Αποχαύνωση. Το απόλυτο αρντάν. Τεμπελιά και βαριεστιμάρα που εξελίσσεται σε κούραση, ίσως ακόμη και σε μυϊκή εξάντληση. Μια προχωρημένη μορφή χαβαλέ όπου δεν παίζεις ούτε τα βλέφαρά σου.

Η ρέκλα παραπέμπει σε ατελείωτα φραπόγαλα ή μπυρίτσουαλς. Ή, σε καλοκαιρινές διακοπές - φάση χύμα στο κύμα με καύσωνα. Ή, σε κοκούνινγκ με το καλοριφέρ στο φουλ. Ή, βέβαια, όπως ήδη έχει πει ο linc751979, στο στρατό - σε φάση μονάδα χυμείο.

Η ετυμολογία της λέξης δεν είναι εύκολη. Η άποψη ότι προέρχεται από την κα-ρέκλα στην οποίαν αράζουμε και χαλαρώνουμε σε σημείο που βαριόμαστε καν να πούμε το κα- είναι μεν ευρηματική αλλά μάλλον δεν ευσταθεί.

Ίσως, η ρέκλα να προέρχεται από το Ιταλικό recluso=ερημίτης, απομονωμένος. Στα Επτάνησα απαντάται η λέξη ρεκλούτης που σημαίνει ρακένδυτος, εξαθλιωμένος και εξ αυτού λένε ότι και κάποιος είναι ρέκλα όταν βρίσκεται σε κακό χάλι - έχει απομονωθεί, δεν προσέχει τον εαυτό του, είναι βρώμικος και ατημέλητος κλπ. Όλα αυτά με επιφύλαξη.

  1. Οργώσαμε την Κηφισιά και τη μισή Ερυθραία και στη συνέχεια στο πάρκο για καφέ και ρέκλα στην καρέκλα με καφεδάκι. (από smageo.blogspot.com)

  2. Αύριο, μαζί με τη Μαρίνα και τις δύο κορούλες μου, φορτώνουμε το αμάξι και πάμε διακοπές. 10 μέρες με ξεκούραση, φραπέ, παραλία, ρέκλα. Τώρα, πόσο μπορεί να ξεκουραστεί κανείς με δύο μικρές 4 και 2 χρόνων αντίστοιχα να αλλωνίζουν πάνω-κάτω, αυτό είναι άλλη ιστορία... (Από το blog Terra Incognita)

  3. Γεια χαρα σε ολους.Οι μερες περασανε-παρουσιαστικαμε και πλεον ειμαστε στα σπιτια μας με αδεια ορκομοσιας.Μεχρι στιγμης περναμε καλα και οι δυο.Εγω ειδικα την πρωτη εβδομαδα βαρεθηκα να πινω καφεδες και να κοιμαμε.Μονο λιγο τις τελευταιες μερες μου πριξανε τα ... με τις παρελασεις αλλα κατα τα αλλα πολυ ρεκλα.Μακαρι να συνεχισει ετσι. (από apriliabikers.gr)

  4. Ρεμαλια FM: το μονο που μας νοιαζει ειναι η ρεχλα μας και το ραδιο μας. Δεχομαστε μονο αφιερωσεις και request τραγουδιων, σχολια και κριτικες δεν θελουμε και το βασικοτερο μην ακουσω τιποτα για το ασφαλιστικο εμεις δεν κολαμε ενσημα, κολαμε τεμπελοσημα (από remalia.org)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως, ένας θορυβώδης αλλά ευχάριστος χαβαλές - κέφι, γέλιο, φωνές κλπ. Μπορεί όμως και να σημαίνει μια ανεξέλεγκτη βαβούρα, μια οχλαγωγία μάλλον δυσάρεστη που μπορεί να φτάσει και σε καυγά. Κοινά στοιχεία και στις δυο περιπτώσεις, ο σαματάς και η αναστάτωση - και το γεγονός ότι ενώ γίνεται το έλα να δεις ουσία και αποτέλεσμα δεν υπάρχει.

Σε ό,τι αφορά την ετυμολογία, ο Μπαμπινιώτης εσφαλμένα λέει ότι είναι λέξη ηχοποίητη (!!!). Στην πραγματικότητα, προέρχεται από το τούρκικο zelzele=σεισμός το οποίο με τη σειρά του έρχεται από το ομόηχο πέρσικο زلزله που επίσης σημαίνει σεισμός.

Ο τζερτζελές γίνεται. Η έκφραση «έλα μωρέ, τζερτζελές να γίνεται» είναι πολύ κοινή και δηλώνει ότι προέχει να φωνάξουμε, να γελάσουμε ή να καβγαδίσουμε, να εκτονωθούμε τέλος πάντων, παρά να βγει κάποια άκρη.

Δες και τζέρτζελος.

  1. - Όχι, πάλι Μπελ Αιρ, ρε πστ!. Όχι άλλο κάρβουνο!. - Ε, και πού να πάμε ...
    - Δε ξέρω ... πάμε σ' εκείνο στην αρχή της Κορομηλά ... πώς το λένε ... δε θυμάμαι ... που 'χαμε πάει με τον Τασούλη ...
    - Όχι σ' εκείνο ρε μαλάκα ... αρχιδόκαμπος σκέτος είναι ...
    - Ναι, ρε ούφο ... αλλά, τουλάχιστον, έχει τζερτζελέ ...

  2. Ο δημόσιος βίος έχει ουσιαστικώς γίνει τηλεοπτικός. Οι πολιτικές συζητήσεις διεξάγονται στην τηλεόραση, οποιεσδήποτε άλλες δεν μετράνε ... Το κριτήριο πρόσκλησης για συζήτηση είναι η αναγνωρισιμότητα, δηλαδή η συμβολή στην ακροαματικότητα. Στόχος δεν είναι, μέσα από «έξυπνη» συζήτηση, αναλύσεις, επιχειρήματα, θέσεις, ο προβληματισμός και η ενημέρωση του κοινού. Στόχος είναι ο «τζερτζελές». Κουβέντα να γίνεται, ει δυνατόν και τσάκωμα. (Από το ΒΗΜΑ, 22/10/06)

Ώχου χαβαλές, ώχου τζερτζελές. (από Khan, 17/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσκεμμένα ανυπόστατος ισχυρισμός που στόχο έχει να παραπλανήσει. Σοφιστεία. Παπαριά που θολώνει τα νερά.

Πληθυντικός, οι κουγιές.

Ίσως προέρχεται από τα γαλλικά, couille = αρχίδι ή couillon = κρετίνος, γκραν μαλάκας. Εναλλακτικά, ίσως να προέρχεται από το όνομα γνωστού μεγαλοδικηγόρου με μετάθεση του τόνου.

  1. Εδώ πρόκειται για μία ξεκάθαρη δολοφονία που έχει εξοργίσει έναν ολόκληρο λαό. Να αφήσει ο Κούγιας τις κουγιές του στα τηλεπαράθυρα και το παιχνίδι με τα μίντια, γιατί εκτός του ότι τα βάζει με τη νοημοσύνη ενός ολόκληρου λαού, γίνεται αρωγός της κυβέρνησης και του κράτους για να συνεχιστεί εσαεί η αστυνομική βαρβαρότητα της ατιμωρησίας. (από Indymedia, 10/12/08)

  2. Για τις δηλώσεις του κυρίου Κούγια ότι δήθεν ήταν παρεξήγηση, πρέπει να πω ότι είναι ΚΟΥΓΙΕΣ Α ΛΑ ΓΑΛΛΙΚΑ!!! (Από το black-mail.blogspot.com)

Και του χρόνου! (από Vrastaman, 11/12/08)Ένα κι ένα αρχίδι. (από Hank, 09/02/09)(από Khan, 06/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο εξαιρετικά βίαιο, έως και νευροψυχωτικό, και με φετίχ για τα πυροβόλα όπλα. Θανατηφόρος συνδυασμός. Κυριολεκτικά. Κυρίως αν κάποιος απιστεύταμπολ του έχει δώσει όπλο.

Γενικότερα, άνθρωπος απρόβλεπτος που χώνεται σε καυγάδες χωρίς να λογαριάζει - πρώτα βαράει και μετά ρωτάει.

Μια ειδικότερη χρήση της λέξης που έχει ατονήσει σχετικά: Ράμπο λέμε και τους εφοριακούς ελεγκτές του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ).

Από τον John Rambo, ρόλο που ενσάρκωσε ο Sylvester Stallone στην γνωστή αμερικλανιά Rambo.

Τον λέγανε στην δουλειά του Ράμπο, και το απολάμβανε.
Παρίστανε τον σκληρό, τον τσαμπουκαλή μπάτσο. (Από το greekblock.blogspot.com)

Νοοτροπία «ράμπο» αποδεικνύεται ότι είχαν οι δύο ειδικοί φρουροί και ιδιαίτερα αυτός που πυροβόλησε με αποτέλεσμα να τραυματίσει θανάσιμα τον 15χρονο στα Εξάρχεια, τόσο από την εκπαίδευσή τους όσο από τον τρόπο που ενήργησαν στο τραγικό συμβάν. (Από το Έθνος, 08/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μοτοποδήλατο. Το μηχανάκι. Μικρού κυβισμού - 50 κ.ε. έως 125 κ.ε.. Άλλο στυλ από τη βέσπα και σαφώς μικρότερο από μια νορμάλ μοτοσυκλέτα. Πρόδρομος των παπιών. Κλασικές μάρκες μοτοσακό: Zundapp, Kreidler, Motobecane.

Λέξη των αρχών της δεκαετίας του '60, εκτός μόδας ήδη από τη δεκαετία του '80 και τώρα υπό εξαφάνιση. Ετυμολογείται από το Ιταλικό motosacco, όπου sacco=σάκκος - ίσως γιατί τα πρώτα μοτοποδήλατα είχαν σάκκους για ψώνια στο πλάι.

Ο πληθυντικός είναι τα μοτοσακό - το μοτοσακό, τα μοτοσακά είναι φάουλ εξίσου σοβαρό με το στυλό, τα στυλά.

Άλλα σχετικά λήμματα: πραπρά, πρι-πρι

- Πουθενά δεν είναι να πηγαίνεις την σήμερον ημέρα... παντού έχει τέντυ-μπόηδες με τα μοτοσακά...
- Μάλιστα, θείε... δίκο έχετε... (είσαι μπαρμπόιλ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα τηλεοπτικά στούντιο ειδήσεων, η χειρίστρια γεννήτριας χαρακτήρων. Με άλλα λόγια, η κοπέλα -οι άνδρες είναι σπανιότατοι στο επάγγελμα- που κάθεται σ' ένα κομπιούτερ και ρίχνει τα σούπερ. Όπου σούπερ, είναι οι ταινίες ή κάρτες με τα γράμματα που εξηγούν ποιος μαϊντανός παπαρολόγος είναι σε κάθε παράθυρο, ποιος πανελίστας αφιερώνει αυτή τη στιγμή και πόσοι είναι οι νεκροί από τις επιθέσεις στη Βομβάη. Σε ορισμένα κανάλια, η σουπερατζού χειρίζεται επίσης και το λογισμικό που χωρίζει τα παράθυρα, φτιάχνει κάποια γραφικά κλπ. Οι σουπερατζούδες δουλεύουν υπό μεγάλη πίεση -διότι πολλά πρέπει να γίνουν ζωντανά και σε χρόνο dt και, έτσι κι αλλιώς, λόγω των ατόμων που τις περιστοιχίζουν.

Το σουπερατζού είναι κατ'αρχήν απαξιωτικό αλλά έχει καθιερωθεί. Πιο προσβλητικό είναι στην τρέχουσα το superwoman το οποίο εκφέρεται πάντα με μεγάλη δόση ειρωνείας από τους πολ μουρ συναδέλφους.

Μετά από συμπλήρωση εικοσαετίας σε αυτή τη δουλειά, οι σουπερατζούδες συνταξιοδοτούνται και η Εκκλησία μας τις ανακηρύσσει αγίες. Καμμία δεν έχει αντέξει τόσο πολύ.

- Νταξναούμ, το μάνα ρέιβερ έμεινε ... αλλά, είναι γεγονός ότι οι κοπέλες δουλεύουνε με φοβερή πίεση ...
- Ναι, ρε μαλάκα, αλλά έχουνε πλάκα ... προχτές θέλανε να πούνε «Εύα Καϊλή - τώρα» και στο σούπερ βγάλανε «Εύα Καυλή - τώρα» ...
- Πώς ήτανε εκείνο το έργο, ρε συ ... Τόρα-Τόρα-Τόρα ... τύφλα νάχει ο Μπεν Χουρ ...
- Γιατί, παιδιά, άδικο είχανε με την Καϊλή; ... Εγώ σας το λέω, δε φταίνε, οι σουπερατζούδες ... οι δημοσιοκάφροι τους τα λένε λάθος ... για να μη σου πω κι επίτηδες λάθος, για να γίνει τζόγος ...
- Σωστόστ ... σα την άλλη φορά πούχανε ρίξει «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, φοιτητής στο Βελιγράδι» ...

(σ.σ. Όλα τα παραδείγματα είναι πραγματικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάγκας ο σωστός που δεν τον πιάνεις από πουθενά. Ο άνθρωπος της πιάτσας ο οποίος είναι τετραπέρατος και γατόνι και πιάνει πουλιά στον αέρα αλλά που είναι συγχρόνως και ντόμπρος και ξήγας και εντάξης.

Η προέλευση της λέξης είναι από τα Αλβανικά και συγκεκριμένα από το qift που σημαίνει γεράκι - αυτό λένε τα λεξικά. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας η λέξη τσίφτης χρησιμοποιείται και κυριολεκτικά - είναι ένας τύπος μικρόσωμου γερακιού. Και οι λέξεις ξεφτέρι και σαΐνι σημαίνουν αρχικά γεράκι και μετέπειτα πήραν και τη σημασία του ξύπνιου ανθρώπου. Ο τσίφτης, βέβαια, έχει επιπλέον ότι είναι και τύπος μπεσαλής.

Η λέξη δεν προέρχεται από το τούρκικο çift που σημαίνει ζευγάρι. Ενδιαφέρον έχει αν υπάρχει σχέση με το επίσης τούρκικο çifιt που σημαίνει πονηρός, επιτήδειος αλλά και τσιφούτης.

Τσίφτης είναι προσδιορισμός πρωτίστως για άντρες και συχνότατα απαντάται στη φράση «μάγκας, τσίφτης και καραμπουζουκλής» - όπως είπε και ο acg όταν έκανε την παραγγελιά. Το τσίφτισσα είναι πιο σπάνιο. Η σημασία είναι πάνω-κάτω ή ίδια - γυναίκα μαγκιόρα, άξια και ξηγημένη που δεν κάνει χαζά καμώματα και γκομενιλίκια.

Στο ουδέτερο, το τσίφτικο, η λέξη μπορεί να πάρει και μια άλλη σημασία όταν αναφέρεται στην εμφάνιση. Τσίφτικο, λοιπόν, μπορεί να είναι κάτι σένιο, τσίλικο και τέφα. Τώρα πια η λέξη έτσι χρησιμοποιείται κυρίως ειρωνικά.

Εκτός από τον μάγκα και το γεράκι, ο τσίφτης έχει και μια άλλη, ασυνήθιστη σημασία. Είναι μια μικρή λαβίδα, κάτι σαν πενσούλα, με στρογγυλεμένες τις άκρες. Έχω ακούσει τη λέξη να χρησιμοποιείται κυριολεκτικά από ρολογά αλλά και μεταφορικά όταν κάποιος δουλεύει τον αντίχειρα και τον δείκτη πολύ επιδέξια σε κάποια ψιλοδουλειά.

  1. Ο σωστός αντρας, ο τσίφτης , ο καραμπουζουκλής, πρέπει να ξέρει απο μαστροδουλειές. Όλα και όλα , αν δεν αλλάζει -το λιγότερο- λάμπες, πίσω στην αντιπροσωπεία για αλλαγή! (Από φόρουμ)

  2. Ένα βράδυ στη Καστέλα
    σε μια όμορφη κοπέλα
    που 'παιρνε τ' απεριτίφ της
    ρίχτηκ' ένας τσίφτης
    απ' την Κοκκινιά (Από το Αχ βρε παλιομισοφόρια, Α. Σακελλάριος-Μ.Χατζιδάκις, πρώτη εκτέλεση Β. Αυλωνίτης)

  3. Το παράδειγμα που ακολουθεί είναι από ένα αγγλόφωνο βλόγιο(ν) (eugenia.gnomefiles.org) το οποίο τσιτάρει στο πρωτότυπο Ελληνικό το εξής απόφθεγμα του Νίκου Δήμου:

    “Ο τυπικός Ρωμιός είναι λεβέντης, μερακλής, τσίφτης, ασίκης, χουβαρντάς, ντόμπρος, μάγκας, βλάμης, μπεσαλής και καπάτσος. Καμιά φορά τεμπέλης, το ρίχνει στο χουζούρι και στο ραχάτι – μαχμουρλής, στο ντιβάνι, κοιτάει το ταβάνι. Του αρέσει ο παράς, το μπαξίσι, το κέφι και το γλέντι. Άμα τον πιάσει ο σεβντάς ή ο νταλγκάς για καμιά νταρντάνα, γίνεται νταής (μπελάς, ο γρουσούζης!) και άμα τον χτυπήσει ντέρτι και σεκλέτι, γίνεται μπεκρής και τον πονάει ο ντουνιάς.”

Και ο/η μπλόγκερ σχολιάζει:

To non-Greek readers: the interesting thing with his definition of “Greek person” is that the definition itself is written using 25 turkish, 3 albanian, 2 italian and 1 slavic nouns — words used a lot in the daily Greek language.«

  1. Άτσα! κουστουμιά ο ανάπηρος! Τσίφτικο, δικέ μου! Μπιτσιάνι είναι;

  2. Και που λες, πάμε στο Κινέζικο χτες και στο διπλανό τραπέζι είναι μια παρέα κι έχει κι ένα μωρό - ούτε ενός έτους δεν ήτανε. Και να δεις πώς έτρωγε το ρύζι - έβγαλε τον τσίφτη και τόπιανε σπυρί-σπυρί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό pas à volonté - κατά κυριολεξία σημαίνει «όχι κατά θέλησιν», δηλαδή χωρίς επιλογή, υποχρεωτικά.

Όρος της πόκας. Έτσι λέγεται μια βαριάντα του δημοφιλέστατου παιχνιδιού «κούκος», και συγκεκριμένα ο κλασικός «κούκος μονός».

Για όσους δεν ξέρουν πόκα, οι κούκοι είναι μια μεγάλη οικογένεια παιχνιδιών με κοινό χαρακτηριστικό ότι ανοίγουν στο τραπέζι πέντε φύλλα κοινά για όλους τους παίκτες και ο κάθε παίκτης έχει στα χέρια του στο τέλος κλειστά δύο ή τρία δικά του χαρτιά. Στον μονό κούκο, ο παίκτης έχει δυο δικά του χαρτιά και είναι υποχρεωμένος να τα χρησιμοποιήσει και τα δυο για να κάνει συνδυασμούς με τα κάτω - δεν έχει δηλαδή την επιλογή να μην χρησιμοποιήσει ένα από τα χαρτιά του χεριού του, εξ ου και «κούκος παζ αβολοντέ», ή απλώς «κούκος παζ».

Υπάρχει, βέβαια, και ο διπλός κούκος. Στον διπλό κούκο, ο παίκτης καταλήγει με τρία χαρτιά στο χέρι - συνεπώς έχει δυνατότητα επιλογής αν θα χρησιμοποιήσει δύο ή τρία. Επειδή υπάρχει αυτή η επιλογή, ο διπλός κούκος λέγεται και «κούκος αβολοντέ» - à volonté για τους γαλλομαθείς.

Ο κούκος παζ αβολοντέ είναι πολύ παρόμοιος με το Αμερικάνικο hold 'em, παιχνίδι εξαιρετικά δημοφιλές τα τελευταία χρόνια κυρίως στα καζίνα και online. Η βασική διαφορά είναι ότι στο hold 'em ο παίκτης έχει και τα δυο φύλλα του από την αρχή ενώ στον μονό κούκο παίρνει το δεύτερο αφού ανοίξουν τρία κοινά φύλλα στο τραπέζι.

- Λοιπόν, μάγκες ... κούκος παζ αβολοντέ σε ένα ταμπλώ ... δύο από το χέρι υποχρεωτικά ... πενήντα το άνοιγμα και πεντακόσια πενήντα καπέλο ...
- Ίσα ρε, γαμαωδέρνουλα ... τι νομίζεις, θα μας φοβίσεις; Τ'αρχίδια θα μας κλάσεις ... - Άντε μωρή κυρία! ... άμα τόχεις, μπαίνεις ... κι άμα δεν τόχεις, τουμπεκί ...
- Δεμελέρε, Δημητράκη ... πώς την έχουνε δει αυτοί οι δυό... φαινόμαστε για μαλάκες; Πάσο, λοιπόν, εγώ και βγάλτε τα μάτια σας...

Η αμερικάνικη έκδοση του παζ αβολοντέ (από poniroskylo, 26/11/08)Ένας κούκος μόνος του (από poniroskylo, 26/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της στάνταρ σημασίας -η γάζα κλπ που προστατεύει ένα τραύμα, η λέξη επίδεσμος χρησιμοποιείται ειρωνικά για να χαρακτηρίσει:

  1. Έναν φορτικό ερωτικό δεσμό, μια σχέση κλειστοφοβική όπου υπάρχει μια αρρωστημένη αλληλεξάρτηση. Μεγάλο κόλλημα.

  2. Τον έναν από τους δυο του ζευγαριού που έχει αυτού του είδους τη σχέση. Ενίοτε τη λέμε, μισοαστεία-μισοσοβαρά, και για τον σύντροφο μας. Μακριά από μας.

Ένας δεσμός γίνεται επίδεσμος ακριβώς όταν είναι μονίμως κολλημένος επάνω μας. Λευκοπλάστ και τα λοιπά.

Και ίσως να υπονοείται και ότι η σχέση αυτή είναι και μια προσπάθεια να σκεπαστεί ένα τραύμα. Τώρα, τι αποτέλεσμα μπορεί να έχει ένα απλό τσιρότο είναι άλλη ιστορία.

  1. - Τι έγινε, θα πάμε Φολί κιέτσ' απόψε; - Ναι, μωρό μου... Και θα περάσει και η Δήμητρα πιο αργά να πει ένα γεια...
    - Έλεορ, ρε πστ!, όχι πάλι... και θα μας κουβαλήσει και τον επίδεσμο... τι του βρίσκει του μαλακοκαύλη, πολύ θά 'θελα να ξέρω... αλλά, τέτοια Γιαλόμα που 'ναι η δικιά σου τι περιμένεις...

  2. «Μου αρέσεις», είπες στην αρχή και τώρα, μετά από λίγο διάστημα, μου είσαι απαραίτητος. Παραδεχτείτε το. Ο δεσμός σας έγινε επίδεσμος, όπου και να πάτε θέλετε να τον κουβαλάτε μαζί σας. (Από περιοδικό της Vodafone)

  3. Η Ε. με την Π. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια «ζουν ένα δράμα». Τσακώνονται, χωρίζουν, σπάνε ο ένας τον άλλο στο ξύλο, τα ξαναβρίσκουν... και μετά ξανά από την αρχή. Είναι αυτό που λένε «αυτό δεν είναι δεσμός... είναι επίδεσμος». Και όμως αυτοί οι δύο είναι πολύ πολύ καλύτερα στην «αρρωστημένη» ρουτίνα τους από πολλούς φίλους και γνωστούς που έχω οι οποίοι αναζητούν μόνο τις υγιείς και ξεκάθαρα οριοθετημένες σχέσεις... (Από το http://provatos.blogspot.com)

  4. Όποιος εκεί έξω πιστεύει ότι δεν έχει φάει κέρατο ποτέ, είναι απλά γελοίος. Αφού δεν πιστεύω στην μονογαμικότητα, γιατί πονάω τόσο; Δεν θα έμενα αν δεν έκανα κι εγώ τα ίδια. Δεσμός - επίδεσμος θα μου πεις... Απ' την άλλη, έτσι ορίζεται η αγάπη; Με το να μην πηδάμε αλλού; Θα μου μάθει επιτέλους κάποιος να είμαι fuck-buddy; (Απορίες του Tristan από το http://reader.feedshow.com)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις εμβληματικές λέξεις του Τσιφόρου. Και κυρίως χάρη στον Τσιφόρο, νομίζω, έχει διασωθεί.

Το γκεζί είναι λέξη με τούρκικες ρίζες. Στα Τούρκικα gezi είναι ο περίπατος, η εκδρομή, ίσως κι ένας τόπος αναψυχής. Στα Ελληνικά, όμως, η λέξη έχει πάρει άλλες σημασίες, πολύ διαφορετικές.

Κάνω γκεζί ή πιάνω γκεζί σημαίνει κάνω παρέα, συντροφιά, αναπτύσσω προσωπικές σχέσεις -ίσως αυτή η σημασία να είναι πιο κοντά στο Τούρκικο ορίτζιναλ καθώς ένας ευχάριστος περίπατος συνήθως γίνεται με παρέα. Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί τη λέξη για να περιγράψει μια φιλία μεταξύ ανδρών (παρ.1) αλλά, αν θυμάμαι καλά, και τη σχέση ενός ζευγαριού που τά 'χει βρει και ετοιμάζονται να σπιτωθούν.

Παρέα, βέβαια, κάνουν και άνθρωποι με κοινά οικονομικά ενδιαφέροντα, όχι απαραίτητα νόμιμα, και ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί τη λέξη επίσης για να περιγράψει γενικά την πιάτσα, το μάγκικο περιθώριο (παρ.2) και με τη σημασία αυτή το γκεζί γίνεται συνώνυμο και με το κουρμπέτι (παρ.3).

Η λέξη έχει περάσει και στην καθομιλουμένη ως γιαλαντζί μαγκιά και, σε πρώτη φάση, σημαίνει απλώς το επάγγελμα, το σινάφι (παρ.4). Έται, μπαίνω στο γκεζί = μπαίνω στο επάγγελμα. Υποδηλώνει, όμως, και την ρουτίνα της δουλειάς καθώς και την εμπειρία που κάποιος αποκομίζει όταν βρίσκεται σ' έναν επαγγελματικό χώρο πολύ καιρό (παρ.5). Όταν, λοιπόν, κάποιος λέει είμαι στο γκεζί υπονοεί και ότι ξέρει καλά τα κατατόπια αλλά και ότι, βασικά, έχει βαρεθεί. Και όταν η βαρεμάρα και η μονοτονία γίνονται τα κυρίαρχα στοιχεία και προφανής οδός διαφυγής δεν υπάρχει, τότε το γκεζί γίνεται συνώνυμο και με το λούκι (παρ.6).

  1. Πιάσανε λοιπόν το γκεζί (= κάνανε παρέα). Τα βράδια φύσαγε ο αγέρας, παγώνανε οι πλάκες, τουρτουρίζανε κάτου από τη μονή κουβέρτα οι κρατούμενοι και στη γωνιά ο Τεράχ μπέης δώσ' του το λακρεντί με τον Τάσο... (Από το Ο Μαγικός Άνθρωπος, του Ν. Τσιφόρου, η επεξήγηση από το gerontakos.blogspot.com)

  2. Λεφτά πολλά είχε ο Φέτας, εφόσον χρόνια στο γκεζί, έκανε μεγάλες δουλειές με τα πάντα, από κλεπταποδόχο μέχρι δανειστή. (Από το 'Βικτωρία η Ωχρά' του Ν.Τσιφόρου)

  3. «...Για δες πως την φερμάρουν στο γκεζί
    μες στο κουρμπέτι για τα σέα και τα μέα
    κάτι σαΐνια μαστοράκια στο γαζί
    και την βολεύουνε κιμπάρικα κι ωραία...» (Από το ρεμπέτικο-μαϊμού Το ταράφι και η πιάτσα των Πλέσσα-Καλαμαριώτη)

  4. - Θυμάστε το πρώτο-πρώτο σκίτσο που κάνατε στη ζωή σας;
    - Ναι. Ήταν τελικός κυπέλλου. Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός. Έβαλα τις δυο ομάδες να τραβάνε εκατέρωθεν τα χερούλια του κυπέλλου και να τα έχουν ξεχαρβαλώσει. Δημοσιεύτηκε το πρωί στην «Αθλητική Ηχώ» και το απόγευμα το ματς κατέληξε σε μακελειό. Όλοι με είπαν προφήτη! Προσλήφθηκα απ' την εφημερίδα και μπήκα στο γκεζί! (Συνέντευξη του σκιτσογράφου Κ. Μητρόπουλου στο www.os3.gr)

  5. Η λύση στο μπέρδεμα είναι εύκολη : να πίνεις περισσότερο και να σκέφτεσαι λιγότερο...τι σκατά, 8 χρόνια μέσα στο γκεζί το ακαδημαϊκό το έχω φιλοσοφήσει! (Από το leavingandliving.blogspot.com)

  6. Είχε αρχίσει η ιστορία πια να ξεκι­νήσει αυτή η διάσπαση, η σύγκρουση με τους έξω, με τους γραφειοκράτες, από τα κάτω. Και δυστυχώς μεσολαβεί η δικτατο­ρία όπου μπαίνουμε ξανά όλοι μαζί στο γκεζί -λούκι το λέμε σήμερα- και γίνεται πάλι από τα πάνω, όπου είναι μπασταρδεμένη η υπόθεση, είναι προδομένη από χέρι. (Συνέντευξη του Χ. Μίσσιου στη Ρήξη, από το www.ardin.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified