens.indymedia.org

... θα διενεργηθεί και πάλι ΕΔΕ και θα την πληρώσουν οι βασανιστές με 15 μέρες.ΟΥΣΤ και πάλι ΟΥΣΤ.Φανταστείτε τι θα κάναν στα παιδιά που κατηγορούνται για τα γκαζάκια...όχι επειδή εκεί δεν τράβηξε videaκι κανένας μαλακοκαύλης μπασκίνας να το δείχνει στους μπατσόχοιρους φίλους του όπως έχει δείξει και άλλα τόσα με γυμνές γκόμενες που τυγχάνουν δείγματα της αρρωστημένης τους φαντασιάς ...

  1. Η δεύτερη στροφή από το «Αν μ'αξιώσει ο Θεός» του Βαμβακάρη

Η Γκρέτα Γκάρμπο μάγκα μου θ' ανάβει το τσιμπούκι
κι ο Ζακ Κιεπούρα στη γωνιά θα παίζει το μπουζούκι
ο Τζίμι Λόντος για νταής θα κάθεται στις τσίλιες
κι η Λίλιαν η Χάρβει θα διώχνει τις μπασκίνες

  1. Δίστιχο της προδικτατορικής περιόδου

Μπάς κι 'ναι δω, μπας κι' ναι κει
Γκρεκ Ροαγιάλ Μπασκινερί

Τούρκος Ζαφτιγιές στην Κρήτη από την τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Διοίκησης - αγνώστου φωτογράφου (από xalikoutis, 17/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περιοχή των Αμπελοκήπων στην Αθήνα.

Για κάποιον λόγο, συνήθως ampelogarden - και σπανιότερα στον πληθυντικό ampelogardens, όπως θα περίμενε κανείς.

Στο ίντερνετ συναντάται συχνά σε κείμενα greeklish, ιδιαίτερα στο πεδίο 'Περιοχή' της ταυτότητας του χρήστη. Μερικές φορές γράφεται και αμπελοgarden.

Ίσως αρχικά ειρωνικός χαρακτηρισμός της περιοχής από τις παρέες των Β.Π. αλλά φαίνεται αργότερα να υιοθετήθηκε - κυρίως από φανατικούς οπαδούς του Παναθηναϊκού.

Πολύ σπανιότερα, η λέξη αναφέρεται και στη συνοικία των Αμπελοκήπων της Δυτικής Θεσσαλονίκης.

  1. (Από το forum στο www.cyclist-friends.gr)

- Αυτές τις μέρες, μετακομίζω από Χαλάνδρι στους Αμπελόκηπους. Ένα από τα «σημεία ενδιαφέροντος» είναι και τα καταστήματα ποδηλάτων ... Από τις μέχρι τώρα διαδρομές στην περιοχή (είναι κοντά και η δουλειά) δεν έχω δει κανένα κατάστημα ποδηλάτων ... Αν γνωρίζετε κάποιο κατάστημα, μπορείτε να το αναφέρετε, μαζί με τη διεύθυνσή του;

- Δεν έχει! Den exei podilatadiko kardia mou stous Ambelogarden!!!

  1. (Από το www.greekmeds.gr/forum)

Εγώ δε θα ήμουν ποτέ Πανάθα αν
1) Δεν έμενα Αμπελοκήπους και
2) Δεν ήμουν στην κολυμβητική ομάδα του Παναθηναϊκού από μικρό παιδί

Το δεύτερο το παράτησα, όχι όμως και το πρώτο ... AMBELOGARDEN 13 !!

  1. (Από το www.joy.gr/community)

Όνομα: spyros
Επώνυμο: InsomniaZzZzzzzzz
Φύλο: Άνδρας
Ηλικία: 26
Περιοχή: Ampelogarden
Ενδιαφέροντα: polla...
Ομάδα: Panatha

  1. (Από το www.www.bikenet.gr/forum)

Σχολάω στις 17:00 από Καλλιθέα, από τις 17:30 και μετά θα είμαι Αμπελοgarden. Βρισκόμαστε όπου επιλέξεις ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι κρέμεται. Πιο συγκεκριμένα, ό,τι κρέμεται από πάνω μας και κουνιέται. Στην πράξη, κρεμαντζόλια είναι ένας περιληπτικός όρος για σκουλαρίκια, κολιέ, χαϊμαλιά, μπλιν-μπλινγκ καδένες και όποιο άλλο κόσμημα μήκους τέτοιου που να κουνιέται αβίαστα πέρα δώθε σε κάθε μετρίως απότομη κίνηση.

Κλασικά, τη λέξη χρησιμοποιούν οι θειόκες για να σχολιάσουν τις ενδυματολογικές υπερβολές της φιλενάδας του ανεψιού τους. Άγνωστο πώς το κάνουν, αλλά αυτή η μία λέξη όπως εκφέρεται από τις θειόκες μπορεί από μόνη της να μην αφήσει καμμία αμφιβολία ότι η λεγάμενη όχι μόνο πάσχει από γουστέλλειψη αλλά, βασικά, είναι και ξετσίπωτη - χαλαρά χαϊμαλιά, χαλαρά ήθη.

Τα κρεμαντζόλια μπορεί να αναφέρονται και στο συγκρότημα ψωλή-αρχίδια, για ευνόητους λόγους. Δικαίωμα να χρησιμοποιούν αυτόν τον χαρακτηρισμό έχουν όμως μόνον η μάνα, οι θειές και οι μεγάλες αδελφές -δηλαδή, γυναίκες που έχουν ξεσκατώσει τον τύπο στα εργαλεία του οποίου αναφέρονται όταν ήταν πιτσιρικάς. Η χρήση της λέξης κρεμαντζόλια από γκόμενα είναι απολύτως αντικουκουρούκου και οδηγεί αυτομάτως στην επίδειξη κόκκινης κάρτας.

  1. - Κούκλα η Μαρίτσα, κούκλα ... - Ναι καλέ, έβαλε τα κρεμαντζόλια κι ήρθε ... λατέρνα σκέτη πια ... και σάματις πού θα πηγαίναμε ... για κάνα κοψίδι στη Χασιά και πίσω ...
    - Εμ, Θεανώ μου, να τιμήσει το σόι η κοπέλα ... μη την παρεξηγείς ...

  2. - Αποστόλη, πήγαινε αμέσως να βγάλεις αυτό το σορτάκι ... σαν αλεξίπτωτο είναι ... θά 'ρθει η θεία η Θεανώ για καφέ με τη μαμά και θα σε δει με τα κρεμαντζόλια απ' όξω ...
    - Χαλάρωσε ρε αδερφή ... γιατί, κλεμμένα τά 'χουμε;

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επί το πλείστον, χαρακτηρισμός για μικρό κορίτσι με γεμάτα χείλια, ειδικά σε στιγμές που τα σουφρώνει και παίρνει ένα βλέμμα όλο παράπονο. Η λέξη έχει μια τρυφερότητα κι ακόμα περισσότερα στα χαϊδευτικά της τζαχείλικο και τζαχειλούδικο.

Τζαχειλού και τζαχείλα μπορούμε να πούμε και μια γυναίκα με σαρκώδη χείλη, αλλά είναι πιο σπάνιο. Είναι περιγραφικός χαρακτηρισμός, όχι ιδιαίτερα κολακευτικός και δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα.

Ακόμα σπανιότερα είναι το τζαχείλας, που είναι για άνδρες. Κλασική φάτσα τζαχείλα είναι ο Μικ Τζάγκερ - ο Τζάγκερ ο τζαχείλας κάνει και ωραία παρήχηση.

Η λέξη κοντεύει να εξαφανιστεί. Επιβιώνει, όμως, σε επώνυμα.

- Αχ μωρέ, ποιος μου το στενοχώρεσε το κοριτσάκι μου το τζαχειλούδικο εμένα κι είναι έτοιμο να κλάψει ... έλα, καλό μου, στη θεία να σε δώσω ένα υποβρύχιο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified